Καμίνια, μια από τις πιο γνωστές εργατικές και λαϊκές συνοικίες του Πειραιά. Η Γιώτα ζει όλα της τα χρόνια με την μητέρα της. Τον πατέρα της τον έχασε σε μικρή ηλικία και μπήκε από νωρίς στα βάσανα. Δουλεύει σε ένα συνοικιακό super market τα τελευταία 15 χρόνια. Εργατικό και προκομμένο κορίτσι, με ήθος και αξιοπρέπεια. Φροντίζει και τη μητέρα της, η οποία την αγαπάει υπερβολικά ως μοναχοκόρη που την έχει. Η Γιώτα είναι σήμερα 34 ετών.
Αμπελόκηποι, μια συνοικία στην Αθήνα. Επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο ύψος της έδρας του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου, σε ένα κάθετο στενό, κατοικεί τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια η Τόνια. Η Τόνια είναι σήμερα 35 ετών και εργάζεται τα τελευταία 2 χρόνια σε ένα δικηγορικό γραφείο με έναν Ιταλό δικηγόρο.
Η Τόνια και η Γιώτα, αντίπαλες σε ομάδα βόλεϊ, για όλα τα σχολικά τους χρόνια. Οι παρέες τους διαφορετικές και ουδεμία σχέση είχαν ως χαρακτήρες.
Παρασκευή βράδυ και η Τόνια βγαίνει με 3 φίλες της σε ένα από τα πολλά γνωστά μπαρ στο κέντρο του Πειραιά, που ονομάζεται ” Κόκκινος βράχος”. Η Γιώτα πάλι είναι σε ένα μπαρ που συχνάζει χρόνια.
Είναι η μέρα που έχει κερδίσει ο Ολυμπιακός και ο dj παίζει το τραγούδι του Θέμη Αδαμαντίδη, ποιο άλλο; “Το κόκκινο ζεϊμπέκικο”. Παρασκευή βράδυ, το μαγαζί γεμάτο. Γύρω γύρω τραπέζια γεμάτα με παρέες. Σ ένα από τα ψηλά τραπέζια με σκαμπό κάθεται η Τόνια με τις φίλες της. Φοράει ένα καυτό μαύρο σατέν μίνι φόρεμα με ψηλές μαύρες μπότες. Τα ξανθά μακριά μαλλιά της, τα γαλαζοπράσινα τροπικά μάτια της και ο τρόπος που κρατάει το τσιγάρο της silkcut slim line δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα από κανένα αντρικό βλέμμα. Tο κόκκινο κραγιόν, αποτυπωμένα τα σαρκώδη χείλη της στο ποτήρι που πίνει το απεριτίφ και το υπέροχο χαμόγελό της μαγνητίζουν και τα πιο αδιάφορα αθώα αντρικά βλέμματα.
Η στρογγυλή πίστα άδεια και ο Σπύρος, ένα λαϊκό περιποιημένο μελαχρινό αγόρι μετρίου αναστήματος, σηκώνεται με το τσιγάρο στο στόμα να χορέψει το “κόκκινο ζεϊμπέκικο ” που ήδη παίζει. Φοράει μια μακό μπλούζα καλοσιδερωμένη, χρώματος κόκκινη και ένα τζιν παντελόνι. Απλός και περιποιημένος. Είναι αυτό που λέμε ότι με την πρώτη ματιά καταλαβαίνει κανείς ότι είναι καλό παιδί. Προτού μπει στη πίστα και αφού από πολλή ώρα πριν τον έχει μαγνητίσει η Τόνια με την ομορφιά της και φυσικά οι φίλες της το έχουν καταλάβει χασκογελώντας με τα τερτίπια τους, την πλησιάζει, της ανάβει το τσιγάρο και κοιτώντας την στα μάτια τής λέει κάτι και που και την ίδια την αιφνιδιάζει: “Τα πιο ωραία φορέματα φοριούνται για να αφαιρούνται” Ζαν Κοκτώ, Γάλλος Καλλιτέχνης. Τον ξέρεις; Αμέσως ξεχύνεται στη πίστα, αφήνοντας την Τόνια και τις φίλες της άναυδες.
Η παρέα του Σπύρου που απαρτιζόταν από άντρες σηκώνεται να τον χειροκροτήσει. Το τραγούδι έχει ήδη ξεκινήσει,”… Ολυμπιακέ μου, Θρύλε για πάρτη σου χορεύω στη κόκκινη τη ζεϊμπεικιά φιγούρα μου θα σε έχω.”…. Ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει και ο Σπύρος, αν μη τι άλλο, νιώθει ότι έκανε την καλύτερη κίνηση για να κατακτήσει την Τόνια και μάλλον το πέτυχε. Η Τόνια φανερά ενθουσιασμένη σηκώνεται και χτυπάει παλαμάκια καθ΄ όλη τη διάρκεια που χορεύει ο Σπύρος χαμογελώντας του με νόημα.
Στην άλλη γωνία, η Γιώτα με ένα κόκκινο κολλητό φόρεμα και τις υπέροχες γόβες που μάλλον απαρατήρητες πέρασαν και εκείνες, όπως και η ίδια με τα σγουρά φουντωτά μαλλιά της που πέφτουν ανέμελα στο πρόσωπο της κρύβοντας και λίγο τη θλίψη στα καστανά-γεμάτα καλοσύνη-μάτια της και μη μπορώντας να ξεκολλήσει από τον Σπύρο, σηκώνεται να φύγει πίνοντας μονορούφι το ποτό της. Άλλωστε, για ένα ποτό βγήκε γιατί τελευταία στιγμή της το ακύρωσε και μια φίλη της. Μόνη μου χωρίς παρέα, πού πάω και εγώ; σκέφτηκε.
Καθώς κατεβαίνει από το σκαμπό του μπαρ παραπατάει, ο πόνος στο πόδι της όμως είναι πιο ελαφρύς από το έγκαυμα που νιώθει στην καρδιά από την αδιαφορία των γύρω και πιο πολύ του Σπύρου, που ούτε καν έχει παρατηρήσει ότι υπάρχει. Βγαίνει σχεδόν κλαίγοντας, παίρνει το αμάξι της και κατευθύνεται προς Αθήνα να συνεχίσει εκεί τη βόλτα της.
Φτάνοντας περίπου στο ύψος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο ύψος του Παναθηναϊκού και ενώ περπατάει ενθυμούμενη το τι της έχει κάνει η Τόνια από τότε που ήταν αντίπαλες μέχρι και σήμερα μέσα στο μπαρ, η αγανάκτησή της μεγαλώνει. Ξαφνικά δύο άτομα με πράσινες μπλούζες περνάνε από μπροστά της και η Γιώτα αρχίζει να τους βρίζει. Τα δυο αγόρια δεν δίνουν σημασία και συνεχίζουν το δρόμο τους.
Από την απέναντι μεριά, με μια γρήγορη ματιά, ένα αγόρι βλέπει την αναστατωμένη Γιώτα παραδομένη στο θυμό της να φωνάζει και με ήρεμο τρόπο την πλησιάζει και απλώνει το χέρι του θέλοντας να τη βοηθήσει. Η Γιώτα μοιάζει με πληγωμένη λέαινα.
– Είμαι ο Κώστας τής λέει, και με την ήρεμη φωνή του προσπαθεί να την ηρεμήσει. Στα επόμενα πέντε λεπτά την προστατεύει από διερχόμενους που ενοχλούνται από τις φωνές της. Ο Κώστας τούς λέει ότι το ελέγχει ο ίδιος και ότι είναι δικιά του. Περνάνε μαζί την Λεωφόρο και κάθονται στην πρώτη καφετέρια της Πανόρμου παραγγέλνοντας καφέ και νερό.
Ο Κώστας με πολύ ευγενικό τρόπο προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί και η Γιώτα αρχίζει να νιώθει ασφάλεια. Έχει συνειδητοποιήσει τι γίνεται, βλέπει όμως και έναν άνθρωπο που θέλει να τη βοηθήσει. Στην καφετέρια θα περάσουν δύο όμορφες γεμάτες ώρες. Ο Κώστας είναι πιο λιγομίλητος, δίνοντας στη Γιώτα χώρο να εκφράσει τα συναισθήματά της. Εκπέμπει μια ηρεμία το πρόσωπό του και η αύρα του είναι τόσο θετική που νιώθει ότι μπορεί να του πει τα πάντα. Χείμαρρος η Γιώτα, αυτό το κορίτσι των χαμηλών τόνων είναι σα να βρήκε τον άνθρωπο στο σωστό timing να εκφράσει τα δυνατά καλά κρυμμένα συναισθήματά της.
Καμιά φορά δεν χρειάζονται μπαρ και ποτά. Η καλή παρέα άλλωστε δεν έχει να κάνει με το μπαρ και τη διασκέδαση. Ένα νερό και ένας καφές; Δεν έχει σημασία. Είναι η χημεία που γεννιέται σε δυο άτομα, τουλάχιστον για αρχή. Η Γιώτα έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου και δείχνει όχι μόνο ότι περνάει ωραία αλλά και ότι νιώθει όμορφα. Είναι αυτό που καμιά φορά θες να σταματήσεις τους δείκτες του ρολογιού.
Ακολουθεί τα μετρημένα λόγια του και ηρεμεί. Ο Κώστας προθυμοποιείται να τη συνοδεύσει στο σπίτι και η Γιώτα δέχεται. Όταν φτάνουν σπίτι, η Γιώτα αυθόρμητα σκύβει να τον φιλήσει, εκείνος της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και της λέει. Γιώτα μου, είσαι πολύ τρυφερός άνθρωπος. Θα ήθελα να σε ξαναδώ, αυτό είναι το τηλέφωνό μου.
Στον “κόκκινο βράχο” η διασκέδαση συνεχίζεται και οι χοροί παν και έρχονται. Ο Σπύρος έχει πιεί πολύ και το βλέμμα του δεν μπορεί να ξεκολλήσει με τίποτα από την Τόνια. Οι φίλες της έχουν αρχίσει να την πειράζουν και την παροτρύνουν να ενδώσει. Εκείνη πάλι νευριάζει λίγο, αλλά νιώθει και αυτή τη γυναικεία ικανοποίηση του “αρέσω, είμαι μια κούκλα και το ξέρω”. Οι φίλοι του Σπύρου από την άλλη τον ρωτάνε τι είναι αυτό που της είπε και έκανε μια τέτοια γυναικάρα να καταφέρει να ασχοληθεί μαζί του. Ο Σπύρος λέει στους φίλους τους ότι κανονικά χρειάζεται να απομυθοποιούμε ανθρώπους και πράγματα πολλές φορές και ότι δεν είναι όλα “βουνό” όπως τα φανταζόμαστε. Η πεποίθηση, η ενδιάμεση σκέψη ανάμεσα στο συμβάν και τη συναισθηματική αντίδραση ήταν αυτό άλλωστε που του έδωσε θάρρος -εξηγεί-.. Σκέφτηκα, “και τι έγινε αν δεν ανταποκριθεί”; θα προσπαθήσω με την επόμενη γυναίκα. Αν είχα σκεφτεί όμως “δεν θα το αντέξω, αν με απορρίψει, και ήμουνα σίγουρος ότι αυτό θα κάνει”, θα ήμουνα χαμένο χαρτί. Κάπως έτσι λοιπόν δεν αγχώνομαι, γιατί τα γεγονότα δεν καθορίζουν τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις, τις καθορίζουν οι πεποιθήσεις μας. Αυτά τα γεγονότα, αυτό το ενδιάμεσο ήταν λοιπόν αυτό που με έκανε να νιώσω με τη συγκεκριμένη. Οι φίλοι του είχαν μείνει άναυδοι με τη φιλοσοφική τοποθέτηση του Σπύρου. Όπως και να είχε, εκείνο το βράδυ στο μπαρ του Πειραιά σηματοδοτήθηκε, εκτός από τη μεγάλη νίκη του Ολυμπιακού, η γνωριμία του Σπύρου με την Τόνια και πιθανόν η αρχή της σχέσης τους.
Κάπως έτσι έκλεισε εκείνη η βραδιά για την Τόνια και τον Σπύρο. Κάπως έτσι και για την Γιώτα με τον Κώστα. Ξημέρωσε Σάββατο και η Γιώτα δούλευε στο σούπερ μάρκετ. Από το μυαλό της δεν μπορούσε να βγει λεπτό ο Κώστας, ο οποίος είχε καταφέρει μέσα σε δυο ώρες να τη κερδίσει. Ένιωθε λες και είχε το manual του εγκεφάλου της και κατάφερε σε λίγη ώρα να την κάνει να νιώσει αυτά που χρόνια της έλειπαν, ασφάλεια, εμπιστοσύνη και έρωτα; Αναρωτήθηκε… για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε αυτές τις πεταλούδες στο στομάχι. Χαμογέλασε κρυφά, όταν τη σκέψη της έκοψε η επίμονη φωνή ενός πελάτη:
– Συγγνώμη δεσποινίς, δεν ακούτε; Σας ζητάω για δεύτερη φορά σακούλα. Έχουμε και άλλες δουλειές.
Η Γιώτα αντί να νευριάσει με τον τρόπο του, χαμογέλασε τον κοίταξε και του είπε¨
– Μα φυσικά, πάρτε άλλη μια δώρο από εμένα.
Ο κύριος κούνησε το κεφάλι και σιγοψιθύρισε, – νεολαία, τα μυαλά τους στα σύννεφα, δεν λογαριάζουν τίποτα.
Η Γιώτα το βρήκε και αυτό αστείο και χαμογέλασε συμπαθητικά. Όταν είσαι ερωτευμένος τίποτα δεν μπορεί να σου χαλάσει τελικά τη διάθεση, σκέφτηκε.. Σιγά μην εκνευριζόταν για τον κύριο, την σακούλα και αυτά που λέει για τη νεολαία.
Κάπως έτσι πέρασε το Σάββατο και η Γιώτα γύρισε σπίτι να ξεκουραστεί.
Στην άλλη μεριά της πόλης, η Τόνια ξεκουραζόταν στον καναπέ της ύστερα από το ξενύχτι της Παρασκευής και το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμάται και να ξυπνάει. Είχε γυρίσει ξημερώματα άλλωστε σπίτι. Κάπως έτσι πέρασε και το Σάββατο και για την Τόνια.
Η Κυριακή ήταν μια μέρα που η Τόνια πήγαινε θέατρο πάντα μόνη της, σχεδόν ανελλιπώς. Το λάτρευε το θέατρο, το καλό ποιοτικό θέατρο. Οι φίλες της δεν το προτιμούσαν, αλλά η ίδια δεν είχε πρόβλημα να πηγαίνει και μόνη της. Αυτή την Κυριακή είχε επιλέξει να δει στο μικρό θέατρο του Ν. Κόσμου την παράσταση “Φαίδρα” του Ρακίνα.
Βγαίνοντας από το θέατρο και ανοίγοντας το κινητό της βρίσκει σε μήνυμα κλήση από τον Σπύρο. Η καρδιά της “φτερουγίζει” από ευτυχία και τον καλεί αμέσως. Στα λίγα λεπτά συνομιλίας που έχουν του λέει ότι ήταν στο θέατρο. Ο Σπύρος τής ζητάει να πάνε για καφέ. Η Τόνια κάνει δήθεν ότι λίγο προβληματίζεται, γυναικείο πονηρό μυαλό και ύστερα από μια παύση λίγων δευτερολέπτων δέχεται. Τελικά, του λέει να περάσει να την πάρει και εκείνος ανταποκρίνεται θετικά λέγοντας ότι σε 20 λεπτά το πολύ θα είναι έξω από το θέατρο. Τζέντλεμαν ο Σπύρος, φτάνει, κατεβαίνει από το αμάξι, ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και η Τόνια μπαίνει μέσα. Η ικανοποίηση και η αυτοπεποίθηση ζωγραφισμένα στο πρόσωπό της.
Ο Σπύρος δεν σταματάει να την κοιτάζει καθ΄ όλη τη διάρκεια που οδηγεί και της λέει, αν συμφωνεί να πάνε προς παραλία, Γλυφάδα. Η Τόνια γυρίζει τον κοιτάει και του λέει: Σου έχω εμπιστοσύνη. Άλλωστε πάντα ένας άντρας που συνοδεύει μια κυρία ξέρει πού θα την πάει. Ο Σπύρος της χαμογελάει και της απαντάει αστραπιαία: Είσαι ξεχωριστή γυναίκα Τόνια, δεν μου έχει ξανασυμβεί και θα κάνω τα πάντα για εσένα. Το χαμόγελο της Τόνιας δεν μπορεί να κρυφτεί, το γεμάτο ικανοποίηση χαμόγελο και τα τροπικά της μάτια μαγνήτιζαν όλο και πιο πολύ το φευγαλέο βλέμμα του Σπύρου που δεν κάνει και μεγάλη προσπάθεια να κρύψει. Ο Σπύρος και η Τόνια απόλαυσαν τον Κυριακάτικο καφέ τους στην ηλιόλουστη παραλία της Γλυφάδας στο Balux, συζήτησαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Ο Σπύρος τής είπε, επίσης, ότι τα τελευταία χρόνια εργαζόταν σε ταξιδιωτική εταιρεία στο Πειραιά.
Η ώρα της επιστροφής έφτασε. Ο Σπύρος έδειχνε να μην την χορταίνει και όταν μπήκαν στο αμάξι άρχισαν να φιλιούνται. Το πάθος και ο ερωτισμός της Τόνιας ξεδιπλώθηκαν μονομιάς. Ο Σπύρος ζήτησε να πάνε σε ένα ξενοδοχείο να περάσουν λίγες ώρες μαζί και η Τόνια δεν αρνήθηκε. Κάπως έτσι πέρασαν ένα όμορφο Κυριακάτικο απόγευμα. Ο δρόμος της επιστροφής τους βρήκε αγκαλιά καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής και σε όλα τα φανάρια μόνο η κόρνα των πίσω ήταν αυτή που τους έδινε να καταλάβουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν. Όλοι οι Ελληναράδες οδηγοί, με την κόρνα στο χέρι. Εκείνοι σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια γελούσαν μη δίνοντας σημασία. Έτσι είναι ο έρωτας. “Είσαι η γυναίκα της ζωής μου” είπε ο Σπύρος στη Τόνια κοιτώντας την στα μάτια, έρωτας με την πρώτη ματιά, εκεί μέσα στο μαγαζί του Πειραιά.
Η Τόνια ένιωθε το ίδιο έντονα αλλά σαν κάτι να την απασχολούσε, δεν μπορούσε να αντισταθεί όμως στην ειλικρινή κατάθεση ψυχή του Σπύρου και ανταπέδωσε με ένα φιλί διαρκείας γεμάτο πάθος και υποσχέσεις. Ο Σπύρος πήγε την Τόνια σπίτι και την καληνύχτισε. Μια καινούργια εβδομάδα ξεκινούσε. Μια καινούργια αρχή, ένας νέος δεσμός.
Εκείνη την Κυριακή το μεσημέρι, η Γιώτα έβλεπε μια Αγγλική αισθηματική κομεντί του 1999 που άφησε εποχή. ‘Hταν η αγαπημένη της άλλωστε “Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ”, όταν ξαφνικά χτύπησε το κινητό της.,,, Στην οθόνη το όνομα του Κώστα… τα χέρια της έτρεμαν και στη προσπάθειά της να το ανοίξει, της έπεσε. Με μια γρήγορη κίνηση το πάτησε και η απάντησή της κράτησε το τελευταίο δευτερόλεπτο τον Κώστα στη γραμμή.
– Γεια σου Γιώτα, ενοχλώ;
– Γεια σου Κώστα, φυσικά και όχι, μια ταινία βλέπω.
– Αλήθεια; Ποια;
– “Μια βραδιά στο Νότινγκ Χίλ”, παλιά, αλλά…
– …Η αγαπημένη μου πρόλαβε και τη διέκοψε ο Κώστας. Αν σου πω ότι και εγώ τώρα αυτή βλέπω;
– Για φαντάσου είπε η Γιώτα.
– Σε κάλεσα μήπως ήθελες να πηγαίναμε για έναν Κυριακάτικο καφέ στο Μικρολίμανο.
Η Γιώτα ένιωθε ότι ήθελε να φωνάξει από χαρά αλλά συγκρατήθηκε. Μη μπορώντας να κρατήσει τον ενθουσιασμό, τον αυθορμητισμό και την αλήθεια της που έβγαινε μέσα από τη χροιά της φωνής είπε ένα τρανταχτό, “μα φυσικά, ένας Κυριακάτικος καφές στο Μικρολίμανο μαζί σου το ιδανικό”!
– Ο Κώστας ήταν σχεδόν σίγουρος για το ναι που θα έλεγε και φυσικά της είπε εφόσον η ταινία τελείωνε σε 20 λεπτά πότε θα ήθελε να περάσει να την πάρει.
– Α, δεν αργώ εγώ Κώστα, σε 20 λεπτά είμαι έτοιμη.
Ο Κώστας άκουσε την αγχωμένη της φωνή και προκειμένου να την ηρεμήσει της είπε ένα αθώο ψεματάκι και καλά έκανε.
– Γιώτα, θα χρειαστεί να βοηθήσω κάνα μισάωρο τη μητέρα μου σε μια δουλειά, οπότε υπολόγισε περίπου σε 1 ώρα. Άλλωστε το Μικρολίμανο δεν είναι μακριά. Η ώρα είναι 16:00, περίπου 17:15 θα είμαι σπίτι σου.
– Εντάξει είπε η Γιώτα, και κλείνοντας το τηλέφωνο, έτρεξε να ετοιμαστεί και να πει στη μητέρα της ότι θα πάει μια βόλτα με τον Κώστα. Της είχε αναφέρει προ ημερών χωρίς λεπτομέρειες για τη γνωριμία τους. Έβαλε ένα μακρύ λουλουδένιο φόρεμα, ένα φόρεμα που δεν φόρεσε τον τελευταίο χρόνο καθόλου. Το φόρεμα διέγραφε το καλλίγραμμο κορμί της και τις υπέροχες καμπύλες της. Η ψυχή της, όμως, ήταν αυτή που καθρέφτιζε τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική της ομορφιά. Ένιωθε τον έρωτα να της χτυπάει -επιτέλους- την πόρτα.
Η ώρα πέρασε και ο Κώστας είχε ήδη ενημερώσει την Γιώτα ότι ξεκίνησε. Η Γιώτα ήταν έτοιμη! Μεταξύ μας; έτοιμη από καιρό που λένε…
Φτάνοντας, την καλεί αλλά η Γιώτα έχει ήδη βγει από την πόρτα του σπιτιού. Το χαμόγελό της καθρέφτιζε την αγνότητα της ψυχής της και ο ευγενέστατος Κώστας μονολόγησε, “εγώ εσένα δεν σε χάνω “..
Μέσα στο αμάξι μιλήσανε για διάφορα θέματα, όταν το ράδιο έβαλε το αγαπημένο τραγούδι του Κώστα “Στιγμές που δεν σ έχω”. Ο Κώστας ανέβασε την ένταση τραγουδώντας και κοιτώντας επίμονα τη Γιώτα στα μάτια… “μου πες θυμάμαι αγαπάς τους αλήτες και θέλεις κοντά μου να ζεις, η ώρα περνάει η ανάγκη πονάει και ακόμα στην πόρτα να μπεις. Πες μου σε θέλω και εγώ σα σκιά περνάω τον τοίχο θα δεις, δώστα μου όλα για να έχω να αντέχω στιγμές που δεν σ έχω και αργείς”. Κάπως έτσι έδειχνε να γεννιέται ένας έρωτας.
Στο Μικρολίμανο λόγω της ηλιόλουστης μέρας επικρατούσε ένα χάος από κόσμο. Ο Κώστας βρήκε λίγο μακριά να παρκάρει, αλλά η μέρα ήταν τόσο όμορφη που το περπάτημα ενδείκνυται. Φτάνοντας στον ιστιοπλοϊκό, η θέα και το μαγαζί τούς αποζημιώνει. Εκεί στο τέλος του δρόμου, στο Μικρολίμανο, στο υπέροχο αυτό καφέ δίνουν και το πρώτο τους φιλί. Περνούν ένα υπέροχο απόγευμα Κυριακής συζητώντας διάφορα για τη ζωή τους. Ο Κώστας δεν την αφήνει από την αγκαλιά του και η Γιώτα όμως δεν θέλει να ξεκολλήσει από πάνω του. H ώρα περνάει γρήγορα. Άλλωστε έτσι γίνεται συνήθως και είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο, η αντίληψή μας είναι αυτή που αλλάζει και όταν περνάμε καλά η ώρα κυλάει σα νεράκι.
Καθώς κινούνται προς το αμάξι και λίγο πριν βγουν στον κεντρικό δρόμο περνώντας κάθετα από ένα στενό για να κόψουν δρόμο, μια παρέα με 3 νεαρούς ηλικίας περίπου 24-25 ακούνε τη συζήτηση που έχει ο Κώστας με την Γιώτα για τον σταθμό που δουλεύει και αναφέροντας για την εκπομπή του “στο πράσινο” αντιλαμβάνονται ότι ο Κώστας είναι Παναθηναϊκός. Ένας νεαρός μάλιστα τον αναγνωρίζει από κάποιες συνεντεύξεις που έχει δώσει στην τηλεόραση. Του επιτίθενται λεκτικά αρχικά. Ο Κώστας προσπαθεί να μείνει ψύχραιμος. Οι νεαροί δείχνουν να έχουν πολύ θυμό μέσα τους. Τον περικυκλώνουν αρχίζοντας να τον γρονθοκοπούν, βρίζοντας τους Παναθηναϊκούς και την ομάδα. Ο Κώστας αντιλαμβανόμενος το γεγονός και έχοντας το νου του στη Γιώτα τής λέει να τρέξει στον κεντρικό και το μόνο που καταφέρνει να κάνει είναι να βάλει τα χέρια του στο κεφάλι. Τα αγόρια βγάζουν μια μανία και έναν θυμό. Όταν τα μάτια εκ του ενός διασταυρώνονται με του Κώστα, παρά την ένταση που τους διακατέχει, αντιλαμβάνεται ότι είναι σα να το κάνει αναγκαστικά ο συγκεκριμένος, παρασυρόμενος από τους υπολοίπους.
Η Γιώτα όχι μόνο δεν τρέχει αλλά προσπαθεί -μάταια βέβαια- να βοηθήσει τον Κώστα καλώντας ταυτόχρονα και σε βοήθεια. Το ένα από τα αγόρια αρχίζει και τρέχει και οι άλλοι του φωνάζουν και τον βρίζουν. Φαίνεται σα να βρίσκεται σε πανικό και οι άλλοι του φωνάζουν να γυρίσει πίσω αλλιώς να μην τον ξαναδούν μπροστά τους.
Για καλή τύχη του Κώστα η φυγή του ενός αναγκάζει και τους άλλους να τον κυνηγήσουν ακούγοντάς τον να τους λέει, “δεν σας θέλω άλλο, μού έχετε καταστρέψει τη ζωή”.
Η Γιώτα είναι σε κατάσταση σοκ, παρόλα αυτά βοηθάει τον Κώστα να σηκωθεί. Ευτυχώς το ότι πρόλαβε να καλύψει το κεφάλι του τον έσωσε, μιας και τα χτυπήματα δεν του προκάλεσαν τραύματα. Κάποιες μελανιές έντονες στα χέρια, αν και φαινόντουσαν επιφανειακές. Στο γόνατό του ένας πόνος αλλά από ό,τι φαίνεται όχι και τόσο σοβαρός. Η Γιώτα τον παρακάλεσε να τον πάει σε νοσοκομείο αλλά ο Κώστας δεν το θεώρησε απαραίτητο.
Ο Κώστας δικαιολόγησε το νεαρό της ηλικίας τους και συζήτησαν λίγο για τον νεαρό από την παρέα που τράπηκε σε φυγή κατά αυτό τον τρόπο. Ο Κώστας είχε χαραγμένο στη μνήμη του το απελπισμένο βλέμμα του. Όπως και να έχει, δεν έδωσαν συνέχεια και συμφώνησαν με την Γιώτα να μην αναφέρουν το γεγονός πουθενά.
Στην επιστροφή οδήγησε η Γιώτα που αν και φανερά ταραγμένη του είπε ότι δεν θα εγκατέλειπε ποτέ κάποιον σε μια τέτοια κατάσταση, για να τρέξει να σωθεί. Ο Κώστας γύρισε και είπε αυτό που μονολόγησε όταν το μεσημέρι πέρασε να την πάρει από το σπίτι: “Εγώ εσένα δε σε χάνω”. Φιλήθηκαν και αγκαλιάστηκαν.
Μια καινούργια εβδομάδα ξεκίνησε. Τέλος καλά όλα καλά, είπε ο Κώστας στη Γιώτα. Εμείς οι δυο μωρό μόλις ξεκινήσαμε, εγώ εσένα μπορεί να μη σε κάνω Παναθηναϊκό αλλά σίγουρα θα σε κάνω ευτυχισμένη της είπε, προσπαθώντας να την κάνει να γελάσει και ταυτόχρονα να ηρεμήσει ύστερα από το σημερινό περιστατικό. Η Γιώτα χαμογέλασε αρκετά ανακουφισμένη, τον αγκάλιασε και κατέβηκε από το αμάξι. Καληνυχτίστηκαν και είπαν ότι θα τα πούνε αύριο τηλεφωνικώς.
Μια καινούργια εβδομάδα ξεκινούσε για όλους. Ο Σπύρος στο ταξιδιωτικό γραφείο, η Τόνια στο δικηγορικό, ο Κώστας στο ραδιοφωνικό σταθμό, και η Γιώτα στο σούπερ-μάρκετ.
Η Τόνια είχε αρκετή πίεση αυτή την εβδομάδα λόγω κάποιων συνεχόμενων δικαστηρίων. Όλες τις δουλειές, αρχειοθέτηση, γραμματειακή υποστήριξη και φυσικά η παρουσία της σε όλα τα δικαστήρια ήταν απαραίτητη. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα, ο Ρομπέρτο αν και παντρεμένος διατηρούσε κρυφή ερωτική σχέση με την Τόνια. Η γυναίκα του Ρομπέρτο Ιταλίδα έμενε στη Ρώμη και ο ίδιος προφασιζόταν πάντα τη δουλειά για το διάστημα που χρειαζόταν να βρίσκεται στην Ελλάδα. Φρόντιζε άλλωστε να αναλαμβάνει μόνο μεγάλες υποθέσεις που είχαν το περισσότερο χρήμα για να μπορεί να συνδυάζει δουλειά, εύκολο και γρήγορο χρήμα, και φυσικά μια εξωσυζυγική σχέση.
Όταν επέστρεφε στην Ιταλία μια κανονική οικογενειακή ζωή με την σύζυγό του έρρεε και όλα φαινόντουσαν μια χαρά. Ο Ρομπέρτο διατηρούσε πολύ έντονη ερωτική ζωή με την Τόνια και η ίδια έδειχνε να είναι ικανοποιημένη. Η αμοιβή της άλλωστε ήταν πολύ ικανοποιητική και δεν ήθελε, παρόλο το άγχος που είχε, να χάσει μια πενθήμερη δουλειά με τόσα λεφτά.
Το ερωτικό ήταν κάτι που την κάλυπτε πολύ μαζί του, αν και συναισθηματικά ένιωθε μεγάλο κενό και προβληματισμό.
Εκείνη τη Δευτέρα στο γραφείο και ύστερα από μια πολύ έντονη δίκη που είχαν το πρωί και φυσικά κέρδισαν, γύρισαν εξουθενωμένοι. Ο Ρομπέρτο κλείδωσε και άρχισε να την φιλάει παθιασμένα. Η Τόνια ενέδωσε και ένα αισθησιακό ερωτικό παιχνίδι ξεκίνησε για άλλη μια φορά. Το επίμονο χτύπημα του κινητού της δεν μπορούσε να διακόψει το ερωτικό τους πάθος.
Ο Ρομπέρτο, ύστερα από την ερωτική τους πράξη, άναψε ένα πούρο όπως συνήθιζε και έβαλε δυο ποτήρια με ουίσκι. Χαλαρώνοντας, και έχοντας την αγκαλιά στον δερμάτινο καναπέ του υπερπολυτελούς γραφείου της είπε:
– Μωρό μου, σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να κάνεις μια καλή επένδυση και να αυξήσεις τα χρήματά σου στο μέλλον.
– Τι είδους επένδυση;
– Η καλύτερη επένδυση είναι το ακίνητο. Η αξία της συγκεκριμένης επένδυσης θα σου αυξήσει τα χρήματα που ήδη έχεις. Στην ουσία, θα αυξήσεις τα χρήματά σου βάζοντάς τα να δουλέψουν για εσένα. Τα έχω σκεφτεί όλα αγάπη μου, σου έχω και έτοιμο ακίνητο για αγορά.
Την συζήτηση διέκοψε το κινητό της Τόνιας που για κακή της τύχη είδε ο Ρομπέρτο.
– Σπύρος…. μάλιστα… Τόνια, σήκωσε το τηλέφωνο.
– Δεν πειράζει, θα καλέσω αργότερα.
– Δυο κλήσεις, θα είναι επείγον. Κάλεσε Τόνια.
– Σου είπα, θα καλέσω αργότερα.
– Έχεις μήνυμα Τόνια, ο Σπύρος θα είναι. Θες να το διαβάσουμε μαζί;
– Ρομπέρτο σταμάτα σε παρακαλώ. Πες μου για την επένδυση.
– Τόνια, έχεις γκόμενο; Δεν σε καλύπτω εγώ; Καταλαβαίνω βέβαια ότι είμαι παντρεμένος και ίσως και εσύ θες να φτιάξεις τη ζωή σου. Εγώ όμως όπως βλέπεις ενδιαφέρομαι και για την οικονομική σου άνεση. Περνάμε καλά μαζί και θέλω, αν έχεις παράπονο, να μου το πεις. Μη με αφήσεις σε παρακαλώ, είμαι δυστυχισμένος στο γάμο μου.
– Χώρισε τότε να φτιάξουμε μαζί τη ζωή μας αγάπη μου.
– Αγάπη μου, το παιδί θα πληγωθεί. Η κόρη μου το ξέρεις είναι ακόμα 8 ετών. Θέλω να κάνεις λίγα χρόνια υπομονή να μεγαλώσει και όλα θα τα φτιάξουμε. Με τη γυναίκα μου ξέρεις δεν έχω καμία ερωτική επαφή. Εσύ είσαι η αγάπη της ζωής μου, εκτός και αν με βαρέθηκες και βρήκες αντικαταστάτη.
– Δεν υπάρχει αντικαταστάτης Ρομπέρτο και το ξέρεις πολύ καλά.
– Θες να διαβάσουμε το μήνυμα μαζί που έλαβες;
– Νομίζω γίνεσαι υπερβολικός και καχύποπτος.
– Έλα Τόνια, δεν έχεις να κρύψεις κάτι, έλα να το διαβάσουμε μαζί. Από τον …Σπύρο δεν είναι;
– Ορίστε λοιπόν….
“Συγγνώμη αν ενόχλησα, κάλεσέ με όταν μπορέσεις, πήρα να σε ακούσω”…
– Αυτά είναι, μπράβο στο Σπύρο, κύριος. Μυρίζομαι νέους καψούρικους έρωτες. Πού τον ψώνισες ;Σε κάνα βραδινό μπαράκι που πηγαίνεις με τις φίλες σου;
– Δεν τον ψώνισα πουθενά, τι είναι αυτά που λες.
– Μπα, τι έγινε κυρία Καρνέζη Τόνια, είστε τσιμπημένη με τον νέο σας έρωτα τον Σπύρο;
– Ρομπερτο σταμάτα.
– Γιατί να σταματήσω; Δεν σου αρέσουν οι αλήθειες; Άκου Τόνια μωρό μου, η ζωή είναι μικρή. Εσύ είσαι γεννημένη βασίλισσα. Μην μπλέκεις σε ιστορίες που δεν σου αξίζουν. Άκουσε με και δεν θα χάσεις.
Ο Ρομπέρτο τής έκανε ένα πλάνο σχετικά με το ακίνητο και ένα σχεδιάγραμμα με το πώς να κινηθεί για το οικονομικό λέγοντας ότι έτσι θα εξασφαλιστεί οικονομικά για το υπόλοιπο της ζωή της. Μίλησαν αρκετή ώρα και μετά συνευρέθηκαν πάλι ερωτικά εκεί στον δερμάτινο καναπέ. Κάπως έτσι κύλησε η Δευτέρα για την Τόνια.
Αρκετά προβληματισμένη αλλά πιθανόν και πεπεισμένη για την οικονομική κίνηση που συζήτησε με τον Ρομπέρτο έφυγε από το γραφείο καλώντας τον Σπύρο στην επιστροφή για στο σπίτι.
Ο Σπύρος σήκωσε αμέσως το τηλέφωνο.
– Τόνια; Επιτέλους, ανησύχησα. Είσαι καλά;
– Γεια σου Σπύρο, ναι όλα καλά. Είχα μια πολύ κουραστική μέρα.
– Καταλαβαίνω. Συγγνώμη αν ενόχλησα. Ήθελα να σε ακούσω γι αυτό και κάλεσα δυο φορές. Μετά ανησύχησα και είπα να στείλω και ένα μήνυμα. Θα ήθελες να περάσω να πάμε για καφέ; Σε σκέφτομαι συνέχεια. Εχθές ήταν τόσο όμορφα.
– Ξέρεις Σπύρο είχα μια πολύ κουραστική μέρα και θέλω να πάω να χαλαρώσω.
– Αγάπη μου, θα σε χαλαρώσω εγώ.
– Καλύτερα να τα πούμε κάποια άλλη μέρα μέσα στην εβδομάδα.
– Είσαι σίγουρα καλά;
– Ναι, απλά πολύ κουρασμένη, σε αφήνω γιατί μου χτυπάει άλλη γραμμή.
Κλείνοντας το τηλέφωνο η Τόνια σταμάτησε δεξιά το αμάξι και άρχισε να κλαίει. Συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα του Ρομπέρτο και από την άλλη, ίσως δεν θα έπρεπε να προχωρήσει με τον Σπύρο. Σκέφτηκε και το θέμα του ακινήτου και αποφάσισε πως ο Ρομπέρτο πάντα είναι καλά ψαγμένος με αυτά τα επαγγελματικά και καλό θα ήταν να τον εμπιστευτεί. Όσο για το ερωτικό ήταν λίγο περίπλοκο αλλά ένιωθε ότι και αυτό θα φτιάξει μιας και με τη γυναίκα του ούτε ερωτικές επαφές είχε και ήταν θέμα χρόνου να χωρίσει. Μια δύσκολη Δευτέρα για την Τόνια πέρασε.
Στην άλλη μεριά της πόλης η Γιώτα με τον Κώστα είχαν ήδη κανονίσει να βρεθούν μετά την δουλειά την Τρίτη.
Θα περνούσε να την πάρει μετά τη δουλειά. Η Γιώτα σχόλαγε στις 4 το μεσημέρι.
Φτάνοντας, πάρκαρε σχεδόν απέξω. Παρατήρησε αρκετό συνωστισμό και κατεβαίνοντας από το αμάξι είδε ένα περιπολικό και κόσμο γύρω από ένα από τα ταμεία. Φωνές έντονες και διαπληκτισμοί. Στάθηκε λίγο πιο πέρα και διέκρινε από μακριά την Γιώτα. Μια Γιώτα αναστατωμένη χειρότερη και από την πρώτη φόρα που την είδε στην Λ. Αλεξάνδρας. Καθώς πλησίαζε ο Κώστας και ακούγοντας τη συζήτηση που είχαν, ένας αστυνομικός και ένας κύριος καλοντυμένος με γραβάτα, αντιλήφθηκε ότι κάποιο προσωπικό θέμα της Γιώτας ήταν το οποίο πήρε διαστάσεις. Ο κόσμος που περίμενε στο ταμείο φευγαλέα άκουγε και συζητούσε ψιθυριστά.
Ο κύριος με τη γραβάτα, ο αστυνομικός και η Γιώτα όρθιοι, ενώ ο Κώστας σχεδόν 5 βήματα πιο πέρα ακούει πλέον όλη τη συζήτηση και αντιλαμβάνεται ότι θα γίνει αναγκαστική κατάσχεση για κάποιο θέμα που αφορά το σπίτι της Γιώτας και εκκρεμεί κάποιο χρέος. Πριν περίπου ένα χρόνο και λόγω του ότι αρνήθηκε τότε να παραλάβει η μητέρα της στο σπίτι το χαρτί (το οποίο και τοιχοκολλήθηκε ως έγκυρη διεύθυνση) πέρασε πάνω από χρόνος χωρίς να γίνει κάποια ρύθμιση. Έτσι χρειαζόντουσαν να γίνουν οι περαιτέρω διαδικασίες, κατάσχεση και άμεση πληρωμή. Ο Κώστας πλησίασε και αστραπιαία σκέφτηκε κάτι για να …σώσει την Γιώτα.
– Καλησπέρα σας.
Ο κύριος με την γραβάτα νομίζοντας ότι είναι πελάτης τον κατεύθυνε στο διπλανό ταμείο λέγοντάς του:
– Παρακαλώ περάστε στο διπλανό ταμείο, αυτό μόλις έκλεισε.
Η Γιώτα κοιτώντας τον με τα μεγάλα δακρυσμένα καστανά της μάτια και κατακόκκινη όπως ήταν από την σύγχυση έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της από την ντροπή. Δεν της έφτανε το ρεζιλίκι μπροστά στους πελάτες, και όλη αυτή η κατάσταση, ρεζιλεύτηκε και στον Κώστα.
– Συγγνώμη, είμαι φίλος της κ.Γιώτας Μαρκοπούλου, ονομάζομαι Κώστας Νικολόπουλος και θα ήθελα να με ενημερώσετε για το χρέος προκειμένου να σας το πληρώσω.
Η Γιώτα δεν πίστευε αυτά που άκουγε και πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, ο Κώστας με την ευγένεια και την ηρεμία του είχε ήδη πείσει κατά το ήμισυ τον αστυνομικό και τον κύριο με την γραβάτα έστω για περαιτέρω συζήτηση.
– Είμαι ο κύριος Πολυχρονίου Γιώργος, προϊστάμενος καταστήματος. Περάστε παρακαλώ στο γραφείο μου μαζί με τον αστυνομικό. Κυρία Μαρκοπούλου ακολουθήστε μας.
Στη συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ του αστυνομικού, του προϊστάμενου κ. Πολυχρονίου, του Κώστα και της Γιώτας με τον άψογο και διπλωματικό χειρισμό του ο Κώστας κατάφερε όχι μόνο να διεκπεραιώσει το θέμα της Γιώτας αλλά να πείσει και τον προϊστάμενο της να μην την απολύσει από τη δουλειά. Ο αστυνομικός, ύστερα από τη γραφειοκρατική διαδικασία που έγινε και που υπέγραψε ο ίδιος ο Κώστας αντί της Γιώτας, έφυγε. Ο Κώστας έμεινε πίσω και είπε:
– Κ. Πολυχρονίου οφείλω να ομολογήσω ότι η διακριτικότητά σας και η εμπειρία σας είναι άξιες σεβασμού. Άλλωστε δεν βρίσκεστε τυχαία και σε αυτή τη θέση. Φαντάζομαι όπως με τη Γιώτα, την κυρία Μαρκοπούλου μπορεί να μην τη γνωρίζετε χρόνια μιας και το συγκεκριμένο κατάστημα δεν είναι πολύς καιρός που άλλαξε προϊστάμενο, αλλά ξέρετε με τι άνθρωπο έχετε να κάνετε.
– κ. Νικολόπουλε, σας ευχαριστώ. Θα πω ότι και η δική σας στάση ήταν πολύ λογική και η ευγένειά σας ήταν αυτή που κράτησε και το επίπεδο. Μπράβο Γιώτα για τον εξαιρετικό φίλο που έχεις. Φρόντισε να μην χάσεις τέτοιους αξιόλογους ανθρώπους από δίπλα σου. Σήμερα, παραλίγο να χάσεις τη δουλειά σου.
Ο Κώστας ευχαρίστησε τον προϊστάμενό της, πήρε τη Γιώτα και έφυγαν.
Η ροή στο κατάστημα κυλούσε ομαλά, τα άτομα στα ταμεία δούλευαν κανονικά, λίγα ψιθυριστά λόγια αλλά όλα αυτά ξεχνιούνται. Άλλωστε το πιο σημαντικό ήταν που ξεκαθάρισε και έληξε η κατάσταση.
Βγαίνοντας από το κατάστημα η Γιώτα έπεσε στην αγκαλιά του Κώστα ξεσπώντας σε λυγμούς. Ο Κώστας την κράταγε στην αγκαλιά του σφιχτά και την φιλούσε.
– Μην ανησυχείς αγάπη μου, εγώ είμαι εδώ για εσένα. Δεν βρεθήκαμε τυχαία εμείς οι δυο.
– Κώστα, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω, ντρέπομαι τόσο πολύ. Θέλω να στα εξηγήσω και να στα πω όλα.
– Ηρέμησε μωρό μου, της είπε ο Κώστας και η ήρεμη ματιά του έκανε την Γιώτα να ανακουφιστεί, όπως εκείνη την ημέρα στη Πανόρμου.
– Τι σου είπα βρε εγώ εσένα; Παναθηναϊκό μπορεί να μη σε κάνω, αλλά όχι μόνο δεν σε χάνω εγώ εσένα, θα σε κάνω και ευτυχισμένη.
Η Γιώτα πέρασε ένα όμορφο απόγευμα σε ένα παραλιακό μαγαζί, που επέλεξε ο Κώστας να την πάει, αφού ήξερε ότι λατρεύει τη θάλασσα, κάπου στη Γλυφάδα. Στην επιστροφή η Γιώτα τον ευχαρίστησε για ακόμα μια φορά γιατί με αυτή του την κίνηση την έσωσε από μια οικονομική αναμπουμπούλα που προσπαθούσε να διορθώσει τα τελευταία χρόνια.
Όταν επέστρεψε σπίτι η Γιώτα δεν ήθελε να ταράξει με όλα αυτά τη μητέρα της και ιδιαίτερα με τη δουλειά αλλά της είπε τι συνέβη με τον Κώστα και πώς βοήθησε την κατάσταση. Η κυρία Καίτη είπε στη κόρη της να τον φέρει από το σπίτι να του κάνουν το τραπέζι και να τον γνωρίσει. Είδε στα μάτια της κόρης της την ευτυχία ζωγραφισμένη και ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση για το παιδί της. Ήξερε πολύ καλά το παιδί της και το τι έχει τραβήξει και φυσικά σαν γονιός η ευχή της ήταν να δει το παιδί της ευτυχισμένο.
Η Γιώτα κάλεσε τον Κώστα σπίτι για φαγητό μια από τις επόμενες μέρες. Πέμπτη ήταν η ιδανική μέρα για τη Γιώτα γιατί είχε ρεπό. Έτσι λοιπόν η κ. Καίτη, η Γιώτα και ο Κώστας πέρασαν ένα πολύ όμορφο μεσημέρι, στο ναι μεν μικρό, αλλά πολύ αξιοπρεπές και φιλόξενο σπίτι στα Καμίνια. Ένα σπίτι χρόνων που από τότε που έχασε η Γιώτα τον πατέρα της είχε να κάνει με ένα χρέος του σπιτιού, αυτό που πάλευε χρόνια να τακτοποιήσει.
Η μητέρα της Γιώτας ενθουσιάστηκε με την ευγένεια του Κώστα και ένιωσε πως και αύριο να πέθαινε θα είχε δει επιτέλους τακτοποιημένο και ευτυχισμένο το παιδί της. Αυτό που θέλει δηλαδή ο κάθε γονιός. Και ο Κώστας όμως καλά είχε καταλάβει. Η Γιώτα, μια εξαιρετική ψυχή, βασανισμένη και ταλαιπωρημένη, αλλά με πολύ αγάπη μέσα της, γιατί πρέπει να σου περισσεύει για να αγαπάς και της Γιώτας της περίσσευε πολύ και όπως φαίνεται δεν θα πήγαινε χαμένη ούτε η ίδια, ούτε η αγάπη της.
Και ο Κώστας, παιδί μάλαμα, γιατί όλα από την οικογένεια ξεκινάνε, από τα παιδικά μας βιώματα και ό,τι εισπράξαμε, δίνουμε.
Το απόγευμα ο Κώστας έμεινε και απόλαυσε τον καφέ του μαζί με γλυκό του κουταλιού, που η κ. Καίτη είχε φτιάξει. Κυδώνι, το αγαπημένο του. Η σχέση του Κώστα και της Γιώτας μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα πέρασε από χίλια κύματα, ήταν σα να έπρεπε να γίνουν όλα αυτά για να τους ενώσουν με γερές βάσεις. Άλλωστε, στη ζωή λίγα πράγματα μας κάνουν ευτυχισμένους, όλα τα άλλα μας μεγαλώνουν. Καλό, λοιπόν, είναι να βρούμε αυτά τα λίγα.
Κάπως έτσι έφτασε η Παρασκευή για τον Κώστα, την Γιώτα, τον Σπύρο και την Τόνια. Έντονη και καθοριστική εβδομάδα για όλους.
Παρασκευή απόγευμα, λοιπόν, και η Τόνια δεν έχει καταφέρει να δει τον Σπύρο όλη την εβδομάδα. Ωστόσο, έχουν μιλήσει στο τηλέφωνο. Έχει ισχυριστεί κάποιες δικαιολογίες περί της δουλειάς. Ο Σπύρος δεν είναι καχύποπτος και πιστεύει γενικά τα όσα του λέει η Τόνια. Άλλωστε είναι πολύ ερωτευμένος μαζί της και δεν θέλει να την χάσει με τίποτα.
Με τον Ρομπέρτο έχει πειστεί για το θέμα του ακινήτου και προχωράει στην αγορά. Γραφειοκρατική η διαδικασία πλέον μιας και ο Ρομπέρτο την έχει ήδη καθοδηγήσει και της έχει δώσει τα χαρτιά, σχεδόν έτοιμα. Στου Ζωγράφου κοντά στην Πανεπιστημιούπολη ένα δυάρι και μια γκαρσονιέρα. Πολύ καλή επένδυση. Μια περιοχή πολύ κοντά από το κέντρο, 6 λεπτά με τα πόδια από το Μέγαρο Μουσικής. Φοιτητόκοσμος και μια περιοχή που συνεχώς αναπτύσσεται.
Η ερωτική τους σχέση συνεχίζεται κανονικά και ο Ρομπέρτο δείχνει να τη θέλει πολύ. Και η Τόνια όμως περνάει καλά μαζί του. Εκείνη την Παρασκευή είχε κλειστό το κινητό καθ΄ όλη τη διάρκεια που ήταν στο γραφείο με τον Ρομπέρτο. Ο Ρομπέρτο την επόμενη εβδομάδα θα έπρεπε να φύγει για Ιταλία και θα ξαναγύριζε Ελλάδα σε 1 μήνα περίπου, γιατί χρειαζόταν να λύσει κάποια οικογενειακά θέματα.
Άλλωστε για τους επόμενους 2 μήνες δεν είχαν κάποιο άλλο δικαστήριο. Της είπε, όμως, πως θα επέστρεφε για εκείνη το συντομότερο δυνατόν. Μάλιστα, της πρότεινε να πάνε και εκδρομή σε κάποιο νησί ή όπου εκείνη ήθελε και πως θα είχε χρόνο να το σκεφτεί για να το κανονίσουνε.
Βγαίνοντας η Τόνια από το γραφείο άνοιξε αμέσως το κινητό. Βρήκε σε μήνυμα μια κλήση από τον Σπύρο. Κατεβαίνοντας τις σκάλες τον πήρε αμέσως τηλέφωνο.
– Έλα μωρό μου, της είπε αμέσως εκείνος.
– Έλα Σπύρο μου τώρα έφυγα από το γραφείο.
– Ναι αγάπη μου καταλαβαίνω, αυτή η δουλειά που κάνεις έχει πολλή πίεση και υποχρεώσεις. Ευτυχώς για εσένα Παρασκευή σήμερα.
– Ναι Σπύρο, πολλή πίεση… είπε η Τόνια.
– Θες να βρεθούμε ;
– Κοίτα Σπύρο, θες να το κανονίσουμε για αύριο;
– Φυσικά αγάπη μου, θα θες να ξεκουραστείς και εσύ. Τέτοια ώρα που φεύγεις από το γραφείο. Και εγώ τώρα φτάνω σπίτι.
– Εντάξει γλυκέ μου, είπε η Τόνια, μόλις μπήκα στο αμάξι θα τα πούμε και αργότερα.
Μπαίνοντας στο αμάξι κοίταξε για λίγο τον εαυτό της στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε ” Τι κάνω; Α ρε Σπύρο… ουφφφ… τέλος πάντων… ας τελειώσω και με αυτό το ακίνητο και ίσως με τον Ρομπέρτο…… Έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε προς το σπίτι.
Στην άλλη μεριά της πόλης, η Γιώτα μόλις έχει σχολάσει από το σούπερ μάρκετ και χτυπάει το τηλέφωνό της ακριβώς στο ίδιο σημείο που την είχε ξανακαλέσει ο Κώστας. Τέτοια χημεία, τέτοιο timimg ανέλπιστα όλα αυτά για τη Γιώτα, όπως φαίνεται και για τον Κώστα. Όλα τα γεγονότα που τους ένωσαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, πραγματικά σαν θαύμα για τη Γιώτα.
Και ο Κώστας όμως, ενώ είναι δημόσιο πρόσωπο νιώθει ότι δεν έχει κάποιον να συναναστραφεί, νιώθει ότι περισσεύει, νιώθει την ανάγκη της και ότι τον καλύπτει σε όλα αυτά .
– Έλα αγάπη μου, τι κάνεις Γιώτα μου;
– Μόλις βγήκα από τη δουλειά, μωρό μου, απαντάει η Γιώτα.
Ύστερα από αρκετή ώρα συνομιλίας κανονίζουνε να βρεθούνε αύριο Σάββατο και να πάνε προς παραλία.
Σάββατο, λοιπόν, και ο Σπύρος μιλάει με την Τόνια και κανονίζουνε να πάνε Γλυφάδα. Το ίδιο και ο Κώστας με την Γιώτα. Την ώρα που ανεβαίνει ο Σπύρος για να βρει την Τόνια, κατεβαίνει ο Κώστας να βρει τη Γιώτα. Ο Κώστας κατεβαίνει στα Καμίνια. Η Γιώτα έχει καθυστερήσει να κατέβει 20 λεπτά περίπου, σε σημείο που ο Κώστας είναι έτοιμος να την καλέσει.
– Συγγνώμη Κωστή μου, έπρεπε να βοηθήσω την μητέρα μου και…
Ο Κώστας της χαιδεύει τα μαλλιά, την αγκαλιάζει και εκείνη νιώθει για άλλη μια φορά ανακουφισμένη κοιτώντας τον στα ήρεμα μάτια του. Και ο Σπύρος και ο Κώστας πρόσεχαν τα κορίτσια τους.
Κατευθυνόμενοι προς Γλυφάδα και με διαφορά 10 λεπτών φτάνουν πρώτοι ο Σπύρος με την Τόνια σε ένα παραλιακό μαγαζί για φαγητό “Τα ψαράκια”. Εντελώς τυχαία είναι το ίδιο μαγαζί που έχουν επιλέξει και ο Κώστας με την Γιώτα.
Τα κορίτσια γνωρίζονται από τα σχολικά τους χρόνια. Η Γιώτα γνωρίζει τον Σπύρο, γιατί και οι δυο είναι Πειραιώτες. Άλλωστε η Γιώτα τον είχε παρατηρήσει τότε στον “Κόκκινο βράχο” , τότε που ίδια είχε περάσει απαρατήρητη. Τώρα, όμως, όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Η Γιώτα ήταν με τον Κώστα και η Τόνια με τον Σπύρο. Τα τραπέζια που καθόντουσαν ήταν με πλάτη τα δυο αγόρια και τα κορίτσια από την απέναντι μεριά.
Η Γιώτα, κάποια στιγμή, αναγνωρίζει την Τόνια από την φωνή της. Κάνει λίγο δεξιά το κεφάλι για να σιγουρευτεί, σηκώνεται όρθια και πηγαίνει προς το τραπέζι της.
– Τόνια; Η Γιώτα είμαι. Τι κάνεις ;
Μια στιγμή αμηχανίας και η Τόνια ύστερα από κλάσματα δευτερολέπτου θυμάται τη Γιώτα, την αντίπαλό της.
– Γιώτα, μα τι σύμπτωση;
– Θέλετε να ενώσουμε τα τραπέζια να κάτσουμε όλοι μαζί; Λέει η Γιώτα, παίρνοντας από μόνη της την πρωτοβουλία.
– Φυσικά, λέει ο Σπύρος και με μια γρήγορη ματιά έχει τσεκάρει και τον Κώστα .
Έτσι λοιπόν τα 2 ζευγάρια ενώνουν τα τραπέζια τους και γίνονται μια παρέα.
– Λοιπόν, λέει η Γιώτα, Κώστα να σου γνωρίσω τον Σπύρο, ο οποίος είναι και γείτονας μου.
– Σπύρος Καπλάνης.
– Χάρηκα, Κώστας Νικολόπουλος.
– Και από εδώ η Τόνια λέει η Γιώτα. Με την Τόνια παίζαμε βόλεϊ, και ήμασταν για χρόνια αντίπαλες. Η Τόνια στο κάρφωμα , η Γιώτα στην υποδοχή στο σερβίς.
– Τόνια Καρνέζη.
– Εμένα με γνωρίζετε όλοι, Γιώτα Μαρκοπούλου, λέει χαριτολογώντας η Γιώτα και όλοι την κοιτάνε με αυτό το συμπαθητικό ύφος.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια που συζητούν τα κορίτσια, η Τόνια νιώθει νοσταλγία. Η Γιώτα πάλι είχε ταυτιστεί με τις νίκες και τις ήττες. Θαύμαζε, επίσης, την οξυδέρκεια της Τόνιας και ένιωθε ότι αυτή η συνάντηση θα τους έβγαινε σε καλό.
Τα αγόρια παρατηρούσαν διακριτικά τα δυο κορίτσια που συζητούσαν και αντάλλασσαν και εκείνοι κάποιες κουβέντες. Η παρέα των τεσσάρων έδειχνε να κουμπώνει πολύ όμορφα και με την ξεγνοιασιά και τον αυθορμητισμό της Γιώτας λυνόντουσαν όλοι περισσότερο. Όταν η Γιώτα άρχισε να λέει για την τότε αντιπαλότητα τους στο βόλεϊ Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός, ο Κώστας πολύ ευγενικά την διέκοψε και είπε.
– Δηλαδή, εδώ είμαστε 2 ζευγάρια με αντίπαλες ομάδες και ανάμεσα μας. Εγώ Παναθηναϊκός, η Γιώτα Ολυμπιακός. Ο Σπύρος Ολυμπιακός η Τόνια Παναθηναικός.
Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, είπε ο Σπύρος και όλοι σκάσε στα γέλια. Κόκκινο-Πράσινο, Πράσινο-Κόκκινο, μα τι σημασία έχει, η παρέα ήταν τόσο ευχάριστη που ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε, και πολύ καλά έκαναν. Η ώρα πέρασε ευχάριστα και ήρθε η ώρα να φύγουν. Υποσχέθηκαν να ξαναϊδωθούν και η Γιώτα έδωσε το λόγο της ότι θα το κανόνιζε η ίδια.
Κάπως έτσι πέρασαν ένα ωραίο, χαρούμενο και απρόσμενο Σαββατόβραδο. Το Σαββατόβραδο συνεχίστηκε και για τα δυο ζευγάρια και η Κυριακή ήταν μια μέρα που ο Κώστας με την Γιώτα ήθελαν να καθιερώσουν να πηγαίνουν για καφέ στο Μικρολίμανο.
Έτσι και αυτή τη Κυριακή πέρασε ο Κώστας από το σπίτι της Γιώτας και κατευθύνθηκαν στον Ιστιοπλοϊκό, στο Μικρολίμανο.
Ο κόσμος πολύς, πάντα οι Κυριακές άλλωστε με πολύ κόσμο. Καθώς προχωρούσαν δεξιά σε ένα από τα παγκάκια, με την άκρη του ματιού του βλέπει ο Κώστας μια γνώριμη φυσιογνωμία, σαν κάποιον αν του θύμιζε. Μα φυσικά, γυρίζει και λέει στη Γιώτα, ένας από τους νεαρούς που μου επιτέθηκαν την προηγούμενη Κυριακή. Πλησιάζοντάς τον, ο νεαρός αντιλαμβάνεται μια σκιά και κοιτώντας τον, τον αναγνωρίζει και εκείνος. Ο νεαρός φαίνεται αναστατωμένος, φοράει το ίδιο φούτερ που φόραγε και την προηγούμενη φορά ενώ φαίνεται και αρκετά ατημέλητος.
– Είμαι ο Κώστας και από εδώ η Γιώτα. Είσαι καλά;
– Στάθη με λένε και σου ζητώ συγγνώμη για την προηγούμενη φορά.
– Φαίνεσαι καλό παιδί. Μα τι σου συμβαίνει; Οι …φίλοι σου;
– Οι φίλοι μου ε; Έχω σοβαρά προβλήματα σπίτι μου ξέρεις…. Μα τι κάθομαι και λέω. Ούτε καν γνωριζόμαστε και δεν είσαι υποχρεωμένος να με ακούσεις, θα έπρεπε να με βρίζεις κανονικά αυτή τη στιγμή.
– Άκου, Στάθη, έχω μάθει να αναγνωρίζω αμέσως έναν άνθρωπο που είναι καλόψυχος. Εσύ αμέσως, παρά την ένταση της στιγμής, μου έκανε εντύπωση που το έβαλες στα πόδια. Φαίνεσαι ένα συνεσταλμένο άτομο.
– Ξέρεις Κώστα, η μάνα μου είναι άρρωστη. ψάχνουμε δότη Έχω χάσει και τον πατέρα μου τον τελευταίο χρόνο και ζούμε, εγώ, ο μικρός μου αδελφός που ακόμα πάει σχολείο και η μητέρα μας, όλοι μαζί. Ντρέπομαι να σου πω ότι καμιά φορά ούτε ψωμί δεν έχουμε να φάμε.
– Στάθη, τι δουλειά είχες μ αυτούς του νεαρούς; Τι σου έταξαν;
– Άστα Κώστα με βρήκαν στην ανάγκη και μου είπαν πως αν θέλω να μπω στη παρέα τους, να κάνουμε πράγματα που δεν θέλω ούτε να σου αναφέρω. Κλεψιές κτλ. Εγώ είχα ανάγκη από λεφτά. Μια φορά αρπάξαμε την τσάντα από μια μεγάλη κυρία και μετά μοιραστήκαμε τα λεφτά. Ντρέπομαι για όλα αυτά. Εγώ το έκανα από ανάγκη. Δεν είχα άλλο τρόπο να βγάζω χρήματα .Δεν κατάφερα να τελειώσω το σχολείο και κανείς δεν με παίρνει πουθενά για δουλειά. Η μάνα μου αργοπεθαίνει και εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
– Είσαι τυχερός που δεν σας έχουν πιάσει μέχρι τώρα και να έχεις άλλα.
– Και από εσένα εκείνη τη μέρα τα λεφτά σου ήθελαν. Εγώ τους είπα πως δεν το αντέχω αυτό και γελάγανε. Μια φορά δείρανε και εμένα, για να σκληρύνω και να γίνω άντρας. Έτσι μου είπανε.
– Λοιπόν, άκου Στάθη, η φίλη μου η Γιώτα αύριο θα μιλήσει στον προϊστάμενο της, δουλεύει σε ένα σούπερ μάρκετ και θα του πούμε να σε πάρουνε αποθηκάριο. Δεν θέλει γράμματα εκεί, θέλει συνέπεια και τιμιότητα. Φαίνεσαι καλό παιδί, όπως είπα. Αν τυχόν, όμως, μας ρεζιλέψεις, να ξέρεις θα είμαι ο πρώτος που θα πω όλα όσα έχεις κάνει. Είμαστε σύμφωνοι;
– Δεν ξέρω τι να πω Κώστα…
– Τίποτα μη πεις. Εγώ, όπως ξέρεις, δουλεύω στο ραδιοφωνικό σταθμό “στο πράσινο”. Αλήθεια τι ομάδα είσαι;
– Ολυμπιακός. Κακό αυτό;
– Στάθη, είναι δυνατόν να βάζουμε τον άνθρωπο και την υγεία του πάνω από οτιδήποτε άλλο; Πόσο μάλλον πάνω από τις ομάδες!. Πρέπει να είμαστε φίλαθλοι, όχι χούλιγκαν. Ξέρεις τι σημαίνει χούλιγκαν; Αυτή η ομάδα νεαρών που ήσουνα μαζί τους. Ως χουλιγκανισμός αναφέρεται η ανάρμοστη και βίαιη συμπεριφορά οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί στη διατάραξη της τάξης. Φίλαθλος είναι αυτός που αγαπάει την ομάδα. Άκου, Στάθη, δεν θέλω να σου κάνω κήρυγμα, ούτε υποδείξεις. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι πρώτα από όλα.
– Δεν ξέρω τι να πω.
– Μην πεις τίποτα. Να κοιτάξεις τον εαυτό σου και να μην αφήνεις ποτέ τους άλλους να αποφασίζουν για εσένα. Αύριο κιόλας ανακοινώνω στο σταθμό ότι ψάχνουμε δότη.
Ο Στάθης δεν ήξερε τι να πει. Σηκώθηκε και έσφιξε το χέρι του και μόλις και μετά βίας κράτησε τα δάκρυά του.
Μια καινούργια εβδομάδα ξεκίνησε για όλους. Η Τόνια είχε αρκετά να κάνει αυτήν την εβδομάδα. Έτσι, λοιπόν και ενώ ο Ρομπέρτο την είχε αποχαιρετήσει, ξεκινάει τις σχεδόν τελειωμένες διαδικασίες για το ακίνητο. Κάποιες τελευταίες υπογραφές και έπειτα η κατάθεση του ποσού στην τράπεζα για να περάσει εξολοκλήρου στο όνομά της. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να τον καλέσει, για να του πει ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες. Ο Ρομπέρτο τής είπε πως όλα είναι καλά και να προχωρήσει κανονικά. Να καταθέσει το ποσό και από την ίδια στιγμή το ακίνητο θα είναι νόμιμα και εξ ολοκλήρου στο όνομά της.
Η Τόνια ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες του, ήξερε ότι είναι όλα τακτοποιημένα, την είχε βοηθήσει στα γραφειοκρατικά πολύ και έτσι δεν παιδεύτηκε. 35.000 ευρώ και στην κατοχή της το διαμέρισμα και το δώμα. Πραγματική ευκαιρία.
Στην άλλη μεριά της πόλης η Γιώτα μιλούσε ήδη με τον προϊστάμενο της για τη θέση αποθηκάριου για τον Στάθη. Εξηγούσε για το θέμα της υγείας της μητέρας του και εγγυήθηκε για το ποιόν του και τον καλό του χαρακτήρα. Επίσης, ανέφερε ότι είναι φίλοι και με τον Κώστα.
– Εντάξει, λοιπόν, Γιώτα, είπε ο κύριος Πολυχρονίου, εμπιστεύομαι την δική σου κρίση και του φίλου σου του Κώστα, πες του αύριο να έρθει να τον δω, γιατί είναι και τυχερός, θα χρειαστούμε άτομο στην αποθήκη. Είχα σκοπό να βάλω αγγελία. Θα πηγαίνουμε πράγματα στα σπίτια, όπως κάνουν και τα μεγάλα super market πλέον.
– Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε Πολυχρονίου.
– Να είσαι καλά. Ελπίζω να κάνει για τη δουλειά και να είναι αυτό που μου παρουσίασες.
Σχολώντας η Γιώτα, την ίδια στιγμή, πήρε τον Κώστα να του πει τα ευχάριστα. Ευθύς αμέσως ο Κώστας κάλεσε τον Στάθη να τον ενημερώσει, ο οποίος του έλεγε συνέχεια πως δεν έχει λόγια να τους ευχαριστήσει. Ο Κώστας εκφράζει και εκείνος την χαρά του και του λέει ότι σήμερα θα ανακοινώσει στο σταθμό, εφόσον έχουν πάρει την έγκριση από την διεύθυνση του σταθμού, για εθελοντή Δότη μυελού των οστών. Ο Στάθης δεν ξέρει τι άλλο να πει και πως να ευχαριστήσει τον Κώστα και τη Γιώτα που από το πουθενά έγιναν οι φύλακες -άγγελοί του και όχι μόνο. Από το πουθενά , μάλιστα, από το πουθενά.
Τα γεγονότα τρέχουν για όλους αυτήν την εβδομάδα. Η Τόνια, στα μέσα της εβδομάδας και ενώ έχει ενημερώσει τον Σπύρο για τις κινήσεις που κάνει για το ακίνητο γιατί δεν έχει προλάβει να τον δει καθόλου, φτάνει επιτέλους στην πολυπόθητη μέρα με το κλειδί στο χέρι που λένε. Περνάει από ένα κάπως αυτοσχέδιο γραφείο θα έλεγε κανείς όπου η μόνη αρμοδιότητα που έχει είναι να παραδίδει κλειδιά μέσω της εντολής του μεσίτη. Μια κυρία κάπως δύστροπη την υποδέχεται και με έναν λίγο απότομο και τυπικό τρόπο κάνει μια συζήτηση σε λιγότερο από 2 λεπτά.
– Καλησπέρα σας, Τόνια Καρνέζη.
– Καλησπέρα σας, την ταυτότητά σας.
– Ορίστε.
-Είμαστε εντάξει;
– Μάλιστα κυρία Καρνέζη. Ορίστε τα κλειδιά.
– Ευχαριστώ. Χρειάζεται κάτι άλλο; Ρωτάει η Τόνια.
– Εγώ κλειδιά παραδίδω κ.Καρνέζη, όλα τα άλλα με όποιους συνεννοηθήκατε.
– Μάλιστα, αντίο σας και ευχαριστώ.
– Στο καλό.
Τι αγενής, σκέφτεται προς στιγμή η Τόνια, αλλά μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά της το ξεχνάει στη στιγμή και κατευθύνεται προς στο διαμέρισμα. Στη διαδρομή παίρνει τον Ρομπέρτο του οποίου το κινητό δείχνει απενεργοποιημένο, αλλά δεν δίνει και πολλή σημασία. Φτάνοντας εκεί και προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα βλέπει ότι το κλειδί δεν ανοίγει. Εκείνη την ώρα καταφθάνει και ένα ζευγάρι και ανοίγει την εξώπορτα. Μπαίνει και εκείνη από πίσω και ανεβαίνουν στον ίδιο όροφο. Στον ίδιο όροφο 3 διαμερίσματα. Η Τόνια “παγώνει” βλέποντας το ζευγάρι να ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος που αγόρασε και χωρίς να σκεφτεί κάτι παραπάνω τους λέει:
– Συγγνώμη, αυτό το διαμέρισμα είναι δικό σας;
– Ορίστε; Εσείς ποια είστε, ρωτάει ο νεαρός ο οποίος είχε παρατηρήσει ότι μπήκε ξοπίσω χωρίς κλειδί.
– Ναι, απαντάει η κοπέλα το αγοράσαμε και σήμερα είναι η πρώτη μέρα στο σπίτι.
Η Τόνια χλωμιάζει και ο νεαρός αντιλαμβανόμενος ότι κάτι άσχημο έχει συμβεί, την ρωτάει τι ακριβώς συνέβη.
Το νεαρό ζευγάρι έχει ανοίξει ήδη το διαμέρισμα και την έχει βάλει να κάτσει δίνοντάς της ένα ποτήρι νερό. Δοκιμάζουν τα κλειδιά της Τόνια στη πόρτα αλλά είναι ακατάλληλα. Η Τόνια νιώθει μια αφόρητη ασφυξία και αρχίζει να κλαίει καλώντας τον Ρομπέρτο ακατάπαυστα στο κινητό . Δεν μπορεί να τον βρει όμως. Αρχίζει να καλεί τον μεσίτη, την αγενή κυρία με τα κλειδιά, τον ενδιάμεσο από τον μεσίτη, όλους όσους ήρθε σε τηλεφωνική ή δια ζώσης επαφή. Όλα τα κινητά κλειστά. Νομίζει θα της έρθει τρέλα. Το ζευγάρι έχει πειστεί ότι λέει αλήθεια και την ρωτάνε πώς να την βοηθήσουν. Προσπαθούν να την ηρεμήσουν και να την πείσουν να καλέσει κάποιον δικό της.
Μάταια, η Τόνια κλαίει με λυγμούς και δεν μπορεί να συνέλθει. Ζητάει συγγνώμη και φεύγει. Το ζευγάρι επιμένει να κάτσει τουλάχιστον να ηρεμήσει, ή αν το θέλει να πάνε μαζί στην αστυνομία. Τουλάχιστον να μην οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση
Η Τόνια δεν μπορεί να ακούσει τίποτα, βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και φεύγει. Νιώθει ότι έχει χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της. Μπαίνει στο αμάξι και κλαίγοντας ασταμάτητα καλεί τον Ρομπέρτο αδιάλειπτα ,χωρίς ανταπόκριση. Δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί, και πιστεύει ότι έχει γίνει κάποιο λάθος, κάποια παρεξήγηση, κάποια λάθος συνεννόηση ίσως…
Ύστερα από λίγη ώρα αποφασίζει να πάει, για αρχή, στο αυτοσχέδιο γραφείο από όπου πήρε τα κλειδιά. Προς έκπληξή της συνειδητοποιεί πως το γραφείο όχι μόνο είναι κλειστό αλλά και σφραγισμένο με μια κόκκινη κορδέλα γύρω γύρω. Ένα περιπολικό, και μια κυρία, η οποία είναι σε φοβερή ένταση, μιλάει με ένα από τα όργανα της τάξης. Η Τόνια κάθεται μέσα στο αμάξι και προσπαθώντας να καταλάβει τι έχει συμβεί ξανακαλεί τον Ρομπερτο. Τίποτα… Δεν μπορεί να καταλάβει τι έχει συμβεί και ξαφνικά βλέπει τον αστυνομικό να οδηγεί την κυρία στο περιπολικό λέγοντάς της ότι θα πρέπει να τους ακολουθήσει στο τμήμα για να δώσει κατάθεση γιατί πιθανόν είναι κύκλωμα. Μόλις που προλαβαίνει να ακούσει την τελευταία λέξη και το μυαλό της κάνει 360 μοίρες στροφή.
Κύκλωμα; Σκέφτεται…. αποκλείεται… ο Ρομπέρο με αγαπάει…τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Για κάποια παρεξήγηση θα πρόκειται. Αρχίζει και ηρεμεί και κατευθύνεται προς το σπίτι. Συνεχίζει τις κλήσεις στον Ρομπέρτο ο οποίος δεν ανταποκρίνεται.
Φτάνοντας σπίτι προσπαθεί να ηρεμήσει και να σκεφτεί ήρεμα. Η Τόνια κάπου εκεί συνειδητοποιεί ότι δεν έχει να πάρει έναν άνθρωπο να μιλήσει, μια φίλη. Ο μόνος που έχει είναι ο Σπύρος. Και τι να γυρίσει να του πει. Ήξερε για την επαγγελματική κίνηση που έκανε. Για τον Ρομπερτο, όμως;
Ντράπηκε για λογαριασμό της. Εκείνη την Πέμπτη η Τόνια έμεινε μόνη μέσα το σπίτι προσπαθώντας να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει. Μόνη μέσα σε ένα σπίτι, χωρίς έναν φίλο. Τρελές σκέψεις ερχόντουσαν στο μυαλό της.
Ο Σπύρος ωστόσο έκανε προσπάθεια να την βρει στο κινητό αλλά η Τόνια δεν απαντούσε. Είχε ντραπεί τόσο πολύ. Το βράδυ, ύστερα από άσκοπες ,ατελείωτες προσπάθειες να βρει τον Ρομπέρτο τηλεφωνικά, αποφάσισε να στείλει ένα email στην εταιρεία του.
Ξημέρωνε Παρασκευή, ένα δύσκολό βράδυ για την Τόνια πέρασε, ίσως όχι και το πιο δύσκολο γιατί πραγματικά δεν ήξερε τι της ξημέρωνε.
Σε αντίθεση με τον Στάθη, την Γιώτα και τον Κώστα όπου οι ζωές τους έδειχναν να παίρνουν νόημα με ουσιώδεις και ανθρώπινες αλλαγές. Η εβδομάδα κύλησε για όλους ευχάριστα εκτός από την Τόνια και τον Σπύρο. Ο τελευταίος αγωνιούσε για την Τόνια την οποία δεν μπορούσε να βρει ούτε στο τηλέφωνο.
Ο Στάθης μόνιμος πλέον στο σούπερ μάρκετ χάρη στη Γιώτα και τον Κώστα. Και ένας αγώνας δρόμου για το θέμα της υγείας της μητέρας του. Οι τρείς τους είχαν αρχίσει μάλιστα να κάνουν και παρέα. Ο Κώστας είχε ανακοινώσει επίσημα στο ράδιο και στην εκπομπή του “όλα στο πράσινο” ότι ψάχνουν δότη μυελού των οστών, ηλικίας 18-45 κάνοντας έκκληση ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Ο δε διαχειριστής και διευθυντής του σταθμού είχε ενημερώσει και τους υπόλοιπους ραδιοφωνικούς παραγωγούς στις εκπομπές τους να το αναφέρουν και εκείνοι.
Το ξημέρωμα της Παρασκευής περίμενε την Τόνια, δυστυχώς, άλλο ένα δυσάρεστο νέο. Ανοίγοντας το email αδυνατεί να πιστέψει αυτά που διαβάζει. Απαντητικό email από την εταιρεία του Ρομπερτο, ότι έχει κάνει υπεξαίρεση στην εταιρεία που δούλευε και πλέον είναι καταζητούμενος. Η Τόνια δεν το αντέχει και λιποθυμάει. Μόνη μέσα στο σπίτι και ένας Σπύρος να την ψάχνει, για καλή της τύχη θα έλεγε κανείς.
Ο Σπύρος αποφασίζει, εφόσον πλέον δεν την βρίσκει, να πάει από το σπίτι της. Χτυπάει το κουδούνι, δεν ανταποκρίνεται και η ανησυχία του αρχίζει να γιγαντώνεται. Δίχως άλλη επιλογή χτυπάει όλα τα κουδούνια ξέροντας ότι η Τόνια νοικιάζει το σπίτι ενώ υπάρχει και ο διαχειριστής. Επιτέλους τον βρίσκει και εξηγώντας του τι συμβαίνει τον πείθει να μπούνε στο σπίτι της Τόνιας μιας και το αμάξι της είναι παρκαρισμένο και το πιο πιθανό είναι να είναι μέσα. Το θέαμα που αντικρίζουν είναι μια Τόνια λιπόθυμη και κατάχλωμη και το email ανοιχτό στην απάντηση της εταιρείας. “Ο Ρομπέρτο έχει κάνει υπεξαίρεση και καταζητείται….
-Γρήγορα ένα ασθενοφόρο λέει ο Σπύρος, γρήγορα. Τόνια μου, κορίτσι μου, τι σου συνέβη; Μονολογεί ο Σπύρος κοιτώντας με βλέμμα αποσβολωμένο και συνάμα αναστατωμένο. Μα τι να έγινε; Τι δουλειά έχει ο Ρομπέρτο; Μου είχε πει ότι είναι Ιταλία. Και τι σχέση έχει η υπεξαίρεση της εταιρείας του Ρομπερτο με την Τόνια;
– Μα τι συμβαίνει ρώτησε ο διαχειριστής τον Σπύρο; Η κυρία Καρνέζη δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα στην πολυκατοικία. Είναι τυπική σε όλα. Γνωρίζω ότι είναι δικηγόρος και συνεργάζεται με κάποιον κύριο Ρομπέρτο.
– Δεν έχω ιδέα, απαντάει ο Σπύρος φοβερά προβληματισμένος.
Το ασθενοφόρο καταφθάνει μαζί και η αστυνομία που έχουν καλέσει μιας και τη βρήκαν μέσα στο σπίτι. Γίνονται οι απαραίτητες διαδικασίες καταθέσεων ενώι η Τόνια έχει ήδη μεταφερθεί σε κλινική της πόλης. Ο Σπύρος παρών, 24 ώρες το 24ωρο. Δεν ξέρει τι έχει γίνει, δεν ξέρει ποιόν να ειδοποιήσει, δεν ξέρει τι ακριβώς να κάνει. Για το μόνο που είναι σίγουρος είναι για τον εαυτό του. Δεν θα την εγκαταλείψει και θα σταθεί πλάι της. Ατελείωτες οι ώρες αναμονής. Κάποια στιγμή σκέφτεται ότι τους μόνους κοινούς που έχουν και που ο ίδιος γνωρίζει είναι η Γιώτα και ο Κώστας. Προβληματίζεται, βέβαια, μιας και δεν είναι και οι καλύτεροι φίλοι της. Μπας και ξέρω όμως και κανέναν άλλο; Μονολογεί. Κάτι φίλες της που είχε δει μια φορά εκεί στο μπαρ, στον κόκκινο βράχο, του είχαν φανεί ρηχές και επιφανειακές σχέσεις. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζει να καλέσει με όλο το θάρρος τον Κώστα. Την ώρα που τον καλεί τυγχάνει να είναι μαζί και η Γιώτα και ο Στάθης. Χωρίς δεύτερη σκέψη και μόλις τους εξηγεί τι συμβαίνει ο Κώστας μαζί και με τη Γιώτα και τον Στάθη πηγαίνουν να τον συναντήσουν αμέσως. Η Γιώτα φανερά ταραγμένη τρέχει πρώτη να μάθει τι έγινε. Την ώρα που φτάνουν είναι και η στιγμή που επιτέλους βγαίνουν οι γιατροί να ενημερώσουν.
Η Τόνια έχει πάθει νευρικό κλονισμό και από τύχη γλίτωσε το εγκεφαλικό. Η Γιώτα αρχίζει να κλαίει και ζητάει να την δει, ο Κώστας τη παρακαλεί να ηρεμήσει. Ο Στάθης της φέρνει νερό. Όλοι μαζί κάθονται και ο Σπύρος τους εξηγεί αυτά που ξέρει και το τι συνέβη. Ο Κώστας κάνει κάποιους συνειρμούς και έχοντας ήδη μια εικόνα για την Τόνια καταλαβαίνει κάποια πράγματα παραπάνω που ο Σπύρος αδυνατεί να αντιληφθεί, ίσως και λόγω σύγχυσης. Ο Κώστας έχει ήδη αντιληφθεί και την σχέση της Τόνιας με τον Ρομπέρτο αλλά επειδή στη παρούσα φάση το θεωρεί δευτερευούσης σημασίας περιμένει πρώτα τα νέα της εξέλιξης της υγείας της Τόνιας. Δυνατές στιγμές εκεί στο νοσοκομείο και αυτόματα ένα δέσιμο, μια συμπαράσταση και κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια….Ανθρωπιά, από τον Κώστα, τη Γιώτα και τον Στάθη. 3 άγνωστοι, και ο Σπύρος; Άγνωστοι στην πραγματικότητα. Η Γιώτα και η Τόνια απλές γνωστές και αντίπαλες τόσα χρόνια με μια τυχαία συνάντηση στα “ψαράκια”. Μια Γιώτα που δεν ήξερε κανείς πόσο περιφρονήθηκε εκείνη τη μέρα στο Κόκκινο βράχο και πόσο τσαλαπατήθηκε. Ένας Σπύρος καλό παιδί που ερωτεύτηκε, πίστεψε και ξεκίνησε μια σχέση με την Τόνια, χωρίς καχυποψίες, ερωτηματικα αλλά με τιμιότητα και αγάπη. Ένας Κώστας ,από μηχανής θεός, βρέθηκε μπροστά στη Γιώτα εκείνο το ατυχές βράδυ όπως και εκείνη τη μέρα στο σούπερ μάρκετ. Και ένας Στάθης, που πραγματικά από το πουθενά και από ένα ακραίο γεγονός, βρέθηκε από τη τύχη γιατί αυτό και αν ήταν τύχη με 2 τουλάχιστον φίλους και τι φίλους . Φίλους που του βρήκαν όχι μόνο δουλειά αλλά τον βάλαν στη παρέα τους. Και ο συνδετικός κρίκος η Γιώτα, θα έλεγε κανείς ότι δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί να που η ζωή δεν ξέρει κανείς ποτέ τι επιφυλάσσει. Ο Κώστας έμελλε να γίνει ο συνδετικός κρίκος όλων τελικά. Γιατί όταν έχεις ισορροπία και βλέπεις τα πράγματα από πολλές οπτικές, όταν το μυαλό σου δουλεύει όχι μόνο αστραπιαία αλλά και αποτελεσματικά και ποιο πολύ όταν εσύ ο ίδιος έχεις ευαισθησίες και τις μεταφέρεις, όλο το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου. Να λοιπόν που κοιτώντας κανείς αυτή την δυνατή εικόνα μέσα στο νοσοκομείο, Σπύρος , Κώστας, Γιώτα, Στάθης, μπορεί να αναρωτηθεί, ποιοι είναι όλοι αυτοί και από πού και ως πού περιμένουνε ώρες ατελείωτες τα νέα για την υγεία της Τόνιας. Η απάντηση έρχεται μόνη της. Υπάρχει ανθρωπιά, όλα τα άλλα έρχονται ξοπίσω.
Φιλοσοφώντας, λοιπόν, και προσπαθώντας να παραμείνουν ψύχραιμοι, επιτέλους, έρχεται η ώρα που η Τόνια συνέρχεται κατά κάποιο τρόπο και οι γιατροί ενημερώνουν ότι μπορεί να μπει αρχικά ένας να της μιλήσει. Και φυσικά αυτός είναι ο Σπύρος.
– Κορίτσι μου γλυκό πώς νιώθεις;
– Σπύρο μου, ξέρεις εγώ…
– Σσσσ…δεν χρειάζεται να πεις τίποτα όλα καλά, λέει ο Σπύρος στη Τόνια κρατώντας της το χέρι και σκύβει να τη φιλήσει στο μέτωπο.
– Η Τόνια με μια κίνηση, παρά την αδυναμία που έχει, τον τραβάει και τον φιλάει στο στόμα ψελλίζοντας του “μη φύγεις ποτέ, σ αγαπάω”.
– Κορίτσι μου γλυκό, εδώ ήμουνα για εσένα από την αρχή. Ησύχασε και ξεκουράσου. Ξέρεις ποιοι ήρθαν να σε δουν;
– Η Γιώτα, ο Κώστας και ένα αγόρι που βοήθησαν τα παιδιά, Στάθη τον λένε, και έχουν γίνει φίλοι. Η Γιώτα ανησύχησε πολύ για εσένα.
Η Τόνια δάκρυσε και είπε στο Σπύρο. Ξέρεις Σπύρο, εγώ δεν έχω φερθεί καλά στη Γιώτα, πάντα την υποτιμούσα, από τότε που ήμασταν αντίπαλες στην ομάδα…Την κοροϊδεύαμε μαζί με κάτι άλλες κοπέλες, γιατί ήταν σεμνή και μοναχική. Σήμερα 35 ετών συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ούτε έναν άνθρωπο να μιλήσω.
– Ηρέμησε αγάπη μου, είμαι εγώ εδώ για εσένα. Μαζί θα κάνουμε μια νέα αρχή. Θα πω στη Γιώτα να έρθει λίγο να σε δει και θα σε αφήσουμε να ξεκουραστείς. Μην ανησυχείς θα τα φτιάξουμε όλα.
– Σπύρο μου πόσο σ ευχαριστώ, δεν ξέρεις. Νιώθω πολύ τυχερή που υπάρχεις στη ζωή μου. Θα στα πω όλα.
– Ηρέμησε καρδιά μου, όλα θα πάνε καλά.
Η Γιώτα μπαίνοντας μέσα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα και τη συγκίνηση της. Αληθινά δάκρυα που έκαιγαν τα μάγουλα της και, χωρίς να καταφέρει να αρθρώσει λέξη, την αγκάλιασε.
Μα τι μεγαλείο ψυχής αυτό το κορίτσι, τι άνθρωπος, σκέφτηκε η Τόνια χωρίς να μπορέσει να το εκφράσει. Μια σφιχτή και δυνατή αγκαλιά ένωσε τη συγκίνησή τους.
– Τόνια μου ότι θες εγώ είμαι εδώ για εσένα. Υγεία να έχουμε πρώτα από όλα. Ο Σπύρος νομίζω σ αγαπάει πολύ. Είσαι τυχερή, είναι καλό παιδί, όλα καλά θα πάνε. Είναι σημαντικό να είμαστε ευτυχισμένοι στη ζωή μας.
– Είναι σημαντικό να έχουμε φίλους Γιώτα στη ζωή μας. Και εγώ μόλις απέκτησα μια φίλη. Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για εκείνα τα εφηβικά χρόνια , δεν σου φέρθηκα σωστά. Σε έβλεπα ανταγωνιστικά, σε σχολιάζαμε Γιώτα. Εγώ νόμιζα ότι….
– Σσσσ.. δεν χρειάζεται να πεις τίποτα Τόνια μου. Πάνε, πέρασαν αυτά. Τώρα είμαστε εδώ μαζί και άντε τελείωνε, γίνε καλά για να παίζουμε βόλεϊ, αυτή τη φορά στην ίδια ομάδα. Είμαι σίγουρη ότι έχεις να δώσεις πολλά, πολλά όμως. Τον Σπύρο, Τόνια, κράτα τον΄ δεν ξέρω τι άλλο συμβαίνει στη ζωή σου αλλά μην τον χάσεις. Και εγώ με τον Κώστα νιώθω τόσο τυχερή. Είναι διαμάντι. Θα τα πούμε όλα, όταν βγεις. Θα δεις, θα αλλάξουν όλα. θέλω να είσαι αισιόδοξη και να θυμάσαι ότι έχεις μια φίλη τουλάχιστον. Θα σου πει ένα γεια και ο Κώστας και θα σε αφήσουμε να ξεκουραστείς.
Όταν η Τόνια αντίκρισε τον Κώστα, μόνο ένα πράγμα είπε.Σ ευχαριστώ… πολύ. Ο Κώστας της ευχήθηκε γρήγορη ανάρρωση και σύντομα να ξαναβρεθούνε πάλι όλοι μαζί, υγιείς και…
Κάπως έτσι πέρασε μια δύσκολη ημέρα για όλους. Μία μέρα γεμάτη συγκινήσεις και έντονες στιγμές. Άλλωστε η ζωή είναι στιγμές…
Ο Σπύρος, ο Κώστας, η Γιώτα και ο Στάθης πήγαν να χαλαρώσουν, μετά την έντονη ημέρα, σε ένα καφέ και να προσπαθήσουν να βοηθήσουν την κατάσταση της Τόνιας. Ο Κώστας, έχοντας πλήρη αντίληψη για το τι συμβαίνει, αποφασίζει να παραθέσει στον Σπύρο όλα αυτά που έχει καταλάβει. Έτσι λοιπόν, κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση στο Ρομπέρτο, στο ακίνητο και έχοντας υπόψιν τις καταθέσεις και τις μαρτυρίες από την αστυνομία, αντιλαμβάνονται ότι η Τόνια έχει εξαπατηθεί από τον Ρομπέρτο με τον οποίον κατά πάσα πιθανότητα διατηρούσε ερωτική σχέση, ο Ρομπέρτο είναι πλέον καταζητούμενος και η Τόνια έχει χάσει τα λεφτά της. Αποφασίζουν, λοιπόν, εφόσον ο Ρομπέρτο καταζητείται, να δράσουν και οι ίδιοι.
Ο Στάθης προτείνει να βρει τους πρώην φίλους του, επειδή ξέρουν γενικά την Αθήνα και τα περίχωρα, να κάνουν μια προσπάθεια σε μέρη περίεργα που γνωρίζουν. Ο Κώστας συμφωνεί και φυσικά του υπενθυμίζει να μην παρασυρθεί σε τίποτα άλλο τώρα που έχει αρχίσει να φτιάχνει τη ζωή του. Ο Κώστας τα έχει όλα στο νου του ενώ δείχνει μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Στάθη. Ο Σπύρος δεν έχει λόγια να τους ευχαριστήσει όλους και φυσικά αναλαμβάνει δράση και ο ίδιος.
Τις επόμενες ημέρες, ύστερα και από την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας ως καταζητούμενος ο Ρομπέρτο, έχουν ήδη ξεκινήσει και οι έρευνες από μεριάς της παρέας των αγοριών. Ο Στάθης, που έχει αποκτήσει αυτοπεποίθηση τον τελευταίο καιρό, δείχνει να συνεργάζεται καλά με την ομάδα των αγοριών οι οποίοι δεν τον αναγνωρίζουν. Μάλιστα, μόλις τους διηγείται όλη την ιστορία με τον Κώστα και την Τόνια, μένουν άφωνοι και ζητάνε και οι ίδιοι να κάνουν ό,τι μπορούν, για να βοηθήσουν. Ζητάνε και μια συνάντηση με τον Κώστα για να του ζητήσουν συγγνώμη και να του απολογηθούν για εκείνη την ημέρα. Ο Στάθης το κανονίζει και ο Κώστας δέχεται.
Στη συζήτηση που ακολουθεί τούς λέει, λοιπόν, πως η συγγνώμη τους θα είναι η ένωση με ένα group ομάδας Παναθηναϊκών για την αναζήτηση του Ρομπέρτο. Η αλήθεια είναι πως ούτε ο Στάθης γνώριζε αυτό που είχε στο μυαλό του ο Κώστας. Ο Στάθης αιφνιδιάστηκε προς στιγμή όπως και οι υπόλοιποι νεαροί. Λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας και δέχονται. Έτσι λοιπόν μια συντονισμένη προσπάθεια Παναθηναϊκών-Ολυμπιακών, με τον Σπύρο μπροστάρη σε όλο αυτό ξεκινάει. Ένας αγώνας δρόμου για δικαίωση στο πρόσωπο της Τόνιας και στην εξαπάτησή της από τον Ρομπέρτο.
Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί, Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί γίνονται ένα. Μια γροθιά για ένα κοινό καλό σκοπό. Το κόκκινο και το πράσινο γίνεται ένα χρώμα, ένα συναίσθημα, ένας σκοπός. Όπου πάνε είναι όλοι μαζί ως ομάδα. Ο κόσμος πολλές φορές τους κοιτάει περίεργα στο δρόμο. Με μπλούζες του Ολυμπιακού, με σκούφους του Παναθηναϊκού, με γάντια του Ολυμπιακού, όλα αντίθετα και όμως όλοι ίσοι, άνθρωποι, νέοι, όλοι μαζί ένα.
Κάποιοι νεαροί μια μέρα, περνώντας από δίπλα τους, τους γιουχάρουν λέγοντάς τους πως ακόμα αργούν οι αποκριές. Που να ήξεραν… που να ξέρουν πως η ομάδα δεν έχει καμία σημασία όταν πρόκειται να βοηθήσεις έναν άνθρωπο.
Αυτός ο αθλητικός φανατισμός, εξάρτηση για τους νέους! Το ακραίο και ο φανατισμός, απαγορευτικά. Και όμως να που νέος κόσμος ταυτίζεται με την ομάδα που υποστηρίζει. Ψυχολόγοι δεν είμαστε, ούτε κριτές ανθρώπων, ο φανατισμός όμως πιθανόν να δείχνει και ένα συναισθηματικό κενό κατά την παιδική ηλικία. Ίσως πάλι, οι οικογενειακές συνθήκες να έχουν οδηγήσει αυτόν τον νέο ώστε να ταυτιστεί με την ομάδα του, να τον κάνουν νιώσει ότι ανήκει κοινωνικά κάπου.
Η ομάδα -πολλές φορές- είναι ο καθρέφτης του εαυτού μας. Υπάρχουν οπαδοί που φανατίζονται αλλά καταφέρνουν να το ελέγξουν, έχουν όρια. Δυστυχώς, υπάρχει, όμως, και ο ακραίος φανατισμός που γεννά συναισθήματα εγωισμού και έχει ως αποτέλεσμα τη βία. Το ίδιο το άτομο καταστρέφεται και μαζί όποιος θα έρθει σε επαφή μαζί του. Ο φανατικός και ο φίλαθλος, είναι δυο έννοιες ακριβώς αντίθετες.
Ο φανατικός εκμηδενίζει τη λογική και είναι ο πλέον ακατάλληλος και επικίνδυνος για όλους. Ο φίλαθλος είναι ένα άτομο που διατηρεί τις αξίες και τους θεσμούς. Ίσως, οι λέξεις νίκη- ήττα στον κύκλο των φανατικών να ακούγεται σαν ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Για να είμαστε και δίκαιοι όμως, το να παρακολουθήσει κάποιος έναν αγώνα, να χαρεί έντονα τη νίκη της ομάδας του, είτε ουρλιάζοντας είτε φωνάζοντας, δεν σημαίνει ότι είναι μια επιθετική συμπεριφορά. Πολλές φορές είναι η ανάγκη διαφυγής από τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Αυτός είναι ένας υγιής φίλαθλος που εξωτερικεύει τα συναισθήματά του και πολύ καλά κάνει. Καλεί και την παρέα του σπίτι, ας είναι διαφορετική ομάδα και περνάνε ένα όμορφο Σαββατόβραδο.
Όπως και να έχει, η παιδεία, η αγωγή και η σωστή καθοδήγηση από την οικογένεια είναι το Α και το Ω. Ο γονιός άλλωστε είναι και το πρότυπο ρόλου για το παιδί. Ενσυναίσθηση, σεβασμός, καλοσύνη, ατομική ευθύνη, κοινωνικές δεξιότητες απαραίτητες.
Ο Κώστας δουλεύει σε έναν σταθμό «στο πράσινο». Ο Σπύρος είναι Ολυμπιακός και όταν κέρδισε η ομάδα του διασκέδασε με τους φίλους του στον «Κόκκινο βράχο». Ο Στάθης είχε οργανωθεί και παρά λίγο να πέσει στην παγίδα του φανατισμού μιας ομάδας νεαρών Ολυμπιακού που μισούσαν τους Παναθηναϊκούς. Δείτε τώρα, όμως, τον Κώστα, τον Σπύρο και τον Στάθη, τείνουν να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι. Ο Κώστας δεν λογάριασε ούτε για ένα λεπτό τι ομάδα είναι ο Στάθης και αν μη τι άλλο, την άσχημη εμπειρία που είχε εκείνη τη μέρα στο Μικρολίμανο. Και όχι μόνο δεν εστίασε εκεί, έκανε και ένα βήμα παραπάνω, να βοηθηθεί η μητέρα του Στάθη μέσω του σταθμού. Τι σημαίνει είμαι Ολυμπιακός, είμαι Παναθηναϊκός; Τίποτα δε σημαίνει. Ο Στάθης δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον παραλίγο χουλιγκανισμό και τις επιθετικές συμπεριφορές, κάτι τον ενοχλούσε εσωτερικά. Ο δε Σπύρος ούτε καν είχε εκδηλώσει συναισθήματα βίας. Τα δε κορίτσια, οι αιώνιες αντίπαλες, οι άσπονδες φίλες, βρέθηκαν αντιμέτωπες σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής τους, όλα ανθρώπινα, όλα μέσα στη ζωή. Αυτό, λοιπόν, λέγεται σωστή παιδεία, σωστή οικογένεια, και σωστή αγωγή από όλους τους.
Η Τόνια βγήκε τις επόμενες ημέρες από το νοσοκομείο και ευτυχώς η κατάστασή της βελτιωνόταν συνεχώς. Τα γεγονότα από την άλλη έτρεχαν. Σε μια πολυσύχναστη καφετέρα ο Στάθης και η παρέα του αντιλήφθηκαν ότι κάτι ύποπτο συζητάνε δυο άντρες, κάπως περίεργοι, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί κάλεσαν άτομα από την ομάδα του που είχε βάλει ο Κώστας και τους είπε να ενημερώσουν την αστυνομία να έρθουν στην συγκεκριμένη καφετερία γιατί πιθανόν κάτι ύποπτο συνέβαινε.
Η αστυνομία έφτασε άμεσα και στον έλεγχο που προέκυψε βρέθηκε ότι και τα 2 άτομα είχαν πλαστές ταυτότητες και όχι μόνο. Η ανάκριση που ακολούθησε κατέληξε στον εντοπισμό του Ρομπέρτο σε ένα σπίτι γιάφκα στο Αιγάλεω, γεμάτο πλαστές ταυτότητες, έγγραφα και τηλέφωνα από μεσίτες ακινήτων. Όλα αποκαλύφθηκαν, το κύκλωμα εξαρθρώθηκε και ο Ρομπέρτο απελάθηκε στην Ιταλία για να φυλακιστεί. Η αστυνομία συγχάρηκε τους εθελοντές, τον Στάθη και την παρέα του καθώς επίσης και την ομάδα του Κώστα που αφιλοκερδώς και με ρίσκο ανέλαβαν μόνοι τους έρευνα.
Τις επόμενες μέρες ένα ακόμα ευχάριστο γεγονός ήρθε να συμπληρώσει όλα αυτά τα όμορφα που συνέβαιναν. Βρέθηκε συμβατός δότης για τη μητέρα του Στάθη. Ένας ακροατής, ο κ.Στέφανος επικοινώνησε με το σταθμό και μετά τις απαραίτητες διαδικασίες που έγιναν επιτέλους, το πιο ευχάριστο γεγονός ήρθε για τη μητέρα του Στάθη.
Τις επόμενες μέρες όλα τακτοποιήθηκαν με τη μητέρα του Στάθη, η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Το πρόβλημα αποκαταστάθηκε και η ζωή της μητέρας του άλλαξε, μαζί και η ψυχολογία της αφού έβλεπε και το παιδί της να προοδεύει σε όλους τους τομείς στη ζωή του.
Ο Σπύρος έκανε μεγάλο αγώνα με τη βοήθεια του Κώστα να τακτοποιήσει και να βάλει σε μια σειρά τα θέματα της Τόνιας σχετικά με το ακίνητο και τα λεφτά που τόσο άδικα έχασε. Η Τόνια χρειαζόταν ηρεμία όπως είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί . Ο Σπύρος, αν και δεν ήξερε πολλά πράγματα, συμβουλεύτηκε δικηγόρο και με τη βοήθεια του Κώστα κατάφερε να βάλει μια σειρά και να δώσει προτεραιότητα στην εξαπάτηση και στην πλαστογραφία, δεδομένου ότι υπήρχαν και οι μαρτυρίες από την αστυνομία με όλες τις απαραίτητες καταθέσεις. Θα έπαιρνε ένα χρονικό διάστημα αλλά όπως φαίνεται όλα κυλούσαν υπέρ της Τόνιας και θα δικαιωνόταν. Άλλωστε σε λίγο καιρό που και η ίδια θα ήταν καλύτερα θα έκανε τις απαραίτητες κινήσεις για να διεκπεραιωθεί το θέμα μέσα από τις δικαστικές αίθουσες.
Όλα πήραν το δρόμο τους όπως και οι ζωές όλων. Ο Σπύρος δεν άφησε λεπτό την Τόνια από δίπλα του και φυσικά δεν ξέχασε τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του Κώστα, της Γιώτας και του Στάθη. Οι μέρες και ο καιρός κυλούσαν πλέον για όλους πιο ήρεμα. Ο Σπύρος ζούσε με την Τόνια. Ο Στάθης με τη μητέρα του ζούσαν σε καλύτερη πλέον οικονομική κατάσταση, μα πάνω απ όλα με καλή υγεία και ψυχολογία. Ο Κώστας με τη Γιώτα σταθεροί και οι δυο, αγαπημένοι, κοιτώντας μαζί το μέλλον και προπάντων προς την ίδια κατεύθυνση. Η Γιώτα επισκέφτηκε αρκετές φορές την Τόνια. Είχαν γίνει πια δυο πολύ καλές φίλες.
Ο Σπύρος, μια από τις επόμενες μέρες, είχε συνέλθει η ψυχολογία της Τόνιας ήταν πολύ καλύτερη, ήθελε να κεράσει την παρέα. Κανόνισε, λοιπόν, να πάνε για φαγητό σε ένα όμορφο εστιατόριο στη Καστέλα, και μετά πού αλλού , στο “Κόκκινο Βράχο” για ποτό μέχρι πρωίας. Εκεί στο “Κόκκινο βράχο” που όλοι είχαν να θυμούνται κάτι. Ο Στάθης πρώτη φορά βρέθηκε εκεί αλλά πολύ του άρεσε και απ΄ό,τι φαίνεται όχι μόνο ο “Κόκκινος Βράχος” αλλά και η απέναντι κοπέλα που καθόταν με δυο φίλες της.
Ο Κώστας και ο Σπύρος τον παρότρυναν να πάει να της μιλήσει μιας και τα μάτια του πετούσαν φλόγες σαν πυροτεχνήματα.
– Ωχ , είπε ο Σπύρος στον Κώστα, το αγόρι ερωτεύτηκε, κοίτα τον έτοιμος να λιποθυμήσει είναι.
– Μη κοροϊδεύεις εσύ, πρόλαβε να πει η Τόνια, μη ξεχνάς και τα δικά σου τα σκέρτσα. ΄
Όλοι γέλασαν….
Και τότε βάζει το τραγούδι του Θέμη Αδαμαντίδη “Το κόκκινο ζεϊμπέκικο”. Ο Στάθης δεν ήθελε και πολύ να χορέψει, μιας και είχε ήδη πιεί αρκετά.
– Κάτι μου θυμίζει αυτό, είπε ο Σπύρος, μου φαίνεται πως η ιστορία επαναλαμβάνεται…. κοιτά να δεις που τίποτα δεν γίνεται τυχαία τελικά.
Στην μέση ο Στάθης και τριγύρω ένας κύκλος, και κάπου εκεί ενδιάμεσα στο κύκλο, αυτό το σεμνό κορίτσι με τα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια του καρφωμένα στον Στάθη.
Με τη λήξη του ζεϊμπέκικου ο Στάθης δεν χάνει την ευκαιρία και την πλησιάζει.
– Μ αρέσεις, μ αρέσεις πολύ.
– Και έμενα λέει το κορίτσι και αμέσως συμπληρώνει. Αν και Παναθηναϊκός, νιώθω ότι είναι η τυχερή μου μέρα. Οι φίλες μου να είναι καλά που με έπεισαν να έρθουμε για χάρη του Ολυμπιακού, της ομάδας του βόλεϊ που νίκησε.
– Χρωστάω χάρη στις φίλες σου. Μας βλέπεις εκεί εμάς; Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί όλοι μαζί μια παρέα. Εμένα ο καλύτερός μου φίλος είναι Παναθηναϊκός, κοίτα εκεί ο Κώστας.
– Πρώτη φορά βλέπω αγόρι στην ηλικία σου να μιλάει με τέτοια ωριμότητα για ομάδες, και τι ομάδες, τους αιώνιους αντιπάλους Ολυμπιακό- Παναθηναϊκό. Εντυπωσιάστηκα να ξέρεις. Είμαι η Λένα.
– Είμαι ο Στάθης και υποκλίνομαι στην ομορφιά σου και στη γλύκα σου.
Η Λένα κοκκίνισε και ο Στάθης της πρότεινε να έρθει για λίγο στην παρέα να την κεράσει ένα ποτό. Έγιναν όλοι μαζί μια παρέα και οι φίλες της . Τα κορίτσια είχαν κοινά ενδιαφέροντα, το βόλεϊ, τα αγόρια πολλά κοινά θέματα πάνω σε δουλειές. Όσο για τις ομάδες, ποιος νοιάζεται.
Ένα υπέροχο βράδυ κύλησε, με γέλια και όμορφη παρέα. Προς το τέλος της βραδιάς και οι εκπλήξεις δεν σταματούσαν. Ο Σπύρος έβγαλε μέσα από το μπουφάν του ένα μικρό κουτί και αμέσως έφτασαν 2 ποτήρια σαμπάνιας από το μαγαζί.
– Τόνια, θες να γίνεις γυναίκα μου;
Έβγαλε το μονόπετρο και το έβαλε στο δάχτυλο της. Η Τόνια λεπτό δεν σκέφτηκε να αρνηθεί, φανερά συγκινημένη. Όλοι χειροκρότησαν και ένα φιλί διαρκείας σφράγισε το πολυπόθητο “ναι”. Άλλη μια έκπληξη περίμενε την παρέα. Ο Κώστας έβγαλε και εκείνος αυτό το μαγικό κουτάκι που περιμένουν όλες οι γυναίκες και γονατίζοντας στα πόδια της Γιώτας τής ζήτησε να γίνει γυναίκα του.
– Τι γίνεται ρε παιδιά σε αυτόν το «Κόκκινο βράχο»; ψέλλισε ο Στάθης. Θαύματα!
Όλοι γέλασαν.
Τις επόμενες μέρες και ύστερα από συζήτηση του Σπύρου και της Τόνιας αποφάσισαν να κάνουν ένα δώρο στο Κώστα και τη Γιώτα. Ένα ταξίδι στην Ισπανία και συγκεκριμένα στην Μάλαγα μέσω της εταιρείας που δούλευε ο Σπύρος. Έτσι, ένα απόγευμα βρέθηκαν για καφέ. Ο Κώστας και η Γιώτα πρόλαβαν και τους ανακοίνωσαν ότι θα παντρευτούν.
– Σα να το ξέραμε είπε ο Σπύρος. Αυτό είναι το δώρο μας, παιδιά. Από εμένα και την Τόνια. Ο Σπύρος έβγαλε το φάκελο με τα εισιτήρια και τους τα έδωσε.
Η Γιώτα και ο Κώστας ενθουσιάστηκαν πολύ, δεν είχαν λόγια να τους ευχαριστήσουν. Ο Κώστας τους είπε ότι ο επί χρόνια καλός του φίλος και συνάδελφος, Νίκος θα τους παντρέψει στο επόμενο διάστημα.
Υπήρχε και άλλο ευχάριστο γεγονός όμως. Ο Σπύρος και η Τόνια ανακοίνωσαν ότι και οι ίδιοι θα παντρευτούν πολύ σύντομα. Μάλιστα ότι και οι ίδιοι έχουν κλείσει να τους παντρέψει ο επί χρόνια προϊστάμενος του τμήματος του Σπύρου, Γιάννης Μανιάτης και καλός του φίλος.
Αυτό που δεν είχαν σκεφτεί, και που μόλις σκέφτηκε η Γιώτα, ήρθε και έφτιαξε το τέλειο σκηνικό! Να παντρευτούν τα δυο ζευγάρια μαζί, στην ίδια εκκλησία, την ίδια μέρα.
– Μωρό μου, είπε ο Κώστας, καταπληκτική η ιδέα σου.
– Μπράβο Γιώτα, είπε η Τόνια ούτε καν το σκέφτηκα. Είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε τέτοιους φίλους τελικά.
Όλα γεγονότα ευχάριστα. Τα είπαν και στον Στάθη τις επόμενες μέρες, ο οποίος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας με τη Λένα του, το αγαπημένο του κοριτσάκι που όπως φαινόταν σύντομα θα είχαμε και τρίτο γάμο, ή κάποια επισημοποίηση.
Ο καιρός πέρασε, εκδικάστηκε και η υπόθεση της Τόνιας. Όλα πήγαν καλά. Την κέρδισαν την υπόθεση. Το κύκλωμα εξαρθρώθηκε. Τα λεφτά της, ύστερα από κατάσχεση της περιουσίας του Ρομπέρτο, επεστράφησαν. Το δίκιο και η αλήθεια έλαμψαν.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Ο Στάθης επισημοποίησε τη σχέση του με τη Λένα. Παρέμεινε στο σούπερ μάρκετ και έβγαλε ασπροπρόσωπους τόσο την Γιώτα όσο και τον Κώστα. Μάλιστα, ο προϊστάμενος της Γιώτας, ο κ.Πολυχρονίου ρώτησε αν γνωρίζουν εκείνη ή ο Κώστας και άλλα τέτοια άτομα για να έρθουν στη δουλειά.
– Εργατικός και τίμιος ο Στάθης, Γιώτα, της είπε μια μέρα.
– Συμφωνώ κύριε Πολυχρονίου, απάντησε.
Η μητέρα του Στάθη περήφανη για τον γιο της και ευγνώμων στα καλά αυτά παιδιά που έσωσαν τον γιο της και την ίδια.
Και φτάνοντας στις πυρετώδεις προετοιμασίες του γάμου για τα 2 ζευγάρια όλα έδειχναν τέλεια, σαν όνειρο. Και τέλεια ήταν και όνειρο δεν ζούσαν.
Ο γάμος, οι γάμοι δηλαδή τελέστηκαν στην εκκλησία της Γλυφάδας στον Αγ. Κωνσταντίνο με πολλούς Ολυμπιακούς, πολλούς Παναθηναϊκούς αλλά πάνω από όλα με φίλους και συναδέλφους που αγαπούσαν τα παιδιά. Η Τόνια, ο Σπύρος, οι γονείς του Σπύρου. Η Τόνια είχε χάσει τους γονείς της χρόνια, όμως η ζωή της χρώσταγε όπως φαίνεται και φίλους και οικογένεια.
Η Γιώτα, ο Κώστας, η μητέρα της Γιώτας, οι γονείς του Κώστα από Αιτωλοακαρνανία, ο Στάθης, η μητέρα του και η Λένα.
Ο κύριος Πολυχρονίου, συνάδελφοι της Γιώτας, ο Κώστας, σύσσωμος ο σταθμός “στο πράσινο”, συνάδελφοι, και εκλεκτοί φίλοι.
Συνάδελφοι και φίλοι του Σπύρου, συγγενείς και γονείς. Ακόμα και ο κ.Στέφανος ο δότης της μητέρας του Στάθη, ο οποίος κράτησε επαφή με την κ.Καίτη, τη μητέρα του Στάθη.
Μια δεξίωση σε ένα κτήμα στη Βάρη ολοκλήρωσε την όμορφη βραδιά των ευτυχισμένων ζευγαριών. Ο Κώστας εκείνη τη μέρα χόρεψε το Κόκκινο ζεϊμπέκικο, άλλωστε ο «Κόκκινος βράχος» έμελλε να γίνει το τυχερό όλων ακόμα και του Στάθη, που κρυφά συμφώνησαν με τον Κώστα και τη Γιώτα κουμπαριά .
Ο Στάθης και η Λένα με κουμπάρους τον Κώστα και τη Γιώτα.
– Στο τέλος είπε ο Στάθης θα στείλω και τη μάνα μου με τον κ.Στέφανο στον « Κόκκινο Βράχο», να την αποκαταστήσω και εκείνη. Ο Κώστας και η Γιώτα ξεκαρδίστηκαν.
– Το άλλο δεν σας το είπα, πρόσθεσε ο Στάθης. Η μάνα μου έχει και άποψη. Είμαστε Ολυμπιακοί, λέει κρυφά μια μέρα, ενώ ο κ.Στέφανος είναι Παναθηναϊκός. Όχι ότι πειράζει, αλλά να σαν τον πατέρα σου, μου λέει.
– Ε ρε μάνα της λέω γι αυτό ταιριάξατε.
Κάπως έτσι έκλεισε ένας κύκλος των 2 ζευγαριών . Ο Σπύρος και η Τόνια μετακόμισαν στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αγόρασαν ένα ρετιρέ και ο Κώστας στον Πειραιά. Αγόρασαν και εκείνοι ένα διαμέρισμα στο Μικρολίμανο με θέα το λιμάνι.
Ο Σπύρος και η Τόνια πήγαν το ταξίδι στη Μάλαγα. Το επόμενο διάστημα επισημοποίησε και ο Στάθης τη σχέση του με την Λένα και ο γάμος τους έγινε σε κλειστό κύκλο με κουμπάρους φυσικά τον Κώστα και τη Γιώτα.
Ο καιρός πέρασε, η φιλία συνεχίστηκε, τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαν πολλές φορές παρέα βλέποντας και αγώνες Ολυμπιακού Παναθηναϊκού. Ο Κώστας πρότεινε μια μέρα να μαζευτούνε να παίξουνε ποδόσφαιρο Ολυμπιακοί -Παναθηναϊκοί και τα κορίτσια βόλεϊ. Βρήκαν ένα γήπεδο και το έκαναν. Το ίδιο και τα κορίτσια με φίλες της Λένας. Ο Κώστας είχε ακόμα μια ιδέα. Πρότεινε στον Στάθη να κάνει μαθήματα προπονητικής, ώστε να γίνει προπονητής με επίσημο χαρτί και να προπονεί Παναθηναϊκούς.
– Ρε κουμπάρε εσύ θες να με ξεκάνεις του είπε ο Στάθης. Παναθηναϊκούς;
– Ναι Παναθηναϊκούς. Εγώ έχω πιστοποίηση θα προπονώ Ολυμπιακούς, του είπε.
Θα βγάλω ανακοίνωση από το σταθμό αφιλοκερδώς. Οι πιτσιρικάδες θα δεις πώς θα κάνουν. Οι γονείς φαντάζομαι άλλο που δεν θέλουν. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Όχι μόνο οικονομικά δύσκολοι αλλά και για τις σχέσεις των ανθρώπων. Τα έχεις ζήσει εσύ αυτά Στάθη, τα ξέρεις.
Το επόμενο διάστημα και ύστερα από εντατικό αγώνα ο Στάθης κατάφερε να πάρει το χαρτί.
Η ανακοίνωση δεν άργησε να βγει και πλήθος γονιών έπαιρνε σειρά. Ο Στάθης και ο Κώστας συστηνόντουσαν στους γονείς και στα παιδιά βάσει της ομάδας τους και εξηγούσαν το σκοπό της δημιουργίας αυτής της αφιλοκερδούς ομάδας.
Ο Κώστας είπε πως θεωρεί ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι εμπορική επιχείρηση και πως η κοινωνία , οι γονείς και οι συγγενείς είναι υποχρεωμένοι να παραδειγματίζουν τα παιδιά τους διδάσκοντας τους ότι δεν υπάρχουν ομάδες που χωρίζουν ανθρώπους. Η κοινωνία άλλωστε θα μπορούσε να βοηθήσει εκπαιδεύοντας του νέους να μην φανατίζονται. Το ποδόσφαιρο και το κάθε μαζικό άθλημα, άλλωστε πρέπει να καταλάβουν όλοι, δεν είναι για να φανατίζεται το παιδί, είναι ένα θέαμα. Μέσα από τη σωστή καθοδήγηση των σχολείων της κοινωνίας και της οικογένειας μπορεί να γίνει αυτό. Ο γονιός παρέχοντας αυτονομία στο παιδί το βοηθάει. Γνωρίζοντας τις παρέες του ,το που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή, ποιες είναι οι παρέες του, δείχνει την υπευθυνότητα του. Οι φωνές, οι διαπληκτισμοί και η αυταρχικότητα ποτέ δεν βγαίνουν σε καλό. Δεν χρειάζεται ο γονιός να επιβάλλει τη γνώμη, είναι κάτι που τουλάχιστον στη μικρή εφηβική ηλικία θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το κήρυγμα πολλές φορές είναι ανούσιο. Το πρότυπο του παιδιού, ο γονιός, η απόδειξη ; Οι πράξεις που διδάσκουν ηθικά παραδείγματα.
Τους επόμενους μήνες σε γήπεδο 4Χ4 γραφόταν η καλύτερη ιστορία. Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί, εκεί ο Κώστας και ο Στάθης άλλαζαν την ιστορία των αιώνιων αντιπάλων. Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί, παράδειγμα για όλους.
Ο Κώστας και ο Στάθης έγιναν πρότυπο προπονητών. Ο Κώστας, μέσω του σταθμού, δεχόταν καθημερινώς συγχαρητήρια τηλεφωνήματα, email, και προσκλήσεις από όλη την Ελλάδα για να προπονήσει ομάδες. Μαζί και ο Στάθης. Οι καλύτεροι φίλοι, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός. Ο Στάθης, ο ατημέλητος νεαρός που παραλίγο να καταστρέψει τη ζωή του εκείνη την Κυριακή στο Μικρολίμανο για ένα καπρίτσιο , για το τίποτα.
Μπράβο, λοιπόν, σε όλους. Και στο Σπύρο και στο Κώστα και στη Τόνια και στη Γιώτα και στον Στάθη. Μπράβο και σε όλους όσοι τους πίστεψαν και καλά έκαναν.
Η ένωση είναι πλέον γνωστή σε όλη την Ελλάδα και φήμες λένε ότι έγινε και στο εξωτερικό γνωστή. Μια μεγάλη ταμπέλα κοσμεί το γήπεδο εξωτερικά. Ονομάζεται “ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ”. Σε αυτό το αξιόλογο έργο βοήθησε και ο δήμος όπως και άλλες υπηρεσίες με τον δικό τους τρόπο.
Τώρα θυμήθηκα μια πρόσφατη συζήτηση που είχα.
– Νίκο, τι ομάδα είσαι;
– Παναθηναϊκός , απάντησε.
– Εγώ είμαι Ολυμπιακός είπα
και πήρα την πιο σωστή απάντηση.
– Καλά κάνεις, Αθανασία.
Αυτό, θα πει παιδεία!
Είμαστε οι Νίκος Παλαμίδας και Αθανασία Παπαδοπούλου, δύο καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Μαζί αποφασίσαμε να γράψουμε το παραπάνω διήγημα.
Πάνω από τον καναπέ του σπιτιού γιατί εκεί πάνε τα κάδρα, λέμε να βάλουμε ένα κάδρο κόκκινο-πράσινο, γιατί αυτό που έχει σημασία για εμάς είναι να έχουμε ένα σπίτι γεμάτο φίλους και χρώματα.
Η ψυχολογία λέει ότι το κόκκινο φανερώνει δύναμη, αγάπη, πάθος και ενότητα. Το πράσινο πάλι, χρώμα της φύσης, της ωριμότητας, της αρμονίας και της κοινωνικής προσφοράς.
Τελικά δεν είναι τυχαίο που είμαστε οι δύο αιώνιες αντίπαλες ομάδες. Υπάρχει λόγος. Μας το απέδειξε και η παραπάνω ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή.. Μια ζωγραφιά ποτέ δεν έχει μόνο ένα χρώμα, τα χρώματα είναι δική μας επιλογή. Όλα επιλογές είναι.
Το άλλο Σάββατο κερνάμε ποτό στον “Κόκκινο βράχο”. Ο Νίκος θα χορέψει το κόκκινο ζεϊμπέκικο, είστε όλοι καλεσμένοι.
Αλήθεια, εσείς τι ομάδα είστε;
Τα ονόματα τα επώνυμα και τα μαγαζιά που χρησιμοποιούνται στο διήγημα είναι φανταστικά, και η όποια πιθανή συσχέτιση θα είναι συμπτωματική. Επίσης και τα γεγονότα είναι μυθοπλαστικά.
Νίκος Παλαμίδας
Αθανασία Παπαδοπούλου