/Γιώργος Κουφαλάς: Με γοητεύει η πολυχρωμία των φωνών, δίχως μια εσωτερική ενότητα
Mayrageri

Γιώργος Κουφαλάς: Με γοητεύει η πολυχρωμία των φωνών, δίχως μια εσωτερική ενότητα

Ο συγγραφέας Γιώργος Κουφαλάς μιλά στο CulturePoint.gr με αφορμή το βιβλίο του “Μαυραγέρι” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άνω Τελεία.

Το «Μαυραγέρι» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2024, που σημαίνει ότι έχει κλείσει έναν χρόνο κυκλοφορίας. Πώς βίωσες την εμπειρία της έκδοσης και ποια τα συναισθήματά σου μέσα από την πορεία του βιβλίου σου;

Παρότι τα νούμερα είναι αυτά επισήμως πρέπει να πάω στο 2015, αν θυμάμαι καλά, γιατί τότε γράφτηκε το εν λόγω συμπίλημα εμπειριών και συναισθημάτων. Για εμένα λοιπόν, ίσως και εν μέρει λαθεμένα διότι στερήθηκα το παρόν κάποιον γεγονότων, έχει περισσότερη σημασία εκείνη η σιωπηλή χρονική περίοδος παρά αυτή του πρώτου έτους από την έκδοση. Εφόσον μάλιστα είχα έρθει σε επαφή με έναν εκδοτικό, είχα βρεθεί από τότε στα πρόθυρα της κυκλοφορίας. Όταν η Άνω Τελεία ανέλαβε να ολοκληρώσει το συμβάν διά του τυπογραφείου, ξεκίνησα να αναρωτιέμαι γιατί σταμάτησα να γράφω, απορία με την οποία δεν έχω ακόμα ξεμπερδέψει. Για να μην αφήσω όμως και την ερώτηση αναπάντητη, η εμπειρία της έκδοσης ήταν σημαντική πολυπλεύρως: Με την επισημοποίηση του κειμένου μου διά μέσω ενός άλλου φορέα ένιωσα ότι αυτόπροσδιορίζομαι και ετεροπροσδιορίζομαι από την ιδιότητα του συγγραφέα· με έφερε σε επαφή με άλλα άτομα που σκέφτονται και ίσως ζουν (έστω τις πιο μικρές, λογοτεχνικές ώρες) όπως κι εγώ· άνοιξε πόρτες και με γνώρισε σε ανθρώπους του χώρου. Περί των συναισθημάτων για την «πορεία» του βιβλίου τα εξής: Άτομα που θεωρούσα και θεωρώ θαυμαστά, είτε σαν αναγνώστες είτε σαν συγγραφείς, μου μίλησαν με λόγια για το Μαυραγέρι τα οποία δε θέλω να ξεχάσω. Τέλος, το έργο μου βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία, εκεί δηλαδή όπου «ζουν» τα βιβλία των δασκάλων, των ηρώων, των ανθρώπων που με διαμόρφωσαν και με διαμορφώνουν.

Οι ιστορίες σου μοιάζουν με αυτόνομα σύμπαντα που όμως συνομιλούν υπόγεια μεταξύ τους. Τι είναι αυτό που σε οδηγεί στη σύνθεση μιας συλλογής; Αναζητάς την εσωτερική τους ενότητα ή σε γοητεύει η αποσπασματικότητα και η ποικιλία των φωνών;

Θα μπορούσα να απαντήσω με ένα «Ναι, όπως τα λες είναι. Η παρατήρησή σου είναι εξαιρετική. Λίγο έτσι, λίγο αλλιώς», και να γλιτώσω τον χρόνο όλων μας, αλλά θα ήταν άδικο προς το λογύδριο που κατέληξε να είναι η πρώτη μου απάντηση. Ας τις χαρακτηρίσω αυτόνομα σύμπαντα κι εγώ, και μπορώ έλλογα, διότι όταν γράφτηκαν ήταν αυτό ακριβώς: Αυτοτελείς μικρές ιστορίες, γραμμένες η καθεμία έχοντας στον νου της την ίδια και μόνο, με εξαίρεση την τελευταία  η οποία δημιουργήθηκε από σκοπού. Εδώ δυστυχώς η μνήμη με προδίδει, δε θυμάμαι πώς αποφάσισα να τις εντάξω σε μία μεγαλύτερη αφήγηση, καθιστώντας τες πρακτικά κομμάτια που θα διατηρούν τον χαρακτήρα και την ταυτότητά τους, αλλά τελικώς θα συνθέσουν κάτι πληρέστερο. Η δόμηση μιας συλλογής ίσως είναι η υπόταξη αποσπασματικής έμπνευσης, κι αν αντικατοπτρίζει κάτι από την καθημερινότητα θα είναι ακριβώς αυτό: την ποικιλία των προσωπείων και των φωνών μας, ανάλογα με την ημέρα, τη θέση μας, την κούραση και το αποτέλεσμα. Η ποικιλία καταλήγει να είναι «εμείς» και προσφέρει ένα παράθυρο για αυτοκριτική. Στο Μαυραγέρι, αυτό ας είναι το απολύτως τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Άρα ναι, ενώ με γοητεύει η πολυχρωμία των φωνών, δίχως μια εσωτερική ενότητα ή κοινή κατάληξη (εμφανής ή αφανής, επιτυχής ή όχι) θα μου έλειπε κάτι απολύτως αναγκαίο: μια αίσθηση τέλους.

Δεδομένου ότι η έννοια του κύκλου είναι ένα από τα σημαντικά στοιχεία στo έργο σου, θεωρείς ότι είναι περισσότερο συνυφασμένη με το αδιέξοδο ως κατάσταση ύπαρξης, με έναν φαύλο κύκλο δηλαδή, ή με μια ενδεχόμενη ανανέωση και απώτερο σκοπό την αυτογνωσία, τουτέστιν μια αέναη ανακύκλωση;

«Ναι, όπως τα λες είναι. Η παρατήρησή σου είναι εξαιρετική. Λίγο έτσι, λίγο αλλιώς», και εδώ αστειεύομαι δίχως να αστειεύομαι. Ένα κύκλος εμπεριέχει κάθε κατάσταση, για τον διανύσεις επιλέγεις ένα σημείο και από αυτό ως αφετηρία ξεκινάς να κινείσαι και ίσως, κατά την επανάληψη, να αποφύγεις κάποια προηγούμενα στραβοπατήματα, να του δώσεις τη χάρη μιας σπείρας. Εφόσον παραμένουμε άνθρωποι και δεν ξεχνάμε ότι το τέλος είναι το μόνο βέβαιο, η ελπίδα μας (μου;) είναι να το φτάσουμε μέσα από ένα ταξίδι αυτοβελτίωσης, άρα και αυτογνωσίας. Το αδιέξοδο λοιπόν δε θα το έλεγα «κατάσταση ύπαρξης» αλλά απλώς «ύπαρξη». Όταν είχα γράψει το Μαυραγέρι με διακατείχε ίσως η πιο νιχιλιστική διάθεση της ζωής μου. Κάποτε, εν μέσω μιας ακόμα «αέναης ανακύκλωσης», αποφάσισα ότι κάτι έπρεπε να κάνω με δαύτη. Την άλλαξα κι από τότε η νέα μου διάθεση λέει, «Ε, δε θα σκάσω κιόλας». Πλέον η ξενοιασιά έχει περισσότερες ρωγμές για να εισβάλλει στο καθημέρι. Η χαρά είναι μια άλλη υπόθεση, υπόθεση στιγμών. Η ενδεχόμενη ανανέωση λοιπόν, όπως τη χαρακτηρίζεις, ας υψωθεί όσο δύναται σαν σημαία.

Πολύ συχνά η γλώσσα που χρησιμοποιείς αποτυπώνει μια αίσθηση φθοράς και αποσύνθεσης. Ωστόσο, η ίδια γλώσσα εμπεριέχει και μια δυνατότητα επανερμηνείας του κόσμου μέσω των χαρακτήρων σου. Ποια όψη της ήταν στόχος σου να κυριαρχήσει στην πραγματικότητα του έργου σου;

Η δεύτερη, αν και προέκυψε. Παρόλα αυτά το ζήτημα της γλώσσας ήταν βασικό. Ο τρόμος σαν πλατύ συγγραφικό είδος κυρίως με απογοήτευε, όπως και αντίστοιχες κινηματογραφικές του αποτυπώσεις. Καθώς είχα επαφή με πιο παραδοσιακές λογοτεχνικές μορφές του και λαμπρή εξαίρεση συναποτελούσε η μουσική του έκφραση, άρχισα να θεωρώ ότι το ιδίωμα στα χέρια όχι και τόσο εμπνευσμένων ή καταρτισμένων δημιουργών με άφηνε αδιάφορο· δεν έβρισκα νόημα σε πολλά από όσα έβλεπα ή διάβαζα. Καθώς είχα εμπλακεί από καλλιτεχνική περιέργεια και επιμονή τρίτων, κάποτε άρχισα να παρατηρώ τα επιμέρους. Κατανόησα ότι τα έβαζα και με τη γλώσσα και τη συγγραφική αποτύπωση μιας τέτοιας ιστορίας (η λέξη λογοτεχνία δεν ταίριαζε ουδόλως), οπότε είπα ότι θα γράψω τρόμο, αποφασίζοντας να τον αποδώσω με τη γλώσσα και το ύφος που προτιμώ. Η προσπάθεια (στα μάτια μου) έγινε αποτέλεσμα και έτσι σιγά σιγά γράφτηκαν οι πρώτες ιστορίες που κατέληξαν να ενταχθούν στο Μαυραγέρι. Μάλιστα, η δομή του βιβλίου μιμείται τις εκδόσεις Αίολος και τον τρόπο που συμμάζευαν σε ομάδες τις ιστορίες του H.P. Lovecraft, ενός συγγραφέα τρόμου ο οποίος λειτουργεί ακόμα σαν φάρος για τη γεύση και την κριτική μου. Η πιο ποιητική ή λυρική (και εγκεφαλική, ίσως σε υπερβολικό ανά σημεία βαθμό) ανάγκη μου, προσέφερε τη δυνατότητα επανερμηνείας που παρατηρείς.

Στην αφήγησή σου το προφανές σταδιακά διαβρώνεται, ενώ ο αναγνώστης δεν καλείται να κατανοήσει αλλά να διασχίσει τα διηγήματά σου, υποκινούμενος από την ώθηση που του προσφέρει ο μαύρος άνεμος. Πιστεύεις ότι η λογοτεχνία αποτελεί έναν έστω και φαντασιακό τόπο συνάντησης ή ένα πέρασμα για να το βαδίσει καθένας μόνος του με ρυθμό που προκύπτει από τη δύναμη των λέξεων;

Ένας λαμπρός, μοναδικός δημιουργικός είχε πει πως αν χίλια άτομα διαβάσουν το ίδιο βιβλίο, είναι σαν να έχουν διαβαστεί χίλια διαφορετικά βιβλία. Και βιωματικά πια αναγνωρίζω την αλήθεια στην παραπάνω δήλωση, αν και θα παραπονιέμαι για το ότι δεν ισχύει το αντίθετο. Από την άλλη, ποιος θέλει να τον περικυκλώνει η ίδια προσωπικότητα, η οποία μάλιστα και να προσομοιάζει στη δική του; Παρόλα αυτά, κάτι μας συντονίζει στο μήκος κύματος το οποίο εκπέμπει το κάθε βιβλίο. Όσο σίγουρος κι αν είμαι για το τι επιδίωκα να καταφέρω, ο αναγνώστης πώς το βιώνει; Ο τόπος συνάντησης υπάρχει και το καλλιτεχνικό αντικείμενο υπόσχεται την είσοδο στον φαντασιακό κόσμο του. Αυτό που μένει όμως είναι το πέρασμα, το πώς και το αν θα το βαδίσει ο καθένας. Αν ο φαντασιακός τόπος συνάντησης είναι απλός και μόνο το «νησί του αναγνωστικού λογοτεχνικού χρόνου», θα αναγνωρίσω τελικά ότι επαρκεί για να μετριάσει το παράπονό μου. Ούτως η άλλως ζούμε περισσότερο απομονωμένοι από ποτέ, ακόμα και όταν βρισκόμαστε ως φυσικές παρουσίες στον ίδιο τόπο και χρόνο. Αν στη δική μου περίπτωση ο μαύρος άνεμος βρίσκεται εκεί για να γυρίζει τις σελίδες και να αφήνει τα δάχτυλα ελεύθερα, δροσερά ακόμα, μου φτάνει.

Αρκετές εκφράσεις σου είναι εμποτισμένες με ειρωνικά στοιχεία και μια διάθεση έστω και μερικής αποδόμησης της ίδιας της πρόζας ενώ ορισμένες άλλες λειτουργούν συχνά αυτοαναιρούμενες ‒ χτίζουν και γκρεμίζουν ταυτόχρονα. Ποια πιστεύεις πως είναι η θέση του συγγραφέα σε ένα έργο όπου τρόπον τινά αμφισβητούνται τα ίδια του τα εργαλεία;

Είχα μια κουβέντα με τον Μανόλη Νταγιαντά. Μεταξύ των πολλών ωραίων του απόψεων είχε και την ακόλουθη (παραλλάζω, λόγοι μνήμης και ωραιοποίησης): «Δε χρειάζεται να είμαστε ο νέος Κάφκα, μπορεί να είμαστε οι σκαπανείς που θα του ανοίξουν τον δρόμο». Βάλε τώρα και το «άλλοθι» του πρωτοεμφανιζόμενου, την «απειρία», την «ανάγκη να σπάσεις τα καλούπια», την «ποιητική αδεία»… Αν μη τι άλλο, τα τρικ και οι άσσοι που ίσως θεωρούσα πως έβγαζα από το μανίκι να επεδίωκαν τον εντυπωσιασμό, αλλά τουλάχιστον είχα διαβάσει αρκετά ώστε να γνωρίζω πώς τα εργαλεία μου μπορούν να πλαισιώσουν την αποτυχία τόσο ώστε το ρίσκο να αξίζει. Από την άλλη ένιωθα πως ό,τι χρησιμοποιούσα σαν μπούσουλα μου παρέδιδε κάτι, κάποιο αποτέλεσμα· ιστορίες και σελίδες που στέκουν, που μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους δίχως να είμαι παρών. Εφόσον λοιπόν επιλέγω να αμφισβητώ τα εργαλεία μου, και εγώ και όποιος, ποια άλλη θέση θα πάρουμε πέραν αυτής του μαθητή που προσπαθεί να τα βάλει με τον δάσκαλο; Κάπως έτσι νομίζω ότι ένιωθα, μισός αντέγραφα και μισός αποδομούσα, έβαζα τη χροιά μου και την αναπνοή μου σε λέξεις που υπό άλλες συνθήκες δε θα μου ανήκαν.

Η απώλεια συχνά θεωρείται ως κινητήριος δύναμη για όποιον εκφράζεται μέσω της τέχνης, θεματική που απασχολεί ιδιαίτερα το έργο σου. Τι πιστεύεις πως είναι αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι χάνεται ξανά και ξανά σε κάθε σου κείμενο; Αναφέρεσαι κυρίως σε κάτι απτό, στην ίδια την έμπνευση η οποία οφείλει να επανακτηθεί ή σε κάτι άλλο ουσιώδες;

Ξανά, η παρατηρητικότητά σου είναι φοβερή και με βοηθάει να εκφραστώ όσο πιο σύντομα είναι δυνατόν. Η απώλεια από τις πρώτες σελίδες εξυμνείται, είναι το εναρκτήριο γεγονός. Κάτι, κάποια, για μία και μοναδική φορά χάθηκε ή έφυγε, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια, ισχυρές και μη λειτουργικές σκέψεις. Η έμπνευση ταυτίζεται με την κίνηση και τελικά εξισώνεται με τον έρωτα, έναν καταραμένο έρωτα του καλλιτεχνικού φόβου προς την ανεκπλήρωτη δημιουργία. Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε μια δραστηριοποίηση. Τμηματικά και σταθερά πράγματα συμβαίνουν, ξεδιπλώνονται μέσω των λέξεων, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση. Τελικώς, αυτό που χάνεται ξανά και ξανά είναι η προσκόλληση στην αδράνεια, την παραμονή στη στασιμότητα και τη διατήρηση του οικείου δημιουργήματος που είναι τελικά μια φυλακή. Έτσι λοιπόν τα πράγματα συμβαίνουν, με το ανάλογο όμως τίμημα.

Η πραγματικότητα των χαρακτήρων σου δεν εμφανίζεται αυτούσια, παρά φιλτραρισμένη και παραμορφωμένη, σχεδόν ονειρική. Ποιες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιρροές σου στη διαμόρφωση του συγγραφικού σου ύφους; Πιστεύεις επίσης πως η λογοτεχνία είναι εξ ορισμού απάρνηση του πραγματικού ή ίσως η μόνη ακριβής αναπαράστασή του;

Η λογοτεχνία, (και κάθε μορφή τέχνης) οφείλει να είναι και τα δύο. Πιστεύω ότι εξαρτάται από το περιβάλλον και τον χρόνο. Θα προκύπτουν ζητήματα προσωπικής έκφρασης, ή ακόμη ακόμη και «αναγκαστικής έκφρασης», αυτή δηλαδή στην οποία μας εξαναγκάζει να υποταχθούμε το όποιο έργο δημιουργείται από εμάς. Όσο η τέχνη υψώνει καθρέφτες προς την κοινωνία και δε χαϊδεύει τα αφτιά κανενός θεωρώ ότι εκτελεί το έργο της. Παραμένω πολέμιος του αφοριστικού και πανεύκολου άλλοθι που δίνει η φανφάρα «τέχνη για την τέχνη». Ας κοιτάξουμε έξω από το παράθυρό μας κι ας αναλογιστούμε αν έχουμε τα περιθώρια να παράγουμε «τεχνουργήματα» σαν διαφημιστές. Η λογοτεχνία έχει τέτοια δύναμη ώστε αν απαρνείται το πραγματικό θα προσφέρει ένα άνοιγμα σε κάτι καλύτερο, ένα όνειρο που ίσως πραγματοποιηθεί στο μέλλον· αν την αποτυπώνει με ακρίβεια, το λιγότερο θα μας βάλει σε σκέψεις. Οι χαρακτήρες μου λειτουργώντας είτε έτσι είτε αλλιώς, αποτυπώνουν τη φανταστική και ιδανική πλευρά που θα ήθελα να εμφανίσω στις καταστάσεις που περιγράφονται.

Περί των επιρροών μου τώρα, η απάντηση είναι πανεύκολη: Φίλιπ Κ. Ντικ, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Νίκος Καζαντζάκης, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Άλαν Μουρ και Γκραντ Μόρισον. Επιπλέον, για κάποιες πιο συναισθηματικές ή ατμοσφαιρικές στιγμές, απευθυνόμουν προς τη μουσική που άκουγα τότε, κυρίως σκοτεινά και επιθετικά ξένα άλμπουμ.

Θεωρείς ότι η μνήμη αποτελεί συχνότερα μια πιστή σύντροφο ή εχθρό του συγγραφέα, δεδομένου ότι είναι φανερό ότι σε απασχολεί σε αρκετά σημεία της αφήγησής σου;

Θα εξιδανικεύσω: πιστή σύντροφος. Η μνήμη και η αγάπη είναι ο μόνος συνδυασμός που οδηγεί στη δικαιοσύνη. Ακόμα και αν μας βασανίζει επαναφέροντας τις χειρότερες στιγμές μας δεν μπορεί παρά να δρα διδακτικά· είναι αυστηρή και ανελέητη κριτής. Προσωπικά δε, μονάχα έτσι θα ήθελα να λειτουργεί. Και πώς θα μπορούσε να ήταν και εχθρός του συγγραφέα; Το λιγότερο μας προφυλάσσει από χοντροκοπιές και ατοπήματα!

Ορισμένες φράσεις σου που μιλούν για το εφήμερο ή το άπιαστο θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σαν μια προσπάθεια να αλλοιώσεις την έννοια του χρόνου ή ακόμα και να λειτουργήσεις εξωχρονικά. Πιστεύεις στη δυνατότητα της γλώσσας να συγκρατεί κάτι που μοιάζει χαμένο ή πρόκειται κυρίως για μια μορφή αποχαιρετισμού όσων αναγκαζόμαστε να αφήσουμε πίσω;

Επιλέγω να πιστεύω στο ότι συγκρατεί κάτι που μοιάζει χαμένο. Το ότι μπορώ να κοιτάξω σε γραπτά δεκάδων ετών πίσω και να επηρεαστώ από αυτά, να τα ανασκαλέψω και να τα μιμηθώ είναι μια τόσο γλυκιά υπόθεση, φέρνει την αίσθηση μιας νοσταλγίας για πράγματα τα οποία είναι χρονικά αδύνατον να έχω βιώσει αλλά μου μοιάζουν σαν να τα έζησα. Αν θελήσω να τα αφήσω πίσω, αυτή είναι μια επιλογή η οποία εξαρτάται από τα παραπάνω, και στο να έχεις επιλογές είναι βρίσκεται όλη η υπόθεση – και θα επιμείνω σε αυτή την ψευδαίσθηση ακόμα κι αν όλα αποδειχθούν προκαθορισμένα. Άρα ναι, θέλω και να αλλοιώσω την έννοια του χρόνου, να λειτουργήσω εξωχρονικά προσφέροντας πλαστές ή κατασκευασμένες αναμνήσεις, τρόπους για να δουλέψω τα συναισθήματά μου εκθέτοντας τη φαντασία μου έστω σε καταστάσεις που τα αναγκάζουν να τεντωθούν προς κατευθύνσεις και τοπία στα οποία δεν έτυχε να βρεθούν από μόνα τους – σαν μια άσκηση, μια προετοιμασία.

Τέλος, ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σου σχέδια; Σκέφτεσαι να διερευνήσεις νέες θεματικές ή να πειραματιστείς με άλλες μορφές γραφής; Πώς βλέπεις την προσωπική και δημιουργική σου εξέλιξη τα επόμενα χρόνια;

Εφόσον τα γραπτά δε μένουν πλέον στα συρτάρια, η δημιουργική εξέλιξη είναι συνυφασμένη και με τη λογιστική πορεία τους. Φυσικά το ποσοστό επιρροής της πρέπει να είναι στο ελάχιστο δυνατό, όμως δε γίνεται πια να μη τη λαμβάνεις υπόψη. Παροντικά έχω τη χαρά να την απορροφώ σαν κριτική (ο κύκλος των αναγνωστών είναι πολύ μικρός), άρα και να τη χρησιμοποιώ για να αποσαφηνίζει ή να επιβεβαιώνει πράγματα που έχω στο κεφάλι μου για τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορίες μου επικοινωνούν. Έτσι μπορεί να αναγνωρίσω ατοπήματα ή ελλείψεις (και στις δύο πλευρές), να πεισμώσω περισσότερο και να επιμείνω στην εξέλιξή μου. Έχοντας λοιπόν κι έναν ακόμη μπούσουλα, αν υπάρξει επόμενο συγγραφικό σχέδιο θα πρέπει να με οδηγήσει σε νέες θεματικές, νέες μορφές γραφής και ύφους. Θα ήθελα να μη μείνω στάσιμος. Χάρη στην κυκλοφορία του βιβλίου έχω επιστρέψει στις λέξεις μου, είμαι παραγωγικός και υπάρχουν αρκετά αρχεία ή μπλοκ που γεμίζουν, σκίζονται, σβήνουν κι αλλάζουν. Η διαδικασία από μόνη της με ικανοποιεί και εργάζομαι άνευ προσδοκιών αλλά με στόχους και κατεύθυνση. Αν κάτι ολοκληρωθεί και εφόσον περάσει από το κοσκίνισμα που θα του επιβάλλω, θα δουλευτεί όσο χρειάζεται. Μόλις ακουμπήσει τα κριτήρια ποιότητας που έχω στον νου μου, τότε θα κοιτάξω αν μπορώ να το δώσω για να κυκλοφορήσει και προς τα έξω.

 

Οπισθόφυλλο:

Άντε λοιπόν, βούτα! Να κατέβεις στον ασημένιο βυθό και να βγεις πίσω στη χρυσή επιφάνεια με μια λέξη, μια νότα. Ζωγράφισέ την πάνω στην άμμο! Όταν όλα τα σχήματα το αεράκι τα κάνει Τίποτα, Σκόνη, να ανακουφιστείς. Κοινώνησε αυτήν την αναπνοή σαν Λειτουργία. Ορίστε, μάθετε πώς προσπαθώ να βγάλω κι εγώ τις άκρες μου. Να πώς παραμένω σπασμένος. Να η ματαιότητα και η ματαιοδοξία μου. Τις αφιερώνω σε Εκείνη και στον χρόνο που χάθηκε εξαιτίας μιας τρέλας.

Μα ως εδώ το παιχνίδισμα με την ελπίδα! Αυτός ο μονόλογος παρατράβηξε. Ας γίνει ημερομηνία στην επιτάφια πλάκα ενός καινούργιου θανάτου. Όταν ξαναγεννηθώ, ας τρομάξω και ανήμερος ας ξεκινήσω από νέο μηδέν. Όποιος θέλει, ας πατήσει πάνω στον μαύρο άνεμο και ας πάψει να αναγνωρίζει τη φωνή μου. Να ο πρόλογος και ο επίλογος των μυστικών μου.

 

Περισσότερα για το βιβλίο: https://anoteleia.gr/mavrageri_giorgoskoufalas