/Δήμητρα Γαλάνη: Αυτά που τόλμησες είναι η δύναμή σου

Δήμητρα Γαλάνη: Αυτά που τόλμησες είναι η δύναμή σου

Η Δήμητρα Γαλάνη γίνεται 71 ετών κι αποφασίσαμε να παραθέσουμε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις της, πριν λίγα χρόνια.

Με τη Δήμητρα Γαλάνη η κουβέντα στο rooftop του «AthensWas» στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου μπορεί να οδηγήσει παντού. Από τη μνημονιακή Ελλάδα («Πώς επιτρέψαμε στον εαυτό μας να ζήσουμε τέτοιο ψέμα, έχοντας αυτόν τον ήλιο που τα αποκαλύπτει όλα;») μέχρι τη συναυλία του Μάρλεϊ που είδε τυχαία στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν το 1978 («Θυμάμαι το πλήθος να σείεται») και την απώλεια του «συμπαντικού καλλιτέχνη» Ντέιβιντ Μπόουι. Η μεγάλη και σθεναρά τολμηρή στις μουσικές της διαδρομές ερμηνεύτρια, που συμπληρώνει εφέτος αισίως 48 χρόνια στο τραγούδι, επιστρέφει με νέα projects. Ανάμεσά τους το πρόσφατο (παρότι επωάζεται από το 2012) CD/DVD «Chrónos», σε συνεργασία με τέσσερις νέους μουσικούς και κεντρικό άξονα τους μεγάλους μας ποιητές, στιχουργούς και συνθέτες. Πρόκειται για ένα «παιχνίδι από Ανατολή και Δύση» που επανασυστήνει την ατιμασμένη Ελλάδα και θα μπορούσε να ταξιδέψει σε φουαγέ μουσείων, σε θέατρα και πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αλλά και τον δίσκο «Το βαλς των χαμένων μετά» (με ελληνικό στίχο) με τον Στάθη Δράκο των Minor Project που θα κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες.

Και βέβαια, ακριβώς 23 χρόνια μετά το λαϊκό εγχείρημα στο «Χάραμα» που είχε κάνει πάταγο, παρουσιάζει (για περιορισμένες εμφανίσεις) μαζί με τις Ελένη Τσαλιγοπούλου και Γιώτα Νέγκα στο PassPort Κεραμεικός ένα «έξω καρδιά» πρόγραμμα βασισμένο στο λαϊκό τραγούδι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Λοΐζος, Μούτσης, Ζαμπέτας, Πάνου, Καλδάρας, αλλά και σμυρναίικα, παραδοσιακά και σύγχρονα τραγούδια: «Νιώθω και τώρα όπως το 1993» θα πει, μεταξύ πολλών πολλών άλλων, στο ΒΗΜΑgazino. «Ζούμε πάλι σε μια εποχή που έχουμε απομακρυνθεί από τον ήχο της λαϊκής μας μουσικής. Υπάρχει μια λαϊκοπόπ σκυλοκατάσταση και ένα όργιο διασκευών. Το λαϊκό τραγούδι θα είναι πάντα το κέντρο βάρους μας, το σημείο αναφοράς μας. Το έχουμε ανάγκη. Είναι μια ένεση ελληνικότητας, σας το λέω χωρίς να λαϊκίζω καθόλου».

Σας αποκαλούν «αντράκι», υποπτεύομαι, όμως, ότι υπάρχει ένα υπερχειλίζον θηλυκό μέσα σας… 

«Θεωρώ ότι είμαι ένα πολύ θηλυκό πλάσμα, απλά έχω μια άλλη εντύπωση για το τι είναι η θηλυκότητα (σ.σ.: γελάει). Η θηλυκότητα έχει μια μεγάλη δύναμη την οποία ξεχνάμε οι γυναίκες, θέλουμε να την ταυτίζουμε με μια ψευδή εικόνα. Φαίνεται ότι αυτό μας βολεύει. Εγώ ταυτίζω τη θηλυκότητα με τη δύναμη, με την αντοχή, με το ένστικτο. Η θηλυκή υπόσταση είναι για μένα απαλλαγμένη από την αρσενική παρόρμηση, αυτό το «ταύρος εν υαλοπωλείω», η οποία πολλές φορές μάς έχει ρίξει, ως κοινωνία, στα βράχια. Η γυναίκα μπορεί και πρέπει να έχει μια απόσταση από τα πράγματα και να αγριεύει όταν πρέπει να προστατέψει. Να αγριεύει πολύ, όμως. Ετσι γίνεται στη φύση. Αν ακούσουμε τα ένστικτά μας, μας οδηγούν πολύ καλά. Η εργατικότητά μου είναι επίσης στοιχείο της θηλυκότητάς μου, είμαι πολύ κοντά στην κοινωνία του μελισσιού».

Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη πλευρά σας, η «ταύρος εν υαλοπωλείω»… 

Ναι, έχω υπάρξει οξύθυμη και απότομη πολλές φορές. Σνομπ δηλαδή, με την έννοια του «sans noblesse». Εχω σπάσει τα μούτρα μου, έχω μετανιώσει οικτρά για τη συμπεριφορά μου, έχω ζητήσει συγγνώμη. Και σε όσους δεν έχω ζητήσει είναι ευκαιρία σήμερα, μέσα από την κουβέντα μας, να ζητήσω… Είχα μεγάλες εντάσεις στη ζωή μου και αυτό το πράγμα με ωθούσε καμιά φορά σε λάθος κινήσεις. Η πρόθεσή μου δεν ήταν λάθος, οι χειρισμοί, όμως, ήταν… Και έτσι συχνά έχανα και το δίκιο μου».


Εκεί δηλαδή έβγαινε το «αντράκι»… 

«Ακριβώς, εκεί έβγαινε το αρσενικό μου κομμάτι. Με τα χρόνια, ευτυχώς, κάνω τον σταυρό μου, έχει ηρεμήσει αυτό. Είναι και μεταβολικό μάλλον… (σ.σ.: γελάει)».

Μιλήσατε προηγουμένως για την ταύτιση με την εικόνα. Είστε από τις λίγες τραγουδίστριες που αδιαφορήσατε σχεδόν επιδεικτικά για αυτήν… 

«Ισως επειδή μεγάλωσα σε ένα σπίτι που έδινε μεγάλη σημασία σε όλο αυτό. Βλέπετε, η μητέρα μου ήταν αισθητικός, είχε ένα από τα λίγα μεγάλα ινστιτούτα της εποχής. Ηταν μάλλον μια αντίδραση σε όλη αυτή την κοκεταρία».

Η ίδια πώς αντιδρούσε στην παντελή απουσία φιλαρέσκειας από μέρους σας; 

«Τη γλυκιά μου, την είχα ταλαιπωρήσει πολύ! Τι να ‘κανε, κούναγε το κεφάλι της με αγάπη. Για εκείνη ήταν τρόπος ζωής, ήταν και ωραία γυναίκα στα νιάτα της. Θυμάμαι ακόμη και στα τελευταία της, μόλις αισθανόταν καλά, πήγαινε αμέσως να βαφτεί. Και όταν έκανα την περίφημη συνέντευξη/φωτογράφιση στο «Playboy», το 1987, της είπα: «Σ’ το κάνω δώρο, γιατί δεν θα με ξαναδείς έτσι!». Ηταν ένα παιχνίδι. Ηταν μια αξιόλογη προσωπικότητα η μητέρα μου. Μια γυναίκα που είχε πάθος με τη δουλειά της – δεν πήρα τη φιλαρέσκεια, αλλά την εργατικότητά της -, όμως λάτρευε και τις κόρες της. Η αδελφή μου ασχολήθηκε με τη φυσικοθεραπεία και αργότερα ανέλαβε το ινστιτούτο».

Οι δισκογραφικές δεν επιχείρησαν ποτέ να σας «σουλουπώσουν»; 

«Και που προσπάθησαν, απέτυχαν, ιδιαίτερα όταν επιχείρησαν να μου φορέσουν ένα ρούχο που δεν ήταν δικό μου. Βέβαια, ανήκω σε μια γενιά τραγουδιστών που στο μόνο που οι δισκογραφικές παρενέβαιναν ήταν στο να προσφέρουν το ρεπερτόριο από το οποίο εσύ θα έκανες τις επιλογές σου. Η δισκογραφία τότε είχε άποψη, και μάλιστα πολύ σοβαρή, γιατί οι άνθρωποι που είχαν τον ρόλο των παραγωγών ήταν τέτοιοι».

Ποιους εννοείτε; «Θα θυμίσω κάποια ονόματα: Τάκης Λαμπρόπουλος, Αλέκος Πατσιφάς, Μάκης Μάτσας, Αχιλλέας Θεοφίλου, Γιώργος Μακράκης και κάποιοι ακόμη νεότεροι που δεν τους ξέρει ο πολύς κόσμος, αλλά που δούλεψαν με πάθος, αγάπη και μεράκι για το καλό ελληνικό τραγούδι. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι το κυρίαρχο ρεύμα για το τραγούδι το διαμόρφωναν οι ίδιοι οι δημιουργοί του. Και εμείς οι τραγουδιστές ήμασταν ασφαλείς στα χέρια τους, με ένα ρεπερτόριο που δεν χρειαζόταν «φτιασιδώματα» για να είναι αιώνιο, για να είναι ένα έργο τέχνης. Υπήρχε τότε και μια φυσιολογική ανάπτυξη. Δηλαδή ξεκινούσες, μάθαινες, και γινόσουν γνωστός σιγά σιγά…»

Η δική σας ανάπτυξη δεν ήταν και φυσιολογική, αφού ξεκινήσατε να λέτε τραγούδια του Δήμου Μούτση στα 16 σας… 

«Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή ο χώρος είχε ανάγκη από μια φωνή σαν τη δική μου. Ηταν μια καθαρή, δυνατή φωνή που δεν έμοιαζε με καμία, δεν ήταν ούτε λαϊκή απόλυτα ούτε του ελαφρού τραγουδιού που την εποχή εκείνη μεσουρανούσε στο ραδιόφωνο. Ετσι, οι μεγάλοι δημιουργοί ενδιαφέρθηκαν να μου δώσουν τραγούδια. Ηταν, νομίζω, και θέμα συγκυριών. Ξέρετε, δεν πιστεύω και πολύ στην τύχη, γι’ αυτό και δεν αγοράζω λαχεία κ.τ.λ. Πιστεύω στις συγκυρίες»

Γίνατε γνωστή πολύ πρώιμα και πολύ γρήγορα. Υπήρξαν στιγμές που διολισθήσατε σε μονοπάτια αλαζονείας, που «ξεφύγατε»; 

«Μα είναι δυνατόν να μην «ξεφύγεις»; Η δόξα είναι πολύ τυφλωτικό πράγμα. Ανθρωπος ήμουν και εγώ. Παθαίνεις μια μέθη… Δείτε τι γίνεται σήμερα π.χ. με τους πολιτικούς. Οι Ελληνες, που έχουμε την υπερβολή μέσα μας, τους κάνουμε θεούς. Και αυτοί μόλις αναλαμβάνουν την εξουσία χάνουν την επαφή τους με την πραγματικότητα και ζουν μόνο με εκείνη που τους κατασκευάζουν οι γύρω τους. Και για να έρθουμε ξανά στα δικά μας, θυμάμαι όταν πηγαίναμε τότε – αρχές του ’70 – με τον Μητσιά να τραγουδήσουμε στην περιφέρεια και μας υποδέχονταν σαν να ήμασταν τουλάχιστον οι Beatles, αναγκάζονταν να μας φυγαδεύσουν. Υπήρξαν στιγμές που «τσίμπησα» τον εαυτό μου για να επανέλθω».

Τι σας κράτησε; 

«Το ένστικτο και η αγωγή μου με οδήγησαν στο να επιλέγω πολύ προσεκτικά τους κατάλληλους ανθρώπους γύρω μου. Αυτούς δηλαδή που δεν κοίταγαν να με κολακέψουν… Εβλεπα στα μάτια τους την αντανάκλαση της πραγματικής μου εικόνας. Από τους πρώτους, βέβαια, που με «προσγείωσαν» ήταν ο Τάσος Φαληρέας, ιδιοκτήτης του «Pop Eleven», του πιο σημαντικού δισκάδικου της Αθήνας, σαν να λέμε η «μπάνκα» της μουσικής πληροφορίας για την εποχή. Ηταν ένα εξαιρετικά low profile άτομο, που υπήρξε γκουρού όχι μόνο δικός μου, αλλά πολλών ανθρώπων της μουσικής. Ηταν από την παρέα των μεγαλύτερων ηλικιακά που μαζεύονταν στην πλατεία Κολωνακίου: Φαληρέας, Κουτρουμπούσης, Πουλικάκος. Ηταν αυτή η beat σκηνή της Αθήνας που εμείς οι μικρότεροι τη σεβόμασταν πολύ. Με είχαν, φαίνεται, συμπαθήσει ως τη μικρή «με την ωραία φωνούλα». Και ενώ είχα ξεκινήσει με τις προδιαγραφές του Μούτση, του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, είχα κάνει μόλις τότε κάτι επιτυχιούλες, π.χ. το «Μαρία με τα κίτρινα». Γυρίζει ο Φαληρέας και μου λέει χοντρά: «Καλά είχες ξεκινήσει, μην καλοσυνηθίσεις, γλυκαθείς και κάνεις όλο τα ίδια»».


Εχει κανείς για εσάς την αίσθηση ότι δεν εξαρτηθήκατε σχεδόν ποτέ από τα ανακλαστικά του μεγάλου κοινού. Κανείς δεν έμπαινε στο δισκάδικο να αγοράσει τον καινούργιο δίσκο της Γαλάνη στο όνομα μιας προκάτ εικόνας…

«Με ενδιέφερε πάντα πάρα πολύ η ανταπόκριση του κόσμου, αλλά δεν την «εκλιπαρούσα» ποτέ, δεν την αποζητούσα απελπισμένα. Πρώτα απ’ όλα με ενδιέφερε αυτό που θα κάνω να το αγαπώ πρώτη εγώ. Σπάνια το έκανα μόνο για τον κόσμο, και όταν κάποιες στιγμές το έπραξα, μετάνιωσα πικρά. Ο κόσμος ενστικτωδώς γνωρίζει τι έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ακόμη και όταν εμείς δεν το έχουμε ακόμη καταλάβει. Και έδειξε ότι από μένα είχε μια άλλη απαίτηση: να του λέω πάντα κάτι διαφορετικό και αληθινό…».

Αυτή ήταν η απαίτηση του κόσμου ή η δική σας απαίτηση από τον εαυτό σας που πέρασε και στον κόσμο; 

«Ναι, έχετε δίκιο, από δική μου απαίτηση είχε γίνει και του κόσμου. Ενώ άλλοι συνάδελφοι, και δεν μιλώ μόνο για τη δική μου γενιά, δένονταν με το κοινό τους διά της επαναλήψεως μιας επιτυχίας, με εμένα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: τους έδενε μαζί μου η αναμονή, να το πω έτσι, το ότι δεν γνώριζαν τι θα ακολουθούσε μετά. Εγώ, ενστικτωδώς στην αρχή και μετά πολύ συνειδητά, δεν φορτώθηκα ποτέ μου το δυσβάσταχτο (πιστέψτε με) βάρος του λαϊκού ειδώλου. Ισως και γιατί δεν χρίστηκα «λαϊκό είδωλο», ώστε με αυτόν τον τρόπο να παγιδευτώ σε μια αέναη επανάληψη του εαυτού μου, της εικόνας μου».

Τι εννοείτε; 

«Μπορεί δηλαδή να έκανα μια πολύ μεγάλη επιτυχία που να περνούσε στο πολύ μεγάλο κοινό, π.χ. τα «Γαλάζια σου γράμματα», αλλά δεν σταματούσα εκεί. Πήγαινα μετά και έκανα κάτι τελείως άσχετο με τα προηγούμενα, π.χ. συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη που έγραφε πολύ ιδιαίτερη μουσική. Το έκανα από ένστικτο, αλλά και από δίψα και λαχτάρα για το καινούργιο. Για κάτι πρωτότυπο. Επίσης, απέφυγα φανατικά την κατηγοριοποίηση, την «ταμπέλα» π.χ. της αισθαντικής τραγουδίστριας που την άκουγα πολύ συχνά τότε. Δεν είχα έναν τρόπο ερμηνείας. Ημουν κοντά σε όλα και πάντα έτοιμη να δοκιμαστώ. Δεν αυτοπεριοριζόμουν. Δεν κατέτασσα τον εαυτό μου στους λαϊκούς τραγουδιστές, αλλά ο Τσιτσάνης είδε ότι μπορούσα να τραγουδήσω και λαϊκό τραγούδι και με κάλεσε. Και εγώ αφέθηκα στα χέρια του γιατί είπα: «Είναι μεγάλος δάσκαλος. Για να με καλεί, κάτι έχει ακούσει που εγώ δεν το έχω ακούσει»»

Εχετε κάνει καλλιτεχνικές αστοχίες; 

«Πολλές. Εχω σπάσει τα μούτρα μου. Κυρίως όταν έκανα πράγματα που δεν είχαν μεγάλη τόλμη και ρίσκο, αλλά ακολουθούσαν τους συρμούς, όταν έκανα δηλαδή «ευκολίες». Και βέβαια εκεί έφαγα «πόρτα», που λένε. Οταν όμως τόλμησα να πάω πολύ κόντρα σε αυτό που φαινόταν το αυτονόητο, κατά έναν παράξενο λόγο, πέτυχα τον στόχο μου. Οταν π.χ. έκανα την κίνησή μου με ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στο λαϊκό τραγούδι στο «Χάραμα» το 1993, στην αρχή με θεωρούσαν εκτός τόπου και χρόνου, κάτι σαν «ούφο». Ηταν πάλι μια εποχή που το λαϊκό μας τραγούδι ήταν σε μια σχετική… χειμερία νάρκη. Τον πρώτο καιρό είχαμε ελάχιστο κόσμο. Ξαφνικά, άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα το πόσο καλό και διαφορετικό τρόπο είχε η διασκέδαση εκεί μέσα και σε λίγο ο χώρος ήταν sold out για ενάμιση μήνα μετά! Και έτσι πήγε και τα επόμενα δύο χρόνια».

Ενα πιο πρόσφατο παράδειγμα; 

«Οταν, το 2000, αναζητούσα ένα πρόσωπο για να με βοηθήσει να μεταφέρω τα «ακριβά» μου, όπως τα λέω, στον επόμενο αιώνα και χτύπησα την πόρτα του Κωνσταντίνου Βήτα. Κάποιοι (αρκετοί δυστυχώς) απόρησαν με την κίνησή μου. Ελεγαν «Τι τα θέλει αυτά αυτή;». Σήμερα ξέρουμε όλοι πολύ καλά το καλλιτεχνικό μέγεθος του Κωνσταντίνου Βήτα. Γιατί απλά ο χρόνος για τους άξιους λειτουργεί διαφορετικά. Πρέπει να πω εδώ ότι παρ’ όλη την αθωότητα των προθέσεών μου, δεν έμπαινα ποτέ «αδιάβαστη» σε αυτό που έκανα. Πήγαινα πάντα σε πράγματα που ήταν στη μουσική μου παιδεία».


Ο κόσμος έχει μείνει σταθερά κοντά σας, ίσως γιατί δεν τον πολώσατε ποτέ. Δεν ταυτιστήκατε π.χ. με το πολιτικοποιημένο τραγούδι της δεκαετίας του ’70 ώστε να σας αποκαθηλώσουν βιαίως μετά… 

«Κοιτάξτε, είμαι ένα βαθύτατα πολιτικό ον, αλλά δεν υπήρξα ποτέ μου κομματικό ον. Δεν μου αρέσουν τα «φωναχτά» πράγματα. Γιατί οτιδήποτε κάνω το κάνω με σκέψη, με αγάπη και διάθεση για το καλύτερο για εμένα και για όλους, αν αυτό πρέπει να είναι η πολιτική…».

Ηταν και αυτό το αταξικό που είχατε… Μεγαλώσατε στην Ελληνορώσων, ζούσατε στο Κολωνάκι, ξημεροβραδιαζόσασταν και στο σινεμά του θείου στο Περιστέρι.

«Πιστεύω ότι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Δεν είχα ορίσει τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη τάξη, τις είχα ζήσει όλες τις τάξεις. Και από την καθεμία έπαιρνα αυτό που ήθελα και τα καλά της. Πήγα π.χ. σε ένα εξαιρετικά καλό σχολείο, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Βέβαια, επειδή ήταν ιδιωτικό, υπήρχε μέσα και η μεγαλοαστική τάξη. Ομως, ο ίδιος ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, επειδή ήταν μεγάλη προσωπικότητα των γραμμάτων, είχε δώσει σημασία στην εκπαίδευση και όχι στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής.

Το απολυτήριο τελικά το πήρατε; 

«Νομίζω ότι «χρωστάω» κάποια μαθήματα ακόμη (σ.σ.: γελάει). Δεν πρόλαβα. Ισως γιατί εξακολουθώ να νιώθω μαθήτρια της ζωής…».

Ο πατέρας σας ήταν μάλλον καφκικός χαρακτήρας υπό την έννοια ότι δεν έκανε επάγγελμα το μεγάλο πάθος του. Ηθελε να γίνει τενόρος, αλλά εργάστηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. 

«Ναι… Ηταν τότε ένας εξαιρετικός μουσικός και τενόρος, αλλά τον έφαγε ο συντηρητισμός της εποχής και το δόγμα τού ότι δημόσιος υπάλληλος σήμαινε απόλυτη σιγουριά. Δεν τόλμησε να φύγει. Τότε για να κάνεις όπερα έπρεπε να φύγεις από την Ελλάδα. Δεν το τόλμησε. Ενα φτωχό παιδί από την Πρέβεζα ήταν, δεν ήταν εύκολο».

Σας είχε μιλήσει ποτέ για αυτό; 

«Αστειεύεστε; Ζούσαμε με αυτό. Ζούσαμε με το πάθος του για τη μουσική». 

Και με τον καημό του; 

«Καημός δεν ήταν. Γιατί όταν το είδε να γίνεται σ’ εμένα, ησύχασε πολύ».

Οι φωνές σας έμοιαζαν; 

«Αν μας ακούγατε στο τηλέφωνο, θα νομίζατε ότι είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Βέβαια, αυτός άνδρας, τενόρος, εγώ «άλτο» που λέμε μουσικά, αλλά η χροιά της φωνής ήταν ολόιδια».

Τι άλλο πήρατε από εκείνον εκτός από τη μουσικότητα και τη μουσική παιδεία; 

«Την καλή του πρόθεση, την εντιμότητα και την αθωότητά του στα πράγματα».

Αθωότητα; 

«Με την έννοια της καθαρότητας των προθέσεων. Στο ότι όσο περίπλοκα και να είναι τα πράγματα, εσύ να θέλεις να δεις τη φωτεινή τους πλευρά. Ο πατέρας μου ήταν έτσι. Ενας άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή, αγαπούσε τους φίλους του… Ηταν ένα σπίτι ορθάνοιχτο στους φίλους, γεμάτο αγάπη και ζεστασιά. Ημασταν άνθρωποι που συνέχεια αγκαλιαζόμασταν και φιλιόμασταν».

Ενα σπίτι αποδοχής δηλαδή; 

«Ναι, πάνω από όλα. Οι γονείς μου δεν με ανέστειλαν, μου επέτρεψαν να πιστέψω στο ένστικτό μου, που ήταν και είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα μου… Φρόντιζαν συνεχώς να καλλιεργούν τον εαυτό τους, εμάς από μικρά μάς έπαιρναν μαζί τους και είχαμε μάθει στα θέατρα, στις συναυλίες, σχεδόν παντού. Αυτό, το οικογενειακό περιβάλλον, το παραδέχομαι, ίσως αυτό να ήταν τύχη!».


Στα 63 σας χρόνια έχετε ζήσει πολλές Ελλάδες. Την είχατε προβλέψει τη σημερινή;

«Ε, «μύριζε» κάποια στιγμή ότι προς τα εκεί πάμε. Κοιτάξτε, τον καιρό που όλα έδειχναν ότι έβαιναν καλώς – κυρίως μετά την πρώτη τετραετία του ΠαΣοΚ – ήμουν και εγώ ένας από αυτούς που άρχισαν να αισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Μιλάω για τη δεκαετία του ’80. Και τότε έλειψα λίγο από την Ελλάδα, έζησα δύο χρόνια στο Παρίσι. Είναι η εποχή που αρχίζει μια λαϊκίστικη αντιμετώπιση σε όλα και στην αισθητική μας γενικότερα. Με τρόμαξε όλο αυτό. Δεν «κούμπωνε» με την έως τότε παιδεία μου. Σήμερα κατάλαβα ότι είχα δίκιο που τρόμαξα. Είχε γίνει σίγουρα μια μεγάλη αλλαγή που την είχε πολύ ανάγκη η Ελλάδα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε πολύ σημαντικά πράγματα, αλλά κάτι ξέχασε… Είχα την τύχη να τον γνωρίσω, φάγαμε μαζί μια φορά, προς το τέλος… Μιλήσαμε και είδα έναν βαθιά καλλιεργημένο άνθρωπο, μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα…».

Τι ήταν αυτό που ξέχασε; 

«Νομίζω ότι ξέχασε την πνευματικότητα, την αισθητική, αλλά βασικά την παιδεία που σαφώς είχε ο ίδιος. Δεν ήταν ο μόνος, πολλοί πολιτικοί μας το έχουν κάνει αυτό. Φαίνεται ότι είναι το τίμημα της εξουσίας. Δεν ξέρω, ειλικρινά. Κάποια στιγμή, πιστεύω, το πράγμα ξέφυγε από τα χέρια του, και έπεσε σε άλλα που οδήγησαν τη χώρα στο χάος. Εχω την εντύπωση ότι από ένα σημείο και έπειτα οι σημαντικοί πολιτικοί μας κατάλαβαν τι παιχνίδι παιζόταν σε σχέση με άλλα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας και άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά. Και το τι παιχνίδι παιζόταν το βλέπουμε σήμερα πια».

Τι παιζόταν δηλαδή; 

«Αν κοιτάξουμε λιγάκι το μεγαλύτερο κάδρο, την Ευρώπη του Διαφωτισμού που έχουμε θαυμάσει – γιατί και εγώ είμαι από τους θαυμαστές της Ευρώπης -, αυτή η έλλειψη πνευματικότητας και η μετριότητα που διέπουν τον πολιτικό κόσμο στην Ευρώπη είναι η βασική αιτία της κατάστασης που ζούμε. Αν αυτό είναι η «Νέα» Ευρώπη, είναι θλιβερό. Και δεν μιλάω ως «παλιά». Μιλάω ως ένας άνθρωπος που τα παρακολουθεί όλα πολύ ζωντανά. Αλλωστε έχω πάντα μια στενή σχέση με τη νεότητα, με ό,τι καινούργιο και φρέσκο. Και, ξέρετε, δεν έχουν ηλικία οι ιδέες και οι ανατροπές των κατεστημένων, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν «αρρωστήσει» και αναδίδουν οσμή θανάτου. Αυτή είναι μια αιώνια νεότητα. Εκεί μέσα ταιριάζω».


Εχετε πει επανειλημμένως ότι θα ασχολείστε με τον Χατζιδάκι μέχρι το τέλος. Δεν υπάρχει σήμερα μια υπεροικειοποίησή του; Ξαφνικά όλοι «ποστάρουν» προφητείες του, έχει γίνει για όλους ο «δικός μας Μάνος»… 
<

«Δεν το βρίσκω τεχνητό αυτό. Θεωρώ ότι συμβαίνει επειδή ακριβώς προσωπικότητες όπως ο Χατζιδάκις ή ο Γκάτσος, όπως και άλλες μεγάλες προσωπικότητες της περίφημης γενιάς του ’30, μίλησαν και είδαν πράγματα σε καιρούς που ήμασταν τυφλοί, κουφοί και ανίδεοι… Και σήμερα έχουμε πνευματικούς ανθρώπους, απλά πιστεύω ότι είναι αρκετά τρομαγμένοι, μπορώ να πω, από τις εξελίξεις. Εδώ, βέβαια, πρέπει κάτι να διευκρινίσουμε. Τι είναι διανόηση; Τι είναι πνευματικότητα; Είναι κάτι νοητικό μόνο; Ή είναι μια διορατικότητα, μια άλλη οπτική για τη ζωή; Ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος ήταν, επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τον όρο, απολύτως ροκ άτομα. Ροκ, με την έννοια της ελευθερίας, της μη συμβατικότητας. Δεν σταματούσαν, προχωρούσαν βαθιά στα πράγματα, ήταν τολμηροί, χτυπούσαν τον «λαϊκισμό» κατακούτελα. Αυτό ήταν που έδωσε αιωνιότητα στο έργο τους. Γι’ αυτό, ό,τι έλεγαν τότε «δένει» τόσο στο σήμερα και θα είναι αιώνια νέο».

 
Πώς είδατε την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια; 

«Κοιτάξτε, στις υποκριτικές κοινωνίες, όπως η δική μας, το σύμφωνο συμβίωσης έχει πάρει μια διάσταση περίεργη. Ισως επειδή ο νόμος για το σύμφωνο ήρθε σταδιακά στη χώρα μας. Το έχουμε περιορίσει στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, με τις όποιες ιδιαιτερότητες, κάτι που είναι πολύ στενό για τη φύση του ίδιου του νόμου, καθώς στην πραγματικότητα «ανοίγει» πολύ πρακτικά θέματα. Από ό,τι ξέρω, στο εξωτερικό οι άνθρωποι συνάπτουν σύμφωνα συμβίωσης και αντιμετωπίζουν από κοινού τις ανάγκες τους, τη φορολογία τους, τα έξοδά τους κ.ο.κ. Επίσης, αφορά ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου, που δεν είναι απαραίτητο να έχουν και σεξουαλικές σχέσεις, αλλά έχουν συμβιώσει χρόνια μαζί, είναι σύντροφοι και ο ένας θέλει ο άλλος να του κλείσει μια μέρα τα μάτια. Επίσης, αφορά ανθρώπους που δεν θέλουν να παντρεύονται κ.ο.κ.».

Πράγματι, είναι ένα μεγάλο θέμα… 

«Το θέμα των ομόφυλων ζευγαριών είναι μια παράμετρος. Βρίσκουν, όμως, διάφοροι και μπερδεύουν τον κόσμο και αντί να μας απασχολούν σοβαρά θέματα που πρέπει να δει η κοινωνία ώστε να προχωρήσει τα βήματά της μπροστά, όπως θέματα που αφορούν την ελευθερία της σκέψης και του λόγου, την αποδοχή της διαφορετικότητας, το δικαίωμα στην εργασία και την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη και γενικότερα τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, όλες αυτές τις αξίες δηλαδή που είναι θεμελιακές για την ανθρώπινη υπόσταση και την εξέλιξή μας, μας βάζουν να ασχολιόμαστε με δεύτερες σκέψεις και έτσι μπερδεύεται ο κόσμος. Ετσι βγαίνουν οι κοινωνίες με φοβικά σύνδρομα και εσωστρέφειες… Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις ανθρώπινες σχέσεις στην ησυχία τους και τις δυσκολίες τους. Οι ερωτικές σχέσεις έτσι κι αλλιώς είναι μια αφορμή για να βρεθούν δυο ανθρώπινες ψυχές. Μπορείς μια ερωτική σχέση να τη διατρέξεις και να βρεθείς σε ένα τοπίο που λέγεται «ο ένας για τον άλλον;». Αν ναι, μπορείς να λες ότι ολοκληρώνεσαι ως άνθρωπος. Ανθρώπινα πράγματα δηλαδή…».

Θεωρείτε την ελληνική κοινωνία υποκριτική γενικά απέναντι στη διαφορετικότητα; 

«Δεν είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι υποκριτές, γιατί όταν τους μιλήσεις, όταν τους εξηγήσεις, δεν βλέπεις κάτι τέτοιο. Γίνονται μια συντηρητική, κλειστή κοινωνία, γιατί κάποιοι επιμένουν να προβάλλουν και να συντηρούν τη συντήρηση. Ο φόβος και η άγνοια γεννάνε τη συντήρηση. Και ο φόβος και η άγνοια (έλλειψη παιδείας) προβάλλονται από παντού, από μεγάλο μέρος των πολιτικών και των ΜΜΕ δυστυχώς. Μη μιλάμε, όμως, μόνο για την Ελλάδα που ό,τι και να υφίσταται ως κοινωνία, τουλάχιστον έχει ανθρωπιά και φιλότιμο. Θέλετε μήπως να μιλήσουμε για τον συντηρητισμό της Βόρειας Ευρώπης απέναντι στο Προσφυγικό; Απέναντι στο «ξένο»; Μα τι πιο φοβικό από τις δήθεν τάχα μου προοδευτικές κοινωνίες των Ολλανδών και των Γερμανών π.χ. ή και άλλων… Ακούω και διαβάζω πράγματα εξωφρενικά. Λέμε, για παράδειγμα, πόσο απελευθερωμένοι είναι οι Δανοί σε όλα. Για ποια, όμως, απελευθέρωση μιλάμε; Να παίρνεις τα τιμαλφή του πρόσφυγα με το πρόσχημα ότι δεν «βγαίνεις» ως κράτος, ως κοινωνία οικονομικά, ώστε να μπορέσεις να προσφέρεις ένα πιάτο φαΐ; Και αυτό να το ψηφίζεις ως νόμο; Αυτές, όμως, τις πέρα από κάθε λογική αποφάσεις τις παίρνουν οι εξουσίες και όχι οι λαοί. Φοβάμαι ότι αυτή τη στιγμή οι λαοί της Ευρώπης δεν έχουν τις εξουσίες που τους αξίζουν…».

 
Οι κοινωνίες δεν είναι εκ φύσεως συντηρητικές; 

«Ναι, δεν θέλουν να τους χαλούν τα «κεκτημένα» τους. Εκεί «φύεται» ο συντηρητισμός. Καλά είναι τα πράγματα όπως είναι, μη μου τα χαλάς, έχω βολευτεί. Το «ξεβόλεμα» είναι ίδιον των νεότερων ανθρώπων ή των νέων μυαλών, είναι των τολμηρών, των περίεργων, βάλτε το όπως θέλετε. Και η κοινωνία, βέβαια, θα συνεχίσει να αντιστέκεται, να «τραβάει» προς τα πίσω. Ομως ο καθένας ξεχωριστά έχει μια μικρή ιστορία να αφηγηθεί για τα πέντε πράγματα που έχει τολμήσει στη ζωή του. Που τα τόλμησε έξω από το περιβάλλον του. Και μπορεί αυτά να είναι το απόλυτο μυστικό του, αλλά και η μεγάλη δύναμή του…».

Σας λείπει κάτι από τον εαυτό σας των 20 ετών; 

«Τίποτε απολύτως. Αν μου λέγατε να γυρνούσα κάπου πίσω στη ζωή μου, θα έλεγα από τα 45 και μετά. Οχι πριν. Αυτή ήταν η ηλικία όπου αισθάνθηκα ότι είμαι εγώ «μέσα» στο σώμα και τη σκέψη μου, ότι όλα είναι επιτέλους σε αρμονία. Μέχρι τότε είχα συνέχεια μικρά χάσματα, π.χ. μια πρόωρη ωριμότητα σε σχέση με αυτό που ήταν το σώμα μου ή το ανάποδο. Τώρα πλέον είναι όλα εναρμονισμένα. Δούλεψα πολύ γι’ αυτό και η ηλικία έχει μια σοφία, βρε παιδί μου. Τα 60 χρόνια είναι ένα πάρα πολύ ωραίο δώρο. Γενικότερα, αυτά που ήθελα στη ζωή μου τα έκανα. Δεν άφησα πολλά κενά. Προσπάθησα να μη δημιουργήσω απωθημένα. Από αυτή την άποψη, γιατί να μην είμαι καλά; Το μόνο πράγμα που σκιάζει την καθημερινότητά μου είναι αυτό που περνάμε όλοι μας. Δεν μπορώ να είμαι αμέτοχη, όσο και να έχω «τακτοποιήσει» τον κόσμο μου. Μου είναι δύσκολο. Νομίζω ότι όλοι νιώθουν κάπως έτσι. Αλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Είναι πολύ βαρύ αυτό που ζούμε. Και το ζούμε παγκόσμια. Κάνουμε με κόπο ενέσεις χαράς σε όλο αυτό…».

Διασκεδάζει ο κόσμος στην Ελλάδα της κρίσης; 

«Διασκεδάζει, και μάλιστα με ένα βαθύτατο αίσθημα συγκίνησης μπορώ να πω. Ακόμη και δακρύζοντας λιγάκι. Μιλάω, φυσικά, για το κοινό που παρακολουθεί τις δικές μας παραστάσεις. Ο κόσμος ανακαλεί μνήμες που τον συγκινούν… Θυμάμαι, όταν είχαμε βγει μαζί με τη Χαρούλα, το 2012, βλέπαμε κάτω τους άνδρες να δακρύζουν. Οχι τόσο τις γυναίκες, τους άνδρες… Αυτό κάνουμε και σήμερα με τις φίλες μου, την Ελένη (σ.σ.: Τσαλιγοπούλου) και τη Γιώτα (σ.σ.: Νέγκα) στις συναυλίες μας στο PassPort. Σκαλίζουμε τη μνήμη μας και ανακαλούμε τα σημεία αναφοράς μας. Δεν είναι ακριβώς το γλέντι με την έννοια του «τα σπάω», αλλά με την έννοια του «θυμάμαι» και συμμετέχω. Σαν να έχω ξεχάσει το σώμα μου και το ξαναθυμάμαι. Αυτό κάνουμε, οι τρεις μας, ξαναψηλαφούμε το σώμα του λαϊκού μας τραγουδιού. Και βλέπουμε τον κόσμο να χαμογελάει και να χαίρεται. Είναι κάτι που μας έχει λείψει πολύ…».

Φοβάστε τη φθορά της φωνής σας; 

«Οχι, γιατί το ταλέντο μου δεν είναι μόνο η φωνή μου. Η μουσική μου είναι η ουσία μου. Η φωνή είναι σαν την ομορφιά. Ενα εργαλείο που κάποια στιγμή αποκτά κι αυτό ρυτίδες, αλλάζει, φθείρεται, χαλαρώνει. Δεν έχω, όμως, καμία αγωνία. Το ταλέντο μου είναι η αγάπη μου στη γνώση, η συνήθεια που είχα από το σπίτι μου να καλλιεργώ συνεχώς τον εαυτό μου και το αισθητήριό μου. Είμαι μουσικός βασικά. Με απασχολεί η μουσική, η γλώσσα μου, ο πολιτισμός μου. Είχα την ευτυχία οι πνευματικοί πατέρες μου να είναι ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Μούτσης και ο Τσιτσάνης και με αυτό σαν οδηγό θα πάω μέχρι τέλους. Αυτή είναι η κουλτούρα μου, η περιουσία μου».

Δεν θα σας δούμε δηλαδή στα 80 σας να τραγουδάτε στο Ηρώδειο; 

«Οχι, μη μου το εύχεσθε! Να μου εύχεσθε να κρατώ πάντα τη μνήμη μου ζωντανή. Και να πάψω να τραγουδάω, θα έχω κάτι να κάνω. Θα γράφω μουσική, θα παίζω με τη μουσική και θα εξακολουθήσω να «αναπνέω» με τη μουσική. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούμαι τα τελευταία χρόνια. Η τελευταία μου δουλειά, το «Chrónos project», και στις συναυλίες και δισκογραφικά αποτυπώνει με τον πιο σαφή τρόπο τη διάθεσή μου και τη σχέση μου με τη μουσική και με τους μεγάλους ποιητές της. Η μνήμη για μένα είναι ό,τι πιο σημαντικό για να δημιουργώ το μέλλον μου. Προσπαθώ να κρατώ ζωντανή τη μνήμη μου και συνεχώς να υπενθυμίζω στον εαυτό μου και τον κόσμο που με παρακολουθεί από πού έρχομαι και προς τα πού πηγαίνω. Εχω ένα μεγάλο όπλο για αυτό. Τη γλώσσα μου, που είναι η ελληνική, άρα και τη σκέψη μου, όπως και όλο μου το αξιακό σύστημα. Και αισθάνομαι εξαιρετικά προνομιούχα και περήφανη για αυτό. Ετσι άλλωστε μπορώ και επιβιώνω στο σημερινό χάος. Και αυτό ξέρω ότι θα με βγάλει κάπου που είναι όλα φωτεινά».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Φεβρουαρίου 2016