/Η γοητευτική πνευματικότητα στο νεοπλαστικισμό του Μοντριάν

Η γοητευτική πνευματικότητα στο νεοπλαστικισμό του Μοντριάν

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης

Ο Πητ Μοντριάν / Piet Mondrian γεννήθηκε στην πόλη Αμερσφόρτ της Ολλανδίας το 1872. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ την περίοδο 1892-1895. Τα πρώτα του έργα ήταν νατουραλιστικές και ιμπρεσιονιστικές τοπιογραφίες που αργότερα επηρεάστηκαν από τα έντονα χρωματικά περιγράμματα των φωβιστών. Ο Μοντριάν ζωγράφισε τα χωράφια, τις φάρμες και τα κανάλια με τους ανεμόμυλους γύρω από το Άμστερνταμ και τα έργα του εκείνη την εποχή αποκαλύπτουν μια μεγάλη αγάπη για τα δέντρα και τη φύση. Σε πολλούς πίνακες του και έργα του με ακουαρέλα όπως η  «Amaryllis» του 1910, στην οποία τα έντονα χρωματιστά λουλούδια είναι όμορφα διατεταγμένα στο χαρτί είναι εμφανής και διάχυτη η λεπτή προσέγγιση του στη φύση. Σε ορισμένες από τις συνθέσεις του είχε επιρροές από τον πουαντιγισμό του Σερά.

 Η τέχνη του Μοντριάν είναι παράλληλα συνδεδεμένη και με τις έντονες πνευματικές του αναζητήσεις, καθώς από το 1908 επέδειξε ενδιαφέρον για την θεοσοφία. Το 1909 έγινε μέλος της θεοσοφικής Εταιρείας. Ζωγραφίζοντας καμβάδες όπου τα χρώματα εφαρμόζονταν σε μπαλώματα και οι οριζόντιες και κάθετες γραμμές δόμησης έγιναν απολύτως ευθείες. Αν και αυτοί οι πίνακες δεν έγιναν εύκολα αποδεκτοί από το κοινό, δεν εγκατέλειψε το στυλ που ονόμασε Νεοπλαστικισμό. Ήταν από αυτούς που έμενε πάντα σταθερός στις πεποιθήσεις του και έλεγε: «Η θέση του καλλιτέχνη είναι ταπεινή. Είναι ουσιαστικά ένα κανάλι». Η οργανική ενότητα της αναζήτησης του για το «πλαστικό ισοδύναμο μιας παγκόσμιας αλήθειας» τον ανάδειξε κορυφαία μορφή του μοντερνισμού.

Το 1912 ο Μοντριάν επισκέφθηκε το Παρίσι όπου εστίασε συστηματικά στον κυβισμό με τον οποίο είχε έρθει σε επαφή στην έκθεση κυβιστικών έργων στο Άμστερνταμ το 1911. Την περίοδο αυτή υπογράφει πλέον ως “Mondrian” αντί του κανονικού “Mondriaan”. Η παραμονή του στο Παρίσι σημαδεύτηκε από την μελέτη του στο έργο του Μπρακ, του Πικάσο αλλά και του Σεζάν και υπήρξε σημαντική η επίδραση τους στο προσωπικό του στυλ. Τα έργα του σταδιακά απόκτησαν έντονα γεωμετρικά χαρακτηριστικά και αφαιρετική  οπτική. Σε αντίθεση με τους κυβιστές, που επικεντρώθηκαν στην ταυτόχρονη οπτική απόδοση του αισθητικού αντικειμένου, αναζητούσε τον συγκερασμό της ζωγραφικής με τους πνευματικούς και φιλοσοφικούς του στοχασμούς, με αποτέλεσμα να έρθει τελικά σε οριστική ρήξη με την εικονική ζωγραφική των ρεαλιστικών αναπαραστάσεων προτείνοντας την ομορφιά και την αρμονία των ανεικονικών συνθέσεων. Η επιστροφή του στην Ολλανδία συνοδεύτηκε από την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και παράμεινε στην Ολλανδία μέχρι την λήξη του. Στο διάστημα αυτό συνδέθηκε με τους Bart van der Leck και Theo van Doesburg. Με τον Ντένσμπουργκ  έκδωσε το περιοδικό  «De Stijl» το 1917, με στόχο την διάδοση των αντιλήψεων τους. Οι θεωρητικές απόψεις τους αποτελέσαν την βάση για το κίνημα του νεοπλαστικισμού και της ελάχιστης τέχνης. Ο Μοντριάν την περίοδο 1917 – 1918, δημοσίευσε την θεωρητική μελέτη του «The New Plastic in Painting», όπου καταγράφει συστηματικά το νέο εικαστικό ύφος της απόλυτης αφαίρεσης. Επανεξετάζει το θέμα της παλιάς καλλιτεχνικής κουλτούρας και οραματίζεται μια νέα καλλιτεχνική παιδεία.

Ο Μοντριάν ξαναπήγε στο Παρίσι το 1919 όπου και παράμεινε μέχρι το 1938, καλλιεργώντας το προσωπικό και άμεσα διακριτό καλλιτεχνικό ύφος. Οι πίνακες του αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από το ύφος του νεοπλαστικισμού και αποτελούν αφηρημένες γεωμετρικές συνθέσεις, όπου κυριαρχούν λεπτές, μαύρες, οριζόντιες ή κάθετες γραμμές σχηματίζοντας ένα είδος πλέγματος, το οποίο εμπλουτίζεται από  παραλληλόγραμμες ή τετραγωνικές επιφάνειες με καθαρά χρώματα. Ένα σημαντικό στοιχείο της ιδιαίτερης τεχνοτροπίας του Μοντριάν είναι ο μινιμαλισμός και η ουσιαστική απλοϊκότητα των νέων συνθέσεων. Το 1938 με την επικίνδυνη άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού εγκατάλειψε το Παρίσι για να μεταβεί στο Λονδίνο. Δύο χρόνια αργότερα έφυγε οριστικά για την Αμερική. Στη Νέα Υόρκη καταξιώθηκε διεθνώς και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.  Οι πίνακες του της ενότητας  Broadway Boogie-Woogie, θεωρούνται από τα πλέον επιδραστικά έργα αφηρημένης τέχνης. Επιπλέον σηματοδότησε την απαρχή μιας πολυχρωματικής οπτικής στις λιτές συνθέσεις του, η οποία όμως ανακόπηκε με τον  θάνατο του το 1944. Ο πνευματικός προσανατολισμός του Mondrian μακριά από τα ρεαλιστικά ιδανικά και ζητούμενα προς τις θεοσοφικές  πεποιθήσεις  περί συμπαντικών νόμων, αρμονίας και ομορφιάς, τον τοποθέτησε ανάμεσα στους καλλιτέχνες με τη μεγαλύτερη επιρροή όλων των εποχών. Η συνθετική  αποκρυστάλλωση του επηρέασε εικαστικούς, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές και ενδυματολόγους. Διάσημα έγιναν τα ρούχα και τα αξεσουάρ με μοτίβα του, που λάνσαρε σε επιδείξεις μόδας ο Υβ Σαιν Λωράν και εκτίθενται σε μουσεία μόδας.

Βασικό παράδειγμα του νεοπλαστικού στυλ του Mondrian είναι η σχεδίαση στον καμβά, οριζόντια και κάθετα, με μαύρες γραμμές που δημιουργούν διαφορετικά τμήματα στην επιφάνεια, τα οποία με τη σειρά τους είναι ζωγραφισμένα με καθαρά χρώματα. Ο Μοντριάν κατείχε ένα φιλοσοφικό λεξιλόγιο περί «πλαστικών μαθηματικών» προερχόμενο από τις διατυπώσεις του Ολλανδού νεοπλατωνικού διανοητή Σενμαίκερς και τον θετικό μυστικισμό του. Η Kathleen Dreier, Αμερικανίδα θεατρική παραγωγός, ένθερμη υποστηρίκτρια στην προώθηση του Μοντριάν έγραψε: «Η Ολλανδία χάρισε στον κόσμο τρεις μεγάλους ζωγράφους που, μέσα από τυπικά προϊόντα της χώρας, έχουν ξεπεράσει όλα τα εθνικά σύνορα με την δύναμη της προσωπικότητάς τους. Ο πρώτος ήταν ο Ρέμπραντ, ο δεύτερος ο Βαν Γκογκ. Ο τρίτος είναι ο Μοντριάν». Η ιδιοφυία του σεμνού Μοντριάν εκτιμήθηκε πλήρως μεταθανάτια. Τα έργα του είναι περιζήτητα σε δημοπρασίες από τους συλλέκτες παγκοσμίως και πολλές αναδρομικές εκθέσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε μεγάλα μουσεία και διεθνείς γκαλερί. Αν και επέλεξε να ζήσει με ελάχιστα μέσα, για να ζωγραφίσει όπως ένιωθε, μη ενδίδοντας στο παραστατικό κατεστημένο της εποχής του, η συνέπεια του τον δικαίωσε. Άσκησε ζωγραφικά ότι κήρυττε και γι’ αυτό απέκτησε εκτίμηση και διαχρονική αναγνώριση. Η εικαστική του γραφή δεν είναι πειραματική αναζήτηση μιας νέας εκφραστικής δυνατότητας αλλά η ενσάρκωση της ισορροπίας και της ακτινοβολίας του πνεύματος, ανάμεσα στην πειθαρχία και την ελευθερία.

(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)