Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικός αναλυτής
Ήταν, αν θυμάμαι καλά,μια μέρα του 1984, όταν ως νέος χρονικογράφος της σύγχρονης Τέχνης, βρισκόμουνα, στο γραφείο συντακτών της εφημερίδας που εργαζόμουν. Της περίφημης Liberation στο Παρίσι. Καθόμουν στο μικρό μου γραφείο, ανάμεσα στα γραφεία άλλων συντακτών. Ηταν μεσημέρι. Και ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο εργασίας μπροστά μου. Ήταν η γνωστή φωνή του υπαλλήλου στην είσοδο της εφημερίδας. “Κυριε Δαββετα, ένας λίγο ασυνήθιστος κύριος επιμένει να σας μιλήσει στο τηλέφωνο. Να σας τον περάσω;” “Ναι” απσντησα. Κι απο την άλλη μεριά της συσκευής ο ασυνήθιστος άντρας μου συστήνεται “Αλεξανδρος Ιόλας. Πρέπει να σας δω.”. Ο χρόνος να σκεφτώ μήπως επρόκειτο για φαρσα ,κι η πόρτα της αίθουσας συντακτών ανοίγει κι ο ασυνήθιστος κύριος μπαίνει μέσα, ακολουθούμενες απο τον φύλακα της εξόδου που μου απολογήθηκε” προσπάθησα να τον αποτρέψω αλλά δεν τα κατάφερα, μπήκε σαν σίφουνας. Συγγνωμη”.” Δεν πειράζει” του είπα και αφέθηκα στον επισκέπτη μου ,που μου μιλούσε ελληνικά στα έκπληκτα μάτια των γάλλων συναδέλφων μου. Ήταν ντυμένος με γούνα κι εκκεντρικα παπούτσια.
Ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας. Ήταν μπροστά μου κι εγώ τον άκουγα να μου μιλά. Γοητευτηκα αμέσως απο αυτόν τον Έλληνα θρύλο της Μοντέρνας Τέχνης. Μου μίλησε για πολλά, για τον Ντε Κιρικο ,τον Γουορχωλ, τον Μαξ Ερνστ, Τον Μπραουνερ, την Νομινικ Ντεμενιλ κλπ.”Ηθελα να σας γνωρίσω” μου είπε” προσθέτοντας μου” αγαπάω τους ποιητές που γράφουν για την Τεχνη. Έχουν ενα δημιουργικό θρασος”. ” Τι μπορώ να κάνω για σας” του είπα. Και μου απάντησε ” για σήμερα τίποτα”. Απλά σας προσκαλώ απόψε στην Όπερα του Παρισιού. Έχω ένα επιπλέον εισιτήριο. Θέλω να γνωρίσετε τον Νουρεγιεφ. Είναι φίλος μου. Του μίλησα για σας ,θα χαρεί να σας γνωρίσει. Μας περιμένει.” Τα ‘χασα κι εντυπωσιάστηκα αμέσως. Πως ήταν δυνατόν να χάσω τέτοια ευκαιρία να γνωρίσω τον απίθανο αέρινο χορευτή; Και το δέχτηκα αμέσως.
Το βράδυ την καθορισμένη ώρα, ο Ιόλας πέρασε με τον οδηγό του μπροστά απο το cafe floral οπου είχαμε ραντεβού, με πήρε και λίγο μετα βρεθήκαμε στην Όπερα, στις πρώτες θέσεις. Ήταν η πρώτη μου φορά που βρέθηκα στον “ναο” της Μουσικής. Μέχρι ν’ αρχισει η παράσταση ο Αλέξανδρος με ρωτούσε πολλά για μένα. Κυρίως ήθελε να μάθει πως βρέθηκα να γράφω σε μια από τις καλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης, δίχως να περάσω απο κυκλώματα της εξουσίας της Τέχνης. Την απάντηση μου, αυτήν που έδωσα στον Ιολα θα σας την δώσω αλλη φορά, σε αλλο αρθρο που θ ‘αφορα το θέμα.
Στην συνέχεια αφέθηκα στο απίθανο ταξίδι που μου πρόσφεραν οι κινήσεις του Νουρεγιεφ οταν χόρευε υπο τις διθυραμβικές ιαχές του ξετρελαμένου κοινού κι είχα την αίσθηση οτι είχε ξεφύγει απο την γήινη βαρύτητα. Μετά το τελος της παράστασης, οπως ειχε προγραμματιστεί, πήγαμε στα καμαρίνια κι είχα απέναντι μου τον θεο του χορού. Όπως χόρευε , ανεξέλεγκτος κι ελεγχόμενος ταυτόχρονα, έτσι ήταν και στον τρόπο που μιλούσε. Εντυπωσιακα.
Απλός, ευγενής και στυλ νταντη ,ο Ρούντολφ Νουρεγιεφ ήταν όπως τον περιέγραφαν.
Φιλικός κι αποστασιωποιημενος ταυτοχρονα. Θα σας μιλήσω όμως για τον Νουρεγιεφ σε άλλο πιο ειδικό άρθρο μου. Τωρα γραφω για τον Ιολα. Ο Αλέξανδρος τηρούσε, τουλάχιστον απο την δική μου εμπειρία τις υποσχέσεις του. Ήταν άρχοντας. Ήταν γενναιόδωρος. Ήταν ευφυής και διορατικος. Ένας Έλληνας απο τους τελευταίους μεγάλους που είχαν τότε απομείνει. Αριστοκρατικός, με τρόπους που μπορούσαν ν’ αλλαξουν απο το πώς καποιος του φερόταν, όμως πάντα με ένα στυλ αρχοντικό που είχε πολλά κοινά σημεία με το στυλ του Νουρεγιεφ ,όταν μιλούσε η κινούνταν, αλλά και του Καρλ Λαγκερφελντ, όταν κινούνταν στον χώρο, όπως αργότερα τον γνώρισα στο σπίτι του Αζεντιν Αλαια.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ως Κωνσταντίνος Κουτσουδης. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας βαμβακεμπορων το 1927 μετακομίζει στην Αθηνα ,όπου εκτός του οτι συναναστρέφεται όλους τους σπουδαίους της εποχής, ταυτόχρονα ξεκινά μαθήματα χορού και μουσικής. Το 1931 με προτροπή του Δημήτρη Μητρόπουλου φεύγει για Βερολίνο κι αφιερώνεται στον χορό. Τότε γνωρίζει την κόρη του διάσημου χορευτή Νιζινσκυ,την Κιρα. Λόγω της ανόδου του ναζισμού φεύγει από το Βερολίνο και πηγαίνει στο Παρίσι. Συνεχίζει να χορεύει και παράλληλα συναντά εικαστικούς καλλιτέχνες ποζαροντας ως μοντέλο για τους Ραουλ Ντιφυ, Τζορτζιο Ντε Κιρικο και Χερμπερτ Λιστ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 φεύγει για Νεα Υόρκη και χορεύει στο “Ballet Theatre Company”. Ως κορυφαίος χορευτής συνεργαζεται με τον Τζωρτζ Μπαλανσιν και την Υβον Γκεοργκι. Ενώ αργότερα αναλαμβάνει την διεύθυνση των μπαλετων του Μαρκησίου de Cuevas ,τον οποίο προσπαθεί να φέρει σ’ επαφη με τους Μπαλανσιν, Προκοφιεφ, Ιγκορ Στραβινσκυ. Μετά από ενα ατύχημα στο πόδι εγκαταλείπει τον χορό κι αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί στον χώρο της αγοράς της Τέχνης. Οχι όμως ως ένας απλά “εμπορος” αλλά ως γκαλεριστας που θ’ αναδείξει και θ’ ανακαλύψει καλλιτέχνες αλλά και που θα’ναι παραγωγός σημαντικών διεθνών εικαστικών πρότζεκτς.
Το 1946 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στην Νεα-Υορκη, την Hugo gallery, σε συνεργασία με τον Ζαν Ουγκώ, τον εγγονό του Βίκτωρα Ουγκώ. Με την βοήθεια της γοητευμένης απο αυτόν μεγάλης συλλεκτριας Ντομινικ Ντεμενιλ ,την υποστήριξη της Μαρίας ντε Γκραμον και της Ελιζαμπεθ Αρντεν και τις προσωπικές του φιλίες με καλλιτέχνες, αυτός που δεν είχε προσωπικά κεφάλαια, κατάφερε να γίνει το μεγάλο ονομα της παγκόσμιας Τέχνης.
Κατάφερε να κάνει γνωστούς τους σουρεαλιστές στις ΗΠΑ, υπήρξε, αποκλειστικός εκπρόσωπος στην Αμερική των Μαξ Ερνστ και Ρενε Μαγκριτ ως τον θάνατο τους, διοργάνωσε το 1953 την πρώτη έκθεση του Αντυ Γουορχωλ, συνδέθηκε στενά με το κινημα της Ποπ Αρτ, συνεργάστηκε λίγο αργότερα με το κινημα των nouveaux realists ( συγκεκριμένα τους καλλιτέχνες Νικι ντε Σαντ Φαλ, Ζαν Τινγκελι, Μαρσιαλ Ραις), εξέδωσε καταλόγους Τέχνης σε συνεργασία με μεγάλους λογοτέχνες και κριτικούς Τέχνης οπως αντίστοιχα οι Αντρε Μπρετον, Πιερ Ρεστανι και Νικολας Καλας, εξέδωσε βιβλία περιορισμένου αριθμού αντιτύπων (συλλεκτικά κομμάτια) με καλλιτέχνες οπως ο Μαξ Ερνστ η ποιητές οπως οι Γιάννης Ρίτσος κι Οδυσσέας Ελύτης, προώθησε στο εξωτερικό Έλληνες καλλιτέχνες όπως τους Χατζηκυριάκο Γκικα, Μόραλη, Τσαρούχη, ενώ επίσης συνεργάστηκε με νεότερη γενιά Ελλήνων καλλιτεχνων οπως οι Τσοκλης, Παύλος, Τακις , Κουνελης, ενώ ήταν απο τους πρώτους που ανέπτυξαν ενα είδος δικτύου Τέχνης ανοίγοντας γκαλερί σε πολλές πόλεις διεθνώς όπως Γενεύη, Παρίσι, Μιλάνο, Ζυρίχη, Μαδρίτη, Ρώμη ,Νεα Υόρκη.
Δώρισε και πούλησε έργα σε μεγάλα μουσεία όπως ,μεταξύ άλλων, τα Μετροπολιταν μουσείο και μουσείο μοντέρνας Τέχνης στην Νεα-Υορκη, το Μέγαρο Ζωρζ Πομπιντου, την Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών.
Έκλεισε όλες του τις γκαλερί το 1976, τηρώντας την υπόσχεση του στον Μαξ Ερνστ οτι θα τις έκλεινε μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη. Απο την δεκαετία του 1960 περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με γκαλερί οπως οι Ζουμπουλακη, Μεδουσα, Βικυ Δρακου ,Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Σκουφά. Έχτισε το “παλατι -σπιτι” του στην Αγία Παρασκευή και μετέφερε εκεί τα φοβερά έργα της συλλογής του. Θέλησε να δωρίσει αυτην την συλλογή στο Ελληνικό κράτος αλλ’αυτο, ως συνήθως ακαλλιεργητο και ζηλοφθον ως προς τα ταλέντα και τους διεθνώς επιτυχημένους Ελληνες, δεν το δέχτηκε.
Υπέκυψε στην κίτρινη αθλιότητα μερίδας τύπου που άρχισε απο το 1983 ,εποχής κυβερνήσεων Παπανδρέου να επιτίθεται στον Ιολα λόγω του εκκεντρικόυ τρόπου ζωής του και της σεξουαλικής του επιλογής. Διεθνείς προσωπικότητες τον στήριξαν δημόσια. Το 1984 δώρισε στο Μακεδονικό Μουσείο σύγχρονης Τέχνης 47 έργα σύγχρονης Τέχνης απο την προσωπική του συλλογή.Οταν πεθανε το 1987 στην Νεα Υόρκη, ιδιο χρονο θανάτου με τον Γουορχωλ, απο το απροστάτευτο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, το οποίο έπρεπε ναταν ενα διεθνες μουσείο υπο την προστασία του Ελληνικού κράτους, εκλάπησαν όλα σχεδόν τα έργα του. Τι άδοξο τέλος για εναν Έλληνα που δοξασε την Ελλάδα.συνηθισμένο θα μου πείτε. Όποιος ξεχωρίζει στην Ελλάδα του κόβουν το κεφάλι. Ειδικά οι άσχετοι απο πολιτισμό που κατέχουν υψηλές διοικητικές θέσεις και φθονούν καθε τι που λάμπει πραγματικά