Ο συγγραφέας Γιώργος Αγγελίδης απαντά στις ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης ABSƎΝΤ: ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ.
1. Παρουσιάζεται το έργο σας ABSƎΝΤ: ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ στο θέατρο Αργώ. Πώς θα το χαρακτηρίζατε συνοπτικά;
Το ABSƎΝΤ είναι ένα αμάλγαμα ρεαλιστικού θεάτρου και θεάτρου του παραλόγου. Στο «ρεαλιστικό» πλαίσιο μιας ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας ανασύρονται τραύματα του παρελθόντος τα οποία προσεγγίζονται με τα στρεβλά μάτια του χρόνου και της μνήμης, με βάση το συναίσθημα που αφήνουν και όχι τόσο το ίδιο το γεγονός. Το έργο αποτελεί μια μεγάλη αλληγορία, όπου τα πάντα είναι συμβολικά. Οπότε, θα έλεγα πως υπάρχουν δύο επίπεδα ανάγνωσης/θέασης.
2. Ποια ήταν η έμπνευση για τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου και ποιο το κεντρικό μήνυμά του;
Η σχέση παιδιού-μητέρας είναι μια σχέση δύσκολη. Κανείς δεν γεννιέται γνωρίζοντας πώς να είναι παιδί ή γονιός. Γίνονται λάθη και από τις δύο πλευρές, πάντοτε. Κάποια από αυτά βαθύτερα από άλλα, παραμένουν ανεπίλυτα για χρόνια, κακοφορμίζουν, γιγαντώνονται. Το ABSƎΝΤ αντλεί έμπνευση από την προσωπική μου σχέση με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, από τραύματα που στιγμάτισαν τις σχέσεις αυτές παίρνοντας καιρό να επουλωθούν. Όσον αφορά το κεντρικό μήνυμα του έργου, ουδέποτε γράφω με σκοπό διδακτισμού του θεατή. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμένα είναι όταν ο εκάστοτε θεατής αισθανθεί κάτι παρακολουθώντας ένα έργο, ό,τι κι αν είναι αυτό.
3. Τι θέλετε να αναδείξετε και τι να στιγματίσετε μέσα από το έργο, σε σχέση με τις κοινωνικές προτεραιότητες και τις αξίες;
Μέσα από το έργο επιδιώκω να αναδείξω τη σημασία της ανθρώπινης επαφής και της ειλικρινούς επικοινωνίας, ιδιαίτερα μέσα στις οικογενειακές σχέσεις. Η κοινωνία μας συχνά δίνει προτεραιότητα στην εικόνα, στην επιτυχία και στην ταχύτητα, αφήνοντας πίσω τη φροντίδα για τις συναισθηματικές πληγές. Θέλω να καταδείξω πως η συμφιλίωση με το παρελθόν και η αποδοχή του πόνου είναι πράξεις αντίστασης απέναντι στη λήθη και τη μοναξιά.
4. Πώς μπορούν να οικοδομηθούν οι γέφυρες που θα καλύψουν το αξιακό, κι όχι μόνο, χάσμα γενεών;
Οι γέφυρες ανάμεσα στις γενιές οικοδομούνται με τον διάλογο, την ενσυναίσθηση και την αποδοχή της διαφορετικότητας των εμπειριών. Το έργο μου αναδεικνύει ακριβώς αυτήν την ανάγκη: μια κόρη και μια μητέρα προσπαθούν να κατανοήσουν η μία την άλλη, μέσα από έναν διάλογο που πότε βυθίζεται στο παρελθόν και πότε υπερβαίνει την πραγματικότητα. Μόνο όταν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν ως εχθρό και το μέλλον ως απειλή, μπορούμε να συναντηθούμε στο παρόν και να δημιουργήσουμε κοινές αξίες.
5. Πόσο ικανοποιημένος είστε από τη σκηνοθετική και υποκριτική προσέγγιση και ποια στοιχεία επισημάνατε ότι έπρεπε να τονιστούν;
Όταν γράφω το «τέλος» σε ένα έργο, η δική μου δουλειά τελειώνει. Όπως στην Αυτόματη Εστίαση έτσι κι εδώ έχω εμπιστευτεί το συγγραφικό «παιδί» μου στους συνεργάτες μου, καθένας απ’ τους οποίους είναι κορυφαίος στην ειδικότητά του. Άλλωστε, το θέατρο είναι μια διαδικασία διαλογική κι αυτή είναι για εμένα η μαγεία του.
6. Διαθέτουν ταυτότητα το σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα ή παραμένουν δέσμια των προτύπων που έρχονται από το εξωτερικό;
Πιστεύω πως τα σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα διαμορφώνουν πλέον τη δική τους ταυτότητα, αντλώντας από το προσωπικό βίωμα και την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Το ABSENT είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: η διαχείριση της απώλειας και της μνήμης, η δυσκολία στις οικογενειακές σχέσεις, η ψυχική υγεία, όλα αυτά είναι ζητήματα οικουμενικά, αλλά ταυτόχρονα φέρουν μια ιδιαίτερη ελληνική χροιά. Αν και υπάρχουν επιρροές από το εξωτερικό, το ελληνικό θέατρο έχει αρχίσει να επαναπροσδιορίζει το στίγμα του, δίνοντας έμφαση στην προσωπική και συλλογική εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας.
7. Πώς κρίνεται συνολικά την πορεία των θεατρικών δρώμενων στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια;
Η πορεία των θεατρικών δρώμενων στην Ελλάδα είναι πολυσχιδής και συχνά αντιφατική. Από τη μία, υπάρχει μια αξιοσημείωτη άνθηση νέων φωνών και δημιουργών που καταπιάνονται με σύγχρονα και τολμηρά θέματα, όπως η απώλεια, η ταυτότητα, η ψυχική υγεία, η θέση της γυναίκας. Από την άλλη, το οικονομικό πλαίσιο παραμένει δύσκολο και οι καλλιτέχνες παλεύουν συχνά με ανεπαρκείς πόρους. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η συνθήκη γεννά μια ιδιότυπη ανθεκτικότητα και μια εφευρετικότητα που θεωρώ ότι αποτελεί την κινητήρια δύναμη του ελληνικού θεάτρου σήμερα.