Νίκος Σκαλκώτας, ένας από τους κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα – Ο «Ηπειρώτικος» του Νίκου Σκαλκώτα θεωρείται σήμερα το πιο χαρακτηριστικό και αναγνωρίσιμο παράδειγμα κλασικής μουσικής που πατάει πάνω σε μοτίβα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Και όμως ο συνθέτης του συνάντησε πολλά εμπόδια και δεν είχε την αναγνώριση που του αναλογούσε.
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1904 και από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική. Από παιδί έμαθε βιολί και στη συνέχεια σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών. Τα πρώτα χρόνια της μουσικής του πορείας έπαιζε βιολί σε διαφόρων ειδών εκδηλώσεις και έγραψε ποιήματα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Νουμάς».
Το 1921, έφυγε για σπουδές στο Βερολίνο έχοντας εξασφαλίσει σειρά υποτροφιών. Από το 1921 ως το 1933 έζησε στο Βερολίνο, όπου αρχικά πήρε μαθήματα βιολιού από τον Willy Hess. Το 1923 αποφάσισε να εγκαταλείψει την καριέρα του σαν βιολονίστας και έγινε συνθέτης. Σπούδασε σύνθεση με τους Paul Kahn, Paul Juon, Kurt Weill, Philipp Jarnach και Arnold Schoenberg.
Το 1933, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, ο Σκαλκώτας γύρισε στη Ελλάδα, όπου ζούσε παίζοντας σε διάφορες ορχήστρες.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί ο Σκαλκώτας να γύρισε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, είναι ότι η υποτροφία που χρηματοδοτούσε τις σπουδές του έληξε. Στην Αθήνα αναζήτησε άλλους τρόπους χρηματοδότησης, που θα μπορούσε να ήταν κάποια άλλη υποτροφία ή εργασία. Πάντως γρήγορα απογοητεύτηκε από την κατάσταση στη μουσική πραγματικότητα της Αθήνας της εποχής.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δεν έτυχε αποδοχής από τους μουσικούς που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή. Οι ριζοσπαστικές και πρωτότυπες μουσικές προτάσεις και διαδρομές του Σκαλκώτα ήταν, μάλλον, «απειλητικές» για το μουσικό κατεστημένο της εποχής. Ο Σκαλκώτας παίζει βιολί για βιοποριστικούς λόγους και δεν σταματά να συνθέτει μουσική (πάνω από 100 έργα τη δεκαετία 1935-1945). Το ύφος του συνεχίζει να είναι ιδιαίτερο και δεν συμβαδίζει με τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές τάσεις. Έφυγε από τη ζωή νέος, στις 19 Σεπτεμβρίου 1949.
Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον μουσικολόγο Χανς Κέλερ ο Σκαλκώτας ανήκει στους κορυφαίους της μουσικής για τον αιώνα που πέρασε.
Ανήκει στα τέσσερα «σίγμα»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς. Το έργο του διαδόθηκε κυρίως μετά τον θάνατο του.
Ο Σκαλκώτας πέθανε απρόσμενα στις 19 Σεπτέμβρη του 1949 στην Αθήνα, από μία κήλη που είχε παραμελήσει, οδηγήθηκε σε περισφιγμένη με μοιραία κατάληξη, αφήνοντας μερικά συμφωνικά έργα με ημιτελή ενορχήστρωση.
Το 1952, τρία χρόνια μετά το θάνατο του γίνεται γνωστός στη Χαλκίδα ο Νίκος Σκαλκώτας. Όπως μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά η εφημερίδα Ευβοϊκός Κύρηξ, «Εις τη ιστορία των ανθρώπων, η φήμη και η τιμή δεν διανύουν κατ’ ευθείαν της πορεία τους και ουδενός σχεδόν η αξία ανεγνωρίσθη εν ζωή. Η γενέτειρα δε γη, σχεδόν κατά κανόνα, μετ’ επιφυλάξεως δέχεται το μεγαλείο του τέκνου της. Αλλά μετά θανάτου, όταν αι ανθρώπινες αδυναμίες σιγούν αναγνωρίζονται αι αξίαι. Ακολουθών τον κανόνα αυτό ο Νίκος Σκαλκώτας απέθανεν ως ένας πτωχός και αφανής μουσικός. Άφησε όμως σαν κοινωνική διαθήκη σωρείαν χειρογράφων που όσοι ήξεραν να τα διαβάζουν, όσοι ηννόησαν και εννοούν την αξία των πενταγράμμων, το κάλλος της αρμονίας και του μέτρου, εβεβαίωσαν ότι απέθανεν ένας γιγάντιος καλλιτέχνης.»
Οἱ «36 Ἑλληνικοὶ Χοροί» τοῦ Σκαλκώτα εἶναι ἀναμφίβολα τὸ πιὸ γνωστὸ καὶ ἐμβληματικὸ ἔργο τῆς ἑλληνικῆς κλασσικῆς μουσικῆς. Ὡστόσο, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς «36 Χορούς» εἶναι οὐσιαστικὰ ἄγνωστοι στὸ κοινό, ἑνῶ ἀπό τὴν ἄλλη πλευρὰ πολὺ λίγοι «Χοροί» εἶναι πασίγνωστοι.
Οἱ «36 Ἑλληνικοὶ Χοροί», ὡς πρὸς τὴ μορφὴ καὶ ὡς πρὸς τὴ χρήση τοῦ δημοτικοῦ ὑλικοῦ, εἶναι ἔργο ῥιζικὰ πρωτότυπο. Εἶναι μία αὐτόνομη, ὁραματική, ἐξερευνητικὴ καὶ μεγάλη δημιουργία, ἡ οποία, σὲ ἀντίθεση μὲ ὁμοειδὴ ἔργα ἄλλων συνθετῶν, δὲν εἶναι ποτὲ συμφωνικὴ «ἀνάπλαση» δημοτικῶν πρωτοτύπων.