/Μάιλς Ντέιβις: Η θυελλώδης ζωή ενός μεγάλου καινοτόμου της τζαζ

Μάιλς Ντέιβις: Η θυελλώδης ζωή ενός μεγάλου καινοτόμου της τζαζ

Ο ήχος της τρομπέτας του Μάιλς Ντέιβις θα μπορούσε να μεταφράσει τον Τζακ Κέρουακ. Ο μόνος ικανός, αφού ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος “μπητ” δεν έγραφε, αλλά δανειζόταν κάτι από το μεγαλείο της τζαζ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι για την ποιητική του συλλογή “Mexico City Blues” είχε ζητήσει μια χάρη από τους αναγνώστες: “θέλω να με θεωρήσεις ποιητή της τζαζ που παίζει με το πνευστό του ένα εκτεταμένο μπλουζ σε μια απογευματινή μάζωξη μουσικών”.

Ο Ντέιβις, λοιπόν, όταν έπαιζε δεν γέμιζε τον χώρο μόνο με μελωδίες. Εφτιαχνε και το ποιητικό μοτίβο για να δημιουργήσουν τύποι σαν τον Κέρουακ. Η εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου και η έκφραση της φιλτράρονταν από τη μουσική του. Οι συνθέσεις και το παίξιμο του μετουσιώνονταν σε κάτι μεταφυσικό κι αν άκουγες με την ψυχή σου θα ένιωθες τον μαγικό ψίθυρο νερού που μιλάει! Αν ο Κέρουακ με το “On the Road” σε ταξιδεύει στη μαγική αλήθεια, ο Μάιλς Ντέιβις αποκαλύπτει το γενέθλιο τόπο αυτής. Το ανήσυχο πνεύμα έζησε (και έπαιξε) ανάμεσα μας.

Αεικίνητος όσο κανένας

Ο Μάιλς Ντέιβις είναι ο πιο σεβαστός τζαζ τρομπετίστας και σίγουρα ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του 20ου αιώνα. Ήταν ο πρώτος μουσικός της μετά-χιπ εποχής που ενσωμάτωσε ροκ ρυθμούς και επηρέασε αφάνταστα άλλους, ροκ και τζαζ, ενθαρρύνοντας τα μουσικά πειράματα που ακολούθησαν. Από το φλερτ με το “Μπίποπ” (σ.σ είδος τζαζ στα 40’s, με σύνθετη αρμονία και ρυθμό) και τη συνύπαρξη με τον σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ, μέχρι τις  “wah-wah”  διαστρώσεις (σ.σ μουσικό αποτέλεσμα που στα χάλκινα πνευστά επιτυγχάνεται με την εναλλάξ εφαρμογή ή αφαίρεση της σίγασης) που επινοούσε για να μπορεί να ακολουθεί τον Τζίμι Χέντριξ. Ο Ντέιβις ήταν αεικίνητος όσο κανένας ερμηνευτής.

Η καταγωγή του δεν ήταν ταπεινή. Γεννήθηκε τον Μάιο του 1926 και μεγάλωσε σε ανώτερη-μεσαία τάξη στα ανατολικά προάστια του St. Louis. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και η μητέρα του δασκάλα μουσικής. Σε ηλικία 15 ετών, το 1941, ξεκίνησε να παίζει τρομπέτα ημιεπαγγελματικά με την τζαζ μπάντα του St. Louis. Το ταλέντο ήταν εκεί. Η παρουσία είναι η απόδειξη και ο ορισμός του. Τι κι να ήταν ανήλικος; Τέσσερα χρόνια αργότερα ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει σε μουσικό σχολείο στη Νέα Υόρκη. Εκεί, αναζήτησε τον σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ τον οποίο είχε γνωρίσει ένα χρόνο νωρίτερα στο St. Louis. Έγινε συγκάτοικος και προστατευόμενος του. Μάλιστα, το 1945 έπαιξε στο κουιντέτο του Πάρκερ. Οι ηχογραφήσεις αυτές αποτέλεσαν την απόλυτη αποτύπωση του κινήματος “Μπίποπ”. Ο Ντέβις άφησε το σχολείο και έπαιξε με τους Μπένι Κάρτερ, Μπίλι Έκσταϊν, Τσαρλς Μίνγκους και Όσκαρ Πέτιφορντ.

Ξεχωριστός τόνος

Ως τρομπετίστας απείχε από το να χαρακτηρίζεται βιρτουόζος. Μολαταύτα, κατάφερε να καλύψει τις όποιες τεχνικές αδυναμίες δίνοντας έμφαση στα προτερήματα του: Το μουσικό αυτί, μοναδική μουσική διατύπωση και ένας ξεχωριστός, εύθραυστος τόνος. Άρχισε να απομακρύνεται από τον γρήγορο ρυθμό πλησιάζοντας σε κάτι πιο εσωστρεφές. Η κατεύθυνση του ορίστηκε από τη συνεργασία του με τον Γκιλ Έβανς στο “Birth of the Cool”, τέλη 1949, αρχές 1950 μετέχοντας σε εννεαμελή μπάντα. Κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν οι σχολαστικές ρυθμίσεις.

Ο Ντέβις, όμως, ανήκει στους πολλούς ανθρώπους της τέχνης που δεν κατάφεραν να νικήσουν τον κακό τους εαυτό. Αυτόν που κάνει την ψυχή να κρύβεται και να σε σπρώχνει στην αγκαλιά του εσωτερικού σου δαίμονα. Τα ναρκωτικά. Την περίοδο που ξεκίνησε την καριέρα του κυριαρχούσαν στα κλαμπ και το 1949 ήταν εξαρτημένος από την ηρωίνη. Ο Μάιλς, πάντως, δεν νικήθηκε. Ευτυχώς για τον κόσμο της μουσικής. Το διάστημα της εξάρτησης συνέχισε να παίζει και να ηχογραφεί. Ωστόσο, δεν ήταν στο επίπεδο που επιθυμούσε. Η πορεία κινήθηκε σε χαμηλή ταχύτητα μέχρι το 1954 όπου και απεξαρτήθηκε.

Miles Davis Quintet

Το 1955 είναι χρονιά ορόσημο. Γιατί; Διότι με τους Φίλι Τζόε Τζόουνς (ντράμερ), Πολ Τσέιμπερς (μπασίστας), Ρεντ Γκάρλαντ (πιάνο) και, στην πρώτη του μεγάλη εμφάνιση, Τζον Κολτρέιν (σαξόφωνο) συνέθεσε το “Miles Davis Quintet”. Αμέσως έγινε το κυρίαρχο τζαζ γκρουπ της δεκαετίας του ’50. Ο Ντέιβις, όμως, δεν μπορούσε να περιχαρακώσει (και σωστά) την τέχνη του. Συνεχώς αναζητούσε, πειραματιζόταν. Έτσι, μεταξύ 1958 και 1963 η σύνθεση του γκρουπ άλλαξε αρκετές φορές. Από το κουιντέτο του πέρασαν οι Μπιλ Έβανς, Γούιντον Κέλι, Κάνονμπολ Άντερλι, Σόνι Στιτ, Χανκ Μόμπλι, Τζίμι Κομπ. Στην ουσία συνέχισε από κει που το είχε αφήσει με τον Γκιλ Έβανς και το “Birth of the Cool”. Κινούνταν εύκολα ανάμεσα σε πολυπλοκότητα και απλότητα με την ποιότητα μοναδική σταθερά.

Δουλειές όπως τα Miles Ahead (1957), Porgy and Bess (1958), Sketches of Spain (1959), Quiet Nights (1962) είναι δείγματα του ενός πόλου. Το Kind of Blue (1959) του άλλου. Εδώ, αντί να χρησιμοποιήσει ακόρντα ως βάση αυτοσχεδιασμού επιλέγει τυπικές κλίμακες και τόνους. Τα πέντε κομμάτια που κυκλοφόρησαν είναι από τα πιο γνωστά στον χώρο της τζαζ. Μάλιστα, το Kind of Blue είναι το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία του είδους. Το 1963 σχημάτισε κουιντέτο με τους Ρον Κάρτερ (μπασίστας), Χέρμπι Χάνκοκ (πιανίστας), Τόνι Ουίλιαμς (ντραμς) και Τζορτζ Κόλεμαν (σαξόφωνο). Το εν λόγω γκρουπ έμεινε μαζί μέχρι το 1968. Το διάστημα αυτό άσκησε ανάλογη επιρροή στη τζαζ με αυτή του πρώτου κουιντέτου στα 50’s.

Το μυθικό Bitches Brew

Το 1968 η φαντασία μπορεί να μην κατακτά την εξουσία, όπως επιθυμούσαν οι εξεγερθέντες μαθητές, φοιτητές στην Γαλλία, όμως επιβάλλεται στη μουσική. Ο Ντέιβις ξεκινά τη διαδικασία που θα οδηγήσει στη συγχώνευση τζαζ-ροκ. Με το “Miles in the Sky” το κουιντέτο εισήγαγε στον ήχο του τα ηλεκτρικά όργανα (συμπεριλαμβανομένου την κιθάρα του Τζορτζ Μπένσον σε ένα κομμάτι) και τον σταθερό ρυθμό των ντραμς της ροκ. Ο Ντέιβις δεν άφησε πότε να διαταραχθεί η χημεία του συνόλου. Νέα μέλη έρχονταν και ακολουθούσαν τις δημιουργικές ιδιοτροπίες του. Στο “Filles de Kilimanjaro” η ροκ επιρροή έγινε πιο έντονη. Το άλμπουμ “In a Silent Way” (1969) χαρακτηρίστηκε από τη χρησιμοποίηση keyboard (πλήκτρα) και της κιθάρας του John McLaughlin. Ήταν σχεδόν ψυχεδελικό.

Για τον επόμενο δίσκο συγκέντρωσε “την καλύτερη ροκ εν ρολ μπάντα στον κόσμο” όπως έλεγε με περηφάνια. Ποιοι την αποτελούσαν; Σόρτερ, ΜακΛάφλιν, ο μπασίστας Ντέιβιντ Χόλαντ, ο Τζόε Ζάβινουλ στα πλήκτρα, ο οργανοπαίκτης Λάρι Γιανγκ, ο μπασίστας Χάρβεϊ Μπρουκς, ο Μπένι Μάπιν μπάσο κλαρίνο και στα κρουστά οι Τζακ ΝτεΓιονέτε, Λένι Ουάιτ, Ντον Αλίας, Τζιμ Ράιλι. Ο Ντέβις δίχως πρόβες και οδηγίες τους άφησε να παίξουν. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία και έδωσε στην τζαζ το μυθικό Bitches Brew το οποίο πούλησε πάνω 400 χιλιάδες κόπιες. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία του Brew έκαναν τον Ντέιβις ροκ σταρ. Το κοινό που τον ακολουθούσε αυξήθηκε σημαντικά. Οι συναυλιακοί χώροι όπου εμφανιζόταν ανά τον κόσμο γέμιζαν ασφυκτικά. Η τζαζ-ροκ κυριαρχούσε ακόμη κι όταν δεν έπαιζε. Συνεργάτες τόλμησαν δικά τους σχήματα δίνοντας πρόσθετη ώθηση στη νέα φόρμα.

Εξέλιξε τις ιδέες του

Το 1972 έσπασε και τα δύο του πόδια σε αυτοκινητικό ατύχημα. Η δραστηριότητα του σταμάτησε προσωρινά και ήταν η αρχή για την απομόνωση του. Παρ’ όλα αυτά, το πνεύμα δεν γνωρίζει περιορισμούς και στο διάστημα 1972-1975 εξέλιξε τις ιδέες που παρουσίασε στο “Bitches Brew”. Ο Ντέιβις μπόρεσε να αποσπάσει τις “κρουστικές ιδιότητες” των ρυθμισμένων οργάνων κάνοντας μεγαλύτερη χρήση των ηλεκτρονικών και των ισχυρών ενισχυτών. Την ίδια στιγμή απομείωνε τα σόλο για χάρη του συνόλου. Η μουσική έγινε πιο άγρια. Ταραγμένη. Οι μουσικοί που τον πλαισίωναν στα μέσα των 70’s ήταν μεταξύ άλλων οι Μάικλ Χέντερσον (μπασίστας), Ρέτζι Λούκας, Πιτ Κόσι (κιθαρίστες), Αλ Φόστερ, Μ’ Τιούμι (ντράμερ) και Σόνι Φόρτσουν, Ντέιβ Λίμπμαν (σαξόφωνο).

Το άλμπουμ “Agharta” ηχογραφήθηκε στην Ιαπωνία το 1975 και, για μια πενταετία, ήταν το τελευταίο του νέου μίγματος. Σε αυτό το διάστημα ξόδεψε την ενέργεια του για να αναρρώσει από πρόβλημα στο ισχίο. Με την ενθάρρυνση της συζύγου του, ηθοποιό Σίσελι Τάισον, επανεμφανίστηκε το 1981 με νέο δίσκο και συναυλίες. Το “Man With the Horn” ήταν το πιο δημοφιλές άλμπουμ μετά το “Bitches Brew”. Βέβαια, παλιοί υποστηρικτές ενοχλήθηκαν με τα ποπ κλισέ, όμως το αποτέλεσμα ήταν αυτό που μετρούσε ενώ σηματοδότησε την επιστροφή στις ζωντανές εμφανίσεις.

Η τρομπέτα που πάντα ξεχώριζε