Γράφει ο Δημοσθένης Δαββετας, Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης, ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικός αναλυτής
Μια από τις πιο αινιγματικές μορφές στην ιστορία της φιλοσοφίας, πάντα επίκαιρος και διαχρονικός, είναι ο Φρειδερίκος Νίτσε. Είναι η μόνιμη συνήθης αναφορά ,αρνητικά η θετικά, σε ζητήματα ηθικής, θρησκείας, φιλοσοφίας, ψυχολογίας, πολιτικής κλπ.
Ποιος είναι όμως ο Φρειδερίκος Νίτσε και τι πρέσβευε φιλοσοφικά;
Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1844 στο μικρό χωριό Ρεκεν της Γερμανίας κοντά στην Λειψία. Ο πατέρας του ήταν Λουθηρανός παάστορας κι η μητέρα του επίσης κόρη πάστορα . Όταν ήταν μόλις πέντε χρόνων το 1849 έφυγε από την ζωή ο ιερωμένος πατέρας του. Τον δε επόμενο χρόνο πεθαίνει κι ο αδελφός του. Η μητέρα του έτσι κι η υπόλοιπη οικογένεια του μαζί με την αδελφή του λόγω οικονομικών δυσκολιών μετακομίζουν στο σπίτι της γιαγιάς του στην Νυρεμβέργη. Η οικογενειακή παράδοση κι από τους δύο γονείς τον είχε προετοιμάσει ν’ ακολουθήσει θρησκευτική πορεία. Στα πρώτα άλλωστε μαθήματα τα νεανικά του χρόνια στο σχολείο, στο οικοτροφείο που βρέθηκε, παρακολούθησε, παιδί κι έφηβος, θεολογικές σπουδές και μουσικές ταυτόχρονα. Εξαιρετικός και ταλαντούχος μαθητής όλα τα μαθητικά του χρόνια, άφησε άριστες εντυπώσεις στους δασκάλους του.
Μόλις τελείωσε το 1864 τις σπουδές του στο οικοτροφείο, εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, όπου εκτός των θεολογικών σπουδών που τον προόριζε η οικογένεια του, επίσης παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Η σύγκρουση ανάμεσα στην σκληρή θεολογική αγωγή που είχε, ειδικά από τον αυταρχικό χαρακτήρα της μητέρας του και την ελευθερία της αυτογνωσιακής πορείας προς την αυτονομία που του προσέφερε η φιλοσοφία, υπήρξε σκληρή. Ακολούθησε τότε τον επόμενο χρόνο το 1865 τον καθηγητή του φιλοσοφίας Ritschl στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας που μετατέθηκε.
Από τον πρώτο κιόλας χρόνο των φοιτητικών του σπουδών ,ο Φρειδερίκος Νίτσε, έδειξε την ευφυή τάση του για στοχασμό και ποίηση. Άλλωστε εδώ πρέπει να σημειωθεί οτι από νεαρός έφηβος ήδη έγραφε ποίηση και διηγήματα τα οποία φύλασσε προσεκτικά με τάξη η αδελφή του. Ο συνδυασμός λοιπόν ποιητικής φλέβας ,στοχαστικής διάθεσης, φιλοσοφικής παιδείας και φιλολογικών γνώσεων, δημιούργησαν ενα εκρηκτικό μίγμα δημιουργικότητας στην προσωπικότητα του νεαρού φοιτητή. Ο καθηγητής του το διαπίστωσε αμέσως κι αυτός ηταν ο λόγος που ο Νίτσε ήταν ο μοναδικός φοιτητής που δημοσίευσε στο επιστημονικό περιοδικό του Rheinishes museum.
Ηταν την εποχή που ανακάλυψε το έργο του Σοπενχάουερ ” ο κόσμος ως βούληση και παράσταση “. Υιοθετεί αμέσως στις έρευνες του την έννοια της βούλησης και την έννοια της τέχνης ως θεμελιακά στοιχεία για την ανθρώπινη (προσωπικά και κοινωνικά) εξέλιξη και συμπεριφορά. Ταυτόχρονα εκλήθη για την στρατιωτική του θητεία. Δεν μπόρεσε όμως να την ολοκληρώσει γιατί τραυματίστηκε κι έτσι η θητεία του διεκόπη.
Το εντυπωσιακό του όμως ταλέντο κι η δημιουργική του έφεση δεν έμειναν δίχως επιβράβευση από τον καθηγητή του. Πριν ακόμη τελειώσει τις σπουδές του στην Λειψία, μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων, τον προτείνει να γίνει Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία. Η συστατική επιστολή του καθηγητή του είναι ενθουσιώδης καθότι υμνεί στις Ελβετικές πανεπιστημιακές αρχές την εκπληκτική όπως έγραψε ικανότητα του Νίτσε να κάνει εξ’ ίσου άριστα πολλά πράγματα.
Το 1870 λοιπόν γίνεται καθηγητής. Εκείνη την εποχή ήταν που γνώρισε τον Βάγκνερ (Wagner). Γοητεύτηκε απο την μουσική του αλλά κυρίως απο το διθυραμβικό στοιχείο της μουσικής του έκφρασης. Τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στην Λουκέρνη, γνωρίστηκαν, έκαναν παρέα ενω παράλληλα ο Νίτσε πήρε και την Ελβετική υπηκοότητα.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο εκφράζεται μέσα από την σύνθεση δυο στοιχείων. Παίρνει από τον Σοπενχάουερ την έννοια της τέχνης ως θεραπείας κι από τον Βάγκνερ την μουσική υπερβατικότητα μιας γαλήνιας έντασης. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τα συνθέτει δημιουργικά μέσα από την προσωπικότητα του και τις πλούσιες κλασσικές του γνώσεις και γράφει το εντυπωσιακό και ταυτόχρονα ανατρεπτικό για την εποχή εκείνη έργο του ” η γένεση της τραγωδίας”. Η σύνθεση της Απολλώνιας τάξης, των ορίων και της ομορφιάς, συνυπάρχουν οργανικά κι ισορροπημένα με την Διονυσιακή φρενίτιδα ,την υπερβολή και την κατάρρευσή των ορίων.
Η σχέση του όμως με τον Βάγκνερ δε έμελλε να διαρκέσει. Ο Νίτσε αντιλήφθηκε το εμφατικό και τεχνητά δραματικό στοιχείο του Βάγκνερ και το απέρριψε. Δεν ήθελε στόμφο και αναπαραστατικότητα. Ηθελε παραστατικότητα και σύγκρουση με τις μεγαλόσχημες ιδέες και τα υπερβολικά ιδεώδη. Ο Νίτσε ήθελε να συγκρουστεί με τον κόσμο των ιδεωδών μ’ οποοα μορφή αυτα εμφανιζόντουσαν δηλαδή, θρησκεία, ιδεολογίες, ιδεατές έννοιες κλπ. Οτιδήποτε διαχώριζε γη και ουρανό, φαντασία και πραγματικότητα., η τα παραδοσιακά ζεύγη καλού-κακού, ωραίο -άσχημο, ιδεώδες-πραγματικότητα, ολ’ αυτα τ’ αρνιόταν ,θεωρώντας τα ” μηδενισμό”.
Ο όρος μηδενισμός του Νίτσε είναι αντίθετος με τον όρο μηδενισμό που συνήθως χρησιμοποιούμε.
Δεν πρόκειται για μια μορφή κυνισμού κι άρνηση αξιών ζωής δεν πρόκειται για την λογική no future όπως νομίζουμε ,αλλά αντιθέτως πρόκειται για την άρνηση των ιδεωδών που τα θεωρεί μηδενισμό. Ο Νίτσε ζητά επιστροφή στο “πραγματικό” ,στην ζωή, στην καθημερινότητα. Πρόκειται για άρνηση μεταφυσικών θυσιών . Κι είναι τοτε ακριβώς που έχει αυτές τις αντιλήψεις που απομακρύνεται απο τον Βάγκνερ. Στα πλαίσια αυτής της” χειραφέτησης” του ο Νίτσε γράφει το 1878 το βιβλίο του Ανθρώπινο πολύ Ανθρώπινο. Από το 1879 δε λόγω κακής υγείας παύει να διδάσκει κι αρχίζει να ζει δύσκολα με κάποια λίγα χρήματα που του έδωσε το Πανεπιστήμιο και κάποια που πήρε από μια κληρονομιά.
Τότε έχουμε την δεύτερη σπουδαία περίοδο του Νίτσε. Την επίδραση του από τον Γαλλικό διαφωτισμό. Και βέβαια το ξεκίνημα γραφής του μνημειώδους έργου του ” τάδε έφη Ζαρατούστρα” το οποίο γράφτηκε σε 4 μέρη από το 1883 ως το 1885) με πολλαπλές στην συνέχεια διορθώσεις. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας του ,φιλοσοφώντας” με το σφυρί “όπως έλεγε ,σπάζει τον παλιό κόσμο των ιδεατών τόπων ,σπάζει τον φλοιό των μεταφυσικών ψευδαισθήσεων κι απελευθερώνει την θέληση για δύναμη . Δηλαδή την θέληση του δύναμαι ,του μπορώ, του έχω μέσα μου δύναμη κι ενέργεια και μπορώ να τα ενεργοποιήσω ως κύριος του εαυτού μου προς τον δρόμο μιας πληρότητας του παρόντος.
Ο Νίτσε μας φωνάζει, πείτε ΝΑΙ στην ζωή, πάψτε να ζείτε με τις αγκυλώσεις παρελθόντος και μέλλοντος, αγκυλώσεις που σας ζητούν να θυσιάζετε την ζωή σας για ανούσιες ιδεατές προσπάθειες.
Πείτε ΝΑΙ στον κόσμο και στο παρόν. Μην βλαστημάτε εναντίον της γης και την καταστρέφετε. Ζήστε την amor fati,την αγάπη του πεπρωμένου, αυτου που είναι εδώ μπροστά σας, ης armor fati που είναι η πραγματικότητα του εδώ και τώρα. Ζήστε όπως ο Οδυσσέας που δεν είχε αλλη πραγματικότητα παρα να επιστρέψει στην πατρίδα του, δηλαδή το armor fati του με την Νιτσεϊκή ορολογία. Όπως οι επικούρειοι κι οι Στωικοί ,ο Νίτσε υμνεί την Δύναμη ως δύναμαι ,ως ύμνο της ζωής που είναι στις αρμοδιότητες μας. Μεταξύ 1986 και 1988 έγραψε τα σπουδαία έργα του όπως “Πέρα από το καλό και το κακό”, “Η Γενεαλογία της Ηθικής”, “Χαρούμενη επιστήμη”, “Το λυκόφως των ειδώλων”, ‘Ίδε ο άνθρωπος” κλπ.
Πρότεινε να ζούμε ως “κύριοι” δηλαδή κύριοι του εαυτού μας. Να ζούμε ως καλλιτέχνες δηλαδή δημιουργικά , να είμαστε “αριστοκράτες” δηλ .να υπηρετούμε και να διεκδικούμε το άριστο του εαυτού μας . Κι αν είμαστε έτσι θα ειμαστε αριστοι και στο κοινωνικό σύνολο. Ως ηθική να έχουμε τον αντιιδεαλισμό και την διαρκή κριτική του ιδεατού κόσμου.
Όλοι θέλησαν να καπηλευτούν τον Νίτσε, από τους ακροδεξιούς ως τους ακροαριστερούς. Από τους Ναζί μέχρι τους ριζοσπαστικούς αριστερούς.
Τον είπαν επίσης ηδονιστή κι αναρχικό. Μέχρι και καθοδηγητή του Μάη του ’68 τον έβαλαν . Τίποτα απο ολ’ αυτά δεν ήταν. Χτυπούσε αλύπητα τις αντιδραστικές δυνάμεις ,αυτές που φυλάκιζαν την ζωή στην ιδεολογία., αυτές που ήθελαν να φτιάξουν έναν κόσμο της οικονομίας δίχως πολιτιστικές αξίες. Καταργώντας τον ιδεατό κόσμο ,δεν αρνιόταν την Δύναμη της τέχνης που την θεωρούσε οτι ανήκει στις θετικές δυνάμεις δράσης.
Η πολιτική ,ο έρωτας, η ελευθερία των επιθυμιών, του σώματος και του κόσμου των ευαισθησιών, δεν είναι προνόμιο ουτε των ηδονιστών ούτε των αναρχικών δυνάμεων ,για τις οποίες έλεγε οτι αυτοακρωτηριάζουν τα πάθη μέσα στην “παραληρηματική τους διάσταση και αυτοακυρώνονται μεταξύ τους”. Θεωρούσε μάλιστα τον αναρχισμό ως ” μια μικρή φτωχοδιάβολων δίψα εξουσίας.”. Κάθε ιδεολογική λοιπόν χρήση του Νίτσε αντιστρατεύεται την φιλοσοφία του.
Ο Νίτσε ύμνησε την ζωή όχι ως δύναμη πολιτικής επιβολής εξουσίας όπως τον χρησιμοποιούν λανθασμένα και κακόβουλα διάφορες ιδεολογίες σήμερα. Ύμνησε την ζωή ως δύναμαι ,ως αιώνια Επιστροφή του παρόντος ,ως το τραγούδι της αυτοκυριαρχίας,ως το “μεγάλο στυλ” μιας ηθικής όπου μέσα μας θα μπορέσουν να εναρμονιστούν δημιουργικά οι αντιδραστικές δυνάμεις του εξορθολογισμού με τις δρώσες δυνάμεις μιας γόνιμης αισθητικής.