Σημερινός καλεσμένος μας στο culturepoint.gr είναι ένας νέος πολλά υποσχόμενος και πολυγραφότατος συγγραφέας, ο Γιώργος Αγγελίδης. Στα 28 του χρόνια έχει κιόλας γράψει μία τριλογία φαντασίας (Η αυτοκρατορία του φεγγαριού) και 3 αυτοτελή μυθιστορήματα (ένα στα Αγγλικά). Επίσης είναι και μεταφραστής. Όπως καταλαβαίνετε έχουμε πολλά να πούμε μαζί του…
Επιμέλεια: Γιώργος Δόλγυρας, συγγραφέας – αρθρογράφος
-Γιώργο μίλησα αρκετά για εσένα στην εισαγωγή, ωστόσο μήπως θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι;
Νομίζω ότι τα κάλυψες όλα. Θα προσθέσω, λοιπόν, μονάχα τη χαρά μου για τη φιλοξενία στο culturepoint.gr.
-Tι αγαπάς, τι φοβάσαι και τι έχεις χάσει στην ζωή;
Αγαπάω τους ανθρώπους που έχω επιλέξει να έχω κοντά μου και φοβάμαι μήπως τους χάσω καθότι τα τελευταία χρόνια έχω βιώσει έντονα την απώλεια στον κοντινό μου κύκλο. Αγαπάω επίσης τη δυνατότητα που μου έχει δοθεί να ζω μεταφράζοντας και γράφοντας, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ δεδομένο, ειδικά στην ηλικία μου, και καθημερινά βάζω τα δυνατά μου γιατί είναι στο χέρι μου να συνεχίσω να ζω έτσι.
-Ποια η αγαπημένη σου συνήθεια μέσα στην μέρα;
Η αγαπημένη μου συνήθεια είναι να ξυπνάω νωρίς το πρωί, να ταΐζω τις γάτες μου που με περιμένουν καρτερικά -ή όχι και τόσο- έξω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και να πίνω τον πρώτο καφέ της ημέρας κοιτώντας τον ήλιο να ανατέλλει απ’ το παράθυρό μου.
-Αν η ζωή είχε χρώμα, ποιο θα ήταν αυτό;
Η ζωή έχει αυτό το καλό – και κακό. Δεν έχει μονάχα ένα χρώμα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή έχει τη δική της απόχρωση, που κυμαίνεται απ’ τη μια ως την άλλη άκρη του χρωματικού φάσματος.
-Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς, ξεχωρίζεις κάποιο έργο τους;
Πέρα από κάποιους ξένους συγγραφείς των οποίων τη συγγραφική πορεία παρακολουθώ εδώ και χρόνια (Rowling, Brown, Arlidge, Osman) έχω μάθει, ειδικά πρόσφατα, να ξεχωρίζω τον καλλιτέχνη από το έργο του, ειδικά εφόσον δεν τους γνωρίζω προσωπικά. Συγγραφείς που αγαπώ ως ανθρώπους και ως καλλιτέχνες είναι άνθρωποι που έχω γνωρίσει και εκτιμώ όπως ο Γιώργος Γιώτσας (Το Κουτί, Το Μακρύ Σοκάκι), η Χριστίνα Ψύλλα (Η Φλόγα της Ελεγκάντι, Η Βασίλισσα του Χρόνου), η Κική Τσιλιγγερίδου (Η Τελευταία Θυσία, Το Γκόλεμ της Πράγας), η Αγγελίνα Παπαδημητρίου (Αίμα από Ασήμι), ο Μάριος Δημητριάδης (Φωνές από την Άβυσσο, Οι Μακάριοι), η Έλενα Αντωνίου (ποιο απ’ όλα της τα βιβλία να πρωτοαναφέρω), η Χριστίνα Σωτηροπούλου (Φύλακες Διάβολοι), ο Χρήστος Αζαριάδης (Χωρίς Άντρες), ο Γιώργος Δάμτσιος (Οι Ευγενείς Άγριοι, σειρά), η Δανάη Ιμπραχήμ (Ο Θησαυρός της Δαμασκού), ο Μανώλης Παλαβούζης (Αττική Καταιγίδα, Το Τραγούδι των Σκλάβων), η Μαίρη Βούλγαρη (Το Νησί των Οστών), η Σοφία Δερμάτη (Ο Κόκκινος Γερανός) και άλλοι που είμαι σίγουρος πως μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.
-Πάμε στο έργο σου τώρα, ποια είναι η «Σκοτεινή Κληρονομιά»;
Η Σκοτεινή Κληρονομιά είναι η ιστορία δύο γυναικών που με διαφορά περίπου εξήντα χρόνων βρίσκονται στο ίδιο μοναστήρι και έρχονται αντιμέτωπες με ανεξήγητα συμβάντα που δοκιμάζουν τη λογική και την αντίληψή τους. Από μία πιο κυριολεκτική άποψη, για τη δεύτερη τουλάχιστον από αυτές, το ίδιο το μοναστήρι είναι μια σκοτεινή κληρονομιά. Ωστόσο ο τίτλος έχει διττή σημασία, όπως αντιλαμβάνεται κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο.
-Πώς εμπνεύστηκες να γράψεις το συγκεκριμένο έργο και κατέληξες στον τίτλο;
Όλα ξεκίνησαν ένα κρύο καλοκαιρινό πρωινό στην Τήνο, όταν αντί για τη θάλασσα ο πατέρας μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα στο χωριό Λουτρά. Εκεί, επισκεφθήκαμε το Μοναστήρι των Ουρσουλινών το οποίο έχει μετατραπεί σε μουσείο, υπό τη διαχείριση της εγγονής της κάποτε Ηγουμένης. Η σχεδόν αλλόκοσμη ατμόσφαιρα του χώρου, η ιστορία που θαρρείς απτή πλανιόταν στους διαδρόμους και τις πτέρυγες, γέννησε μέσα μου την ιδέα της Σκοτεινής Κληρονομιάς. Τώρα, όσον αφορά τον τίτλο, αυτός ήρθε στο τέλος, ως κάτι που αγκαλιάζει και τις τρεις ιστορίες εντός του βιβλίου, προδίδοντας τα πάντα χωρίς να προδώσει στην ουσία τίποτα.
-Θα μας γνωρίσεις τους πρωταγωνιστές σου και θα μοιραστείς μαζί μας κοινά γνωρίσματα που μπορεί να έχεις ως άνθρωπος;
Η πρώτη μου πρωταγωνίστρια είναι η Άννα, μια ορφανή κοπέλα η οποία αναζητάει καταφύγιο και εργασία σε ένα καθολικό μοναστήρι στην αντίθετη άκρη του νησιού που γεννήθηκε και μεγάλωσε, μονάχα για να συνειδητοποιήσει ότι μοναχές και η Ηγουμένη κρύβουν σκοτεινά μυστικά και πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Χρόνια αργότερα, η Έμμα, προσπαθεί να μεγαλώσει την κόρη της που πάσχει από μη λεκτικό αυτισμό στη Νέα Υόρκη. Πνιγμένη στα χρέη, πιστεύει ότι οι προσευχές της εισακούονται όταν λαμβάνει ένα τηλεφώνημα και κάποιος την ενημερώνει ότι έχει κληρονομήσει ένα μοναστήρι στην άλλη άκρη του κόσμου από κάποιον που δεν γνώρισε ποτέ της.
Αναμφίβολα μοιράζομαι γνωρίσματα και με τις δυο τους, περισσότερα ή λιγότερα. Πιθανολογώ πως μάλλον σαν άνθρωπος ταιριάζω περισσότερο με την Έμμα, που τείνει να υπεραναλύει τα πράγματα, κάνοντας σενάρια προτού καταλήξει να πάρει την οποιαδήποτε απόφαση. Ορισμένες φορές, βέβαια, με διακρίνει και ο παρορμητισμός της Άννας.
-Έχεις γράψει βιβλία που ανήκουν σε περισσότερα του έχεις λογοτεχνικού είδους, προφανώς γράφεις με βάση την έμπνευσή σου, αρκετοί ωστόσο υποστηρίζουν ότι έχεις ο δρόμος πιο δύσκολα σε καθιερώνει από το να γράφεις συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, ποια είναι η άποψή σου; Σκέφτεσαι να συνεχίσεις να ακολουθείς την έμπνευσή σου ή θα μείνεις και θα υπηρετήσεις το Θρίλερ;
Έχεις απόλυτο δίκιο κι αυτός είναι ένας απ’ τους μεγαλύτερους φόβους και άγχη μου, αλλά και επιμένον θέμα συζήτησης με τον εκδότη μου, Χάρη Νικολακάκη. Ωστόσο, αν δεν παρέμενα πιστός στην έμπνευσή μου -έστω κι αν αυτό σημαίνει αυτόματα την απιστία μου σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος- νομίζω πως αυτή θα με εγκατέλειπε κάποια στιγμή. Η πλοήγηση σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη μου προσφέρει τη χαρά της εξερεύνησης και της ανακάλυψης. Ενώ στη ζωή μου μου αρέσει η σταθερότητα, στο γράψιμο λατρεύω να ιχνηλατώ νέα μονοπάτια, να εκπλήσσομαι και να εκπλήσσω.
-Αδιαμφισβήτητα έχοντας καθιερωθεί κιόλας σε τόσο νεαρή ηλικία, είσαι ένα ταλέντο και θα δούμε πολλά ακόμα από εσένα. Θα ήθελες να μοιραστείς μερικά συγγραφικά σου μυστικά; Ξεκινάς σκέφτεσαι μία ιστορία… μετά πώς γεμίζουν οι σελίδες;
Το βασικό μυστικό, κανόνας κατά βάση, που ακολουθώ στη συγγραφή είναι πως ό,τι βαριέσαι να το γράψεις, θα βαρεθεί και ο άλλος να το διαβάσει. Οπότε πορεύομαι με βάση αυτό. Τώρα, η μαγεία για εμένα βρίσκεται στην ανακάλυψη. Απ’ την αρχική ιδέα (που συνήθως περιλαμβάνει την αρχή και το τέλος ενός βιβλίου) το ενδιάμεσο, πώς φτάνω από το Α ως το Ω, το ανακαλύπτω κι εγώ στην πορεία. Με την εξαίρεση, φυσικά, βιβλίων που ενέχουν μυστήριο, οπότε εκεί προηγείται ένα υποτυπώδες πλάνο.
-Πώς αποφεύγεις και ξεπερνάς το συγγραφικό μπλοκάρισμα και την «λευκή σελίδα»;
Ίσως επειδή ο χρόνος που έχω για γράψιμο είναι αρκετά περιορισμένος στην καθημερινότητά μου, όταν κάθομαι μπροστά απ’ τον υπολογιστή οι συγγραφικές μου μπαταρίες είναι πάντοτε φορτισμένες. «Μπλοκάρω» ενίοτε όταν κάτι δεν μου βγαίνει στην πλοκή, όταν κάτι νιώθω πως δεν ταιριάζει. Σε εκείνες τις περιπτώσεις πηγαίνω στο κρεβάτι μου, ξαπλώνω και αδειάζω το μυαλό μου. Ύστερα από λίγο -ή πολύ- οι απαντήσεις μου γίνονται φανερές.
-Εκτός από συγγραφέας είσαι και μεταφραστής, αυτό είναι αποτέλεσμα καθαρά των σπουδών σου (Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Λογοτεχνία και τον Πολιτισμό) ή χρειάζεται να εκπαιδευτεί κάποιος πάνω στο αντικείμενο;
Σίγουρα οι βάσεις τέθηκαν στη σχολή, στα μαθήματα μετάφρασης που παρακολούθησα. Ωστόσο τα περισσότερα εφόδια πιστεύω τα απέκτησα διαβάζοντας βιβλία, στην αυθεντική τους γλώσσα και μεταφρασμένα, και ύστερα κάνοντας πειραματισμούς, ξεκινώντας ως freelancer προτού αρχίσω κάποια συνεργασία με εκδοτικό οίκο.
-Ποια τα μελλοντικά συγγραφικά σου σχέδια;
Αυτή τη στιγμή έχω τρία βιβλία έτοιμα, ένα θρίλερ, μια περιπέτεια με κοινωνικά στοιχεία κι ένα αισθηματικό μυθιστόρημα που ανυπομονώ να μοιραστώ με τους αναγνώστες. Σύντομα ελπίζω να μπορέσω να αποκαλύψω περισσότερα γι’ αυτά αλλά και να πιάσω το επόμενο μυθιστόρημα (το 2ο μιας ιδιαίτερης τριλογίας).