Ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Ασχολήθηκε με τα περισσότερα είδη τού λόγου. Διακρίθηκε ως συγγραφέας γιατί διέθετε τη στόφα τού αληθινού δημιουργού. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε το 1892 και στα έργα του απεικόνισε την αθηναϊκή αστική κοινωνία, διατυπώνοντας πολλούς κοινωνικούς προβληματισμούς. Ο αστικός ρεαλισμός που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Ευρώπη επηρέασε τα έργα του. Έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα σε ηλικία 30 ετών και η δράση των ηρώων τους τοποθετείται στην Αθήνα και στη Ζάκυνθο. Μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον Ξενόπουλο, όπως είναι φυσικό, ήταν και η φοιτητική ζωή.
Δεν ήταν λίγα και αυτά που συνέδεαν τον συγγραφέα με το Αρσάκειο. Πρώτα απ’ όλα η παρουσία τόσων κοριτσιών στο κέντρο τού «κλεινού άστεως» αναστάτωνε τη ζωή τής πόλης και αυτό τού έδωσε έμπνευση για πολλά μυθιστορήματα. Ύστερα διότι οι περισσότερες Αρσακειάδες διάβαζαν το περιοδικό «Η διάπλασις των παίδων» τού οποίου διετέλεσε αρχισυντάκτης από το 1896 έως το 1948. Τα άρθρα του σε αυτό τα υπέγραφε πάντοτε με το ψευδώνυμο «Φαίδων». Αποτέλεσαν μάλιστα το αγαπημένο ανάγνωσμα των Αρσακειάδων τής εποχής. Τέλος φαίνεται ότι και οι κόρες του ήταν μαθήτριες τού Αρσακείου.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο μυθιστόρημά του «Φοιτηταί και Ἀρσακειάδες», την υπόθεση τού οποίου μετέφερε και στο θέατρο με τον τίτλο «Οι φοιτηταί», ο Ξενόπουλος μιλάει για το αίσθημα μιας νεαρής Αρσακειάδας, τής Φανίτσας, και τού φοιτητή τής Νομικής Τάσου Λούζη. Στο πρώτο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος με τον τίτλο «Το σχόλασμα τού Αρσακείου» περιγράφει με απαράμιλλο ύφος τι επικρατούσε στη γωνία των οδών Σταδίου και Τυπογραφίας κατά την ώρα τής αποχώρησης των μαθητριών τού έξωτερικού Σχολείου.
«Στην οδό Σταδίου εκείνη την ώρα η κίνηση ήταν ζωηρή. Από το δεξί πεζοδρόμι οι Αθηναίοι στολισμένοι για περίπατο, ανθοστολισμένοι μάλιστα οι περισσότεροι, ανέβαιναν προς την πλατεία τού Συντάγματος. Λιγότεροι κατέβαιναν προς την Ομόνοια. Μα κι απ’ αυτούς κι από κείνους, μερικοί σταματούσαν, αργοπερπατούσανή έκαναν το βήμα τους σχεδόν σημειωτόν στο μέρος εκείνο τού πεζοδρομίου που το κόβουν οι δρόμοι Παρθεναγωγείου και Γεωργίου Σταύρου. […] Περίεργο πράγμα! Τι ήθελαν, τι περίμεναν, τι κρυφογύρευαν εκεί τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, ένας ένας, δυο δυο; [….]. Για την ώρα δεν φαίνονταν να προσέχουν παρά σε μία πόρτα αντικρινή. Αυτή κοίταζαν κάθε τόσο. Ήταν μεγάλη, βαθυπράσινη, παλιά και κλειστή. [….] Σε λίγο η πόρτα εκείνη θα διαπλατυνόταν και στον δρόμο θα ξεχύνονταν πραγματικά η πιο αξιοθέατη πομπή.»
«Ένα πλήθος δροσερά, τρυφερά, χαριτωμένα κορίτσια, από δώδεκα χρονών ίσα με δεκαοκτώ, ίσα με είκοσι! Ξέρετε εσείς ωραιότερο θέαμα! [….] Αλλά τόσο στην οδό Σταδίου όσο και στην οδό Πανεπιστημίου εκείνο τον καιρό μεσημέρι και βράδυ έβλεπε κανείς κι ένα σωρό Αστυφύλακες. Επέβλεπαν το σχόλασμα τού Αρσακείου. [….] Επιτέλους! Η πόρτα κουνιέται, χάσκει, ανοίγει, διαπλατύνεται. Και μία γυναίκα, σαν επιστάτρια, απλώνει το χέρι να εμποδίσει εκείνους που περίμεναν απ’ έξω και με το άνοιγμα τής πόρτας μαζεύτηκαν ένα κουβάρι και την έφραξαν αυτοί. «Κάμετε πίσω λοιπόν! Πώς θα βγουν τα κορίτσια;» [….] Ξεχύνονται, σκορπούν […] Ούτε γέλια ούτε ματιές ούτε δυνατές κουβέντες. Το ξέρουν πως τις βλέπουν απ’ ολούθε και φεύγουν ντροπαλά, με χαμηλωμένα μάτια, να φύγουν, να γλυτώσουν.»
Την ίδια εποχή η Διευθύντρια τού Εσωτερικού Αρσακείου Μαρία Αλεξανδρίδου, η μόνη Αρσακειάς που είχε την τύχη να συναντήσει στη Ρουμανία τον Απόστολο Αρσάκη, παρακάλεσε τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, κηδεμόνα δύο μαθητριών τού Σχολείου της, να γράψει ένα μονόπρακτο δραματάκι για να το παρουσιάσουν οι μαθήτριες τού Σχολείου στην ετήσια σχολική γιορτή που θα γινόταν στις 10 Ιουνίου 1916. Ο Ξενόπουλος ανταποκρίθηκε στην επιθυμία τής Διευθύντριας τού Σχολείου και έγραψε μια μικρή διδακτική ιστοριούλα.
Η υπόθεσή της ήταν απλή. Μία μαθήτρια τού Αρσακείου έχει καλέσει στο σπίτι της συμμαθήτριές της για να διασκεδάσουν. Μία από αυτές καταφθάνει χαρούμενη γιατί βρήκε στον δρόμο ένα χρυσό βραχιόλι. Η ίδια ήταν φτωχή και δεν είχε κοσμήματα ούτε και υπήρχε η δυνατότητα να αποκτήσει. Μία άλλη συμμαθήτρια όμως, η πιο πλούσια, αργεί να έρθει στη συγκέντρωση γιατί έψαχνε το βραχιόλι της που έχασε στον δρόμο. Όταν κάποτε εμφανίζεται στο σπίτι τής φίλης της είναι κλαμένη, στενοχωρημένη και πολύ φοβισμένη για το πώς θα αντιδρούσε η μητέρα της που της είχε πει να μη φορέσει το βραχιόλι. Η μαθήτρια που το βρήκε αμφιταλαντεύεται για το αν θα πρέπει να το επιστρέψει, αλλά τελικά αποφασίζει να το δώσει στη φίλη της γιατί έτσι είναι το σωστό. Η νεαρή συμμαθήτριά της, χαρούμενη που το ξαναβρήκε, την αγκαλιάζει, τής υπόσχεται ότι θα τής κάνει δώρο ένα παρόμοιο βραχιόλι και όλες μαζί συνεχίζουν αγαπημένες τη διασκέδασή τους.
Η απλούστατη αυτή σε πρώτη ανάγνωση ιστοριούλα αποδεικνύει ότι ο Ξενόπουλος γνώριζε πολύ καλά το θέμα που είχε προκύψει στο Αρσάκειο από τη συνδιδασκαλία πλουσίων και φτωχών μαθητριών. Υποδείκνυε επίσης με τον τρόπο του ότι η άσκοπη επίδειξη κοσμημάτων πρέπει να απαγορεύεται, για να μην υποδαυλίζεται το συναίσθημα τής ζήλιας. Η ενδεδειγμένη λύση είναι αυτή που το ίδιο το Σχολείο ακολούθησε επί τόσα χρόνια. Η σωστή συμπεριφορά είναι μία και δεν ποικίλλει ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια των ανθρώπων ή την κοινωνική τους θέση.
Το μονόπρακτο δημοσιεύτηκε σε τεύχος τού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» και σώθηκε μέχρι τις μέρες μας μαζί με τα ονόματα των Αρσακειάδων που πρωτοζωντάνεψαν τους ρόλους. Δώρα: Στέλλα Στρατήγη, Φαίδρα: Θάλεια Περδικάρη, Πόπη: Καίτη Σκυργιάννη, Λίλη: Ελένη Ροϊλού, Φώφη: Kάκια Ξενοπούλου , Μαρίκα: Λουλούκα Ξενοπούλου (θυγατέρες τού συγγραφέα), Ερασμία (οικοδιδασκάλισσα): Βενετία Τασσοπούλου, Σταμάτα (μικρή καμαριέρα): Λυδία Λοΐζου.
Μαθητές και μαθήτριες τής θεατρικής ομάδας των Αρσακείων-Τοσιτσείων Εκάλης ξαναζωντάνεψαν το έργο αυτό το 1993 και το παρουσίασαν στο Β΄ Πανελλήνιο Φεστιβάλ Μαθητικού Θεάτρου που οργάνωσε η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης. Παρά το γεγονός ότι η παράσταση ήταν εκτός συναγωνισμού, βραβεύθηκε με έπαινο από την επιτροπή.
Τον επόμενο χρόνο, το 1917, η Μαρία Αλεξανδρίδου ζήτησε και πάλι από τον Ξενόπουλο να γράψει ένα νέο μονόπρακτο για την τελετή τού τέλους τού έτους. Ο συγγραφέας ανταποκρίθηκε και έγραψε το έργο «Η δεσποινίς Τρομάρα και ο κινέζικος βομβαρδισμός». Ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι οδήγησαν τον Ξενόπουλο να μην το δημοσιεύσει στη «Διάπλαση των παίδων» και έτσι δεν γνωρίζουμε ποιες μαθήτριες πήραν μέρος σε αυτό. Η υπόθεση τού έργου είχε άμεση σχέση με τον Αποκλεισμό που είχε επιβληθεί από τους Αγγλογάλλους για να αναγκάσουν την κυβέρνηση των Αθηνών να προσχωρήσει στην Αντάντ. Το 1917 βρήκε την Ελλάδα διαιρεμένη σε δύο στρατόπεδα. Ο Βενιζέλος με τον στρατηγό Δαγκλή και τον Π. Κουντουριώτη είχαν σχηματίσει στη Θεσσαλονίκη την κυβέρνηση τής Εθνικής Άμυνας. Η Νότια Ελλάδα υπέφερε από λιμό λόγω τού αποκλεισμού. Αυτή η έλλειψη αλεύρων αλλά και ο φόβος των νεαρών παιδιών για τον βομβαρδισμό που είχε προηγηθεί ήταν το θέμα έργου.
Υπόθεση τού έργου: Μια ομάδα παιδιών είναι καλεσμένα στη φίλη τους για τσάι. Η φίλη τους για να τους εκπλήξει είχε εξασφαλίσει άσπρο ψωμί. Μια κοπέλα από την παρέα είναι πιο φοβισμένη απ’ όλες και γι’ αυτό πηγαίνει κρυφά να μάθει νέα στη γειτόνισσα που είναι γυναίκα συνταγματάρχη. Επιστρέφει στο σπίτι φοβισμένη. Οι φίλοι της αποφασίζουν να τής κάνουν φάρσα για να την αναγκάσουν να σκεφτεί λογικά. Τής λένε μια ιστορία, ότι δήθεν οι Κινέζοι με 1.500 πλοία έφθασαν στον Πειραιά και βομβαρδίζουν την Αθήνα. Η μαθήτρια φοβήθηκε, αλλά όταν κατάλαβε ότι οι φίλοι της την κορόιδευαν οπλίστηκε με θάρρος όπως ταιριάζει σε κάθε Ελληνίδα. Το έργο πρέπει να παρουσιάστηκε στην τελετή λήξης των μαθημάτων, η οποία όμως πραγματοποιήθηκε μάλλον πριν από τις 12 Ιουνίου 1917, ημερομηνία κατά την οποία ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αναχώρησε με την οικογένειά του για Ελβετία. Αυτό εξηγεί και το γιατί η παρουσίαση τού έργου δεν αναφέρεται στον Τύπο, αλλά ούτε και ο Ξενόπουλος το δημοσίευσε στη «Διάπλαση των παίδων». Η αιφνίδια αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα, η απομάκρυνση τού Κωνσταντίνου, η επικράτηση των Αγγλογάλλων, οι οποίοι διενεργούσαν τον αποκλεισμό, αλλά και το τέλος τού αποκλεισμού μετά την απομάκρυνση τού Κωνσταντίνου Α΄ καθιστούσαν το περιεχόμενό του μονόπρακτου ανεπίκαιρο και αντιπολιτευτικό.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως το γεγονός ότι την εποχή εκείνη σε ένα Παρθεναγωγείο σαν το Αρσάκειο παρουσιάστηκε ένα έργο που ακροβατούσε στα όρια μεταξύ πολιτικής και κοινωνικής κριτικής. Ο συγγραφέας, με την αριστοτεχνική πένα του, περιγράφει με απίστευτη δεξιοτεχνία ανθρώπινους χαρακτήρες, την «συνταγματάρχαινα» που ξέρει τα πάντα και διασπείρει ειδήσεις εκμεταλλευόμενη την θέση του συζύγου της, που φυσικά θα ήταν με την πλευρά τού βασιλέως, τον φούρναρη που κρύβει αλεύρι για «ειδικές περιπτώσεις» (η γνωστή φιγούρα του μαυραγορίτη), τον φοβητσιάρη που αισθάνεται ανασφάλεια και υπερβολικό φόβο, αλλά και τα νέα παιδιά που σε κάνουν να αισθάνεσαι πως ακόμα και μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες η ζωή συνεχίζεται.
Ένας ακόμα συνδετικός κρίκος τού Αρσακείου με τον Ξενόπουλο ήταν και η «Διάπλασις των παίδων». Συνδρομήτριες τού περιοδικού ήταν Αρσακειάδες τής Αθήνας, τής Πάτρας, τής Κέρκυρας. Αρκετές από αυτές ήταν αριστούχες και προχώρησαν στις σπουδές τους. Στην εφημερίδα «Ἑστία» τής 7ης Ιουλίου 1897 διαβάζουμε: «Με λαμπράν ύλην και ωραίας εικόνας όπως πάντοτε εξεδόθη το 28ο τεύχος τής Διαπλάσεως των Παίδων. Εις το ημερολόγιον τού Φαίδωνος βλέπομεν και έν αρκετά χαρακτηριστικόν. Αι βραβευθεισαι μαθήτριαι τού Αρσακείου Αθηνών και Πατρών Μ. Παυλάκη, Β. Σταμάτη και Χρ. Δεσύλλα είχον ως προσφιλέστερον ανάγνωσμα την Διάπλασιν, λαμβάνουσαι μέρος εις τους διαγωνισμούς της, εις την αλληλογραφίαν κ.λπ. Ούτῳ εκ των μικροτέρων συνείθησαν και ανεδείχθησαν εις τα μεγαλήτερα.»
Το οξύτατο πνεύμα τού Γρηγόριου Ξενόπουλου είχε αντιληφθεί το μεγάλο όφελος τής Ελλάδας από τη μόρφωση των κοριτσιών και το έργο τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Γι’ αυτό και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής τής Καλλιρρόης Παρρέν και τού αγώνα της για την εξασφάλιση ίσης μεταχείρισης των γυναικών στον τομέα τής εκπαίδευσης, τής εργασίας και τής πολιτικής. Γι’ αυτό και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της προσφοράς του Αρσακείου στην ελληνική κοινωνία .
*Οι πληροφορίες προέρχονται από το Αρχείο τής ΦΕ, τη «Διάπλαση των παίδων» και τα «Άπαντα» τού Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ, φιλόλογος – ιστορικός