Γράφει ο Τάσος Πετρίδης
Η ζωή για τον άνθρωπο, επάνω σε αυτή τη γαλαζοπράσινη όαση που αναπνέει το οξυγόνο μέσα στους αμέτρητους σκοτεινούς ωκεανούς των κόσμων, είναι πρώτα απ’ όλα μια συλλογική εμπειρία στην οποία έχουν την τύχη να συμμετέχουν συνειδητά μόνο εκείνα τα άτομα που είναι σε θέση να ξεπεράσουν την περιορισμένη ατομική τους υπόσταση, να συναντηθούν και να βιώσουν τη μοναδική αυτή εμπειρία της ζωής επάνω σε μια κοινή μοίρα, σ’ ένα κοινό όραμα, σε μια κοινή αξιακή και ηθική βάση, στην οποία χωράνε οι πάντες και στην οποία η διαφορετικότητα θεωρείται σπουδαία ευκαιρία και γνήσιος πλούτος και όχι αιτία αντιπαλότητας, συγκρούσεων και μίσους.
Τα συναισθήματα που απορρέουν μέσα από μια τέτοια εμπειρία, από τέτοιου είδους σχέσεις, πηγάζουν από μνήμες συλλογικές και πανανθρώπινες και έρχονται για να μας υπενθυμίζουν ότι ο πόνος και η απελευθέρωση απ’ αυτόν αποτελούν διαρκές και αναπόσπαστο μέρος της ωρίμανσης και της εξέλιξής μας.
Προκειμένου να ενεργοποιηθούν η συμπόνια και η αγάπη, οι απαραίτητες αυτές εγγενείς υπαρξιακές μας δυνάμεις, απαιτείται, αφού ο άνθρωπος βιώσει ολοκληρωτικά το δικό του πρώτα πόνο και λυτρωθεί από αυτόν, να βιώσει σαν δικό του και τον πόνο του διπλανού, γεγονός που δημιουργεί αυτόματα μια διασύνδεση άρρηκτη και μαγική και οδηγεί σε μια βαθιά κατανόηση της ύπαρξης και σε μια κατάσταση διαρκούς επαγρύπνησης χωρίς καμία προσπάθεια, χωρίς καμιά προσδοκία.
Η πρόσκαιρη εμπειρία ζωής που καλούμαστε όλοι να ζήσουμε, ερχόμενοι στον κόσμο αυτό, είναι μια ιερή τελετουργία μνήμης και επίγνωσης, και στη διάρκεια της το “είναι” αγωνίζεται, τις πιο πολλές φορές γεμάτο απελπισία, να σπάσει το κουκούλι του κατασκευασμένου εαυτού και να συνδεθεί με το “γίγνεσθαι” του Όλου, με τη ροή.
Τα εμπόδια, τα οποία παραδόξως ο ίδιος ο άνθρωπος στήνει στο δρόμο του, φαντάζουν ανυπέρβλητα και αξεπέραστα μα στην ουσία δεν είναι, είναι μονάχα προκλήσεις υπέρβασης που όταν αυτή συμβεί οδηγούν σε μια κατάσταση ελευθερίας και αλληλοσύνδεσης ταυτόχρονα.
Αυτό που εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι ονομάζουμε κάθε φορά τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο, στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από νέες επινοημένες μορφές εμποδίων, τα οποία γεννούν μεγαλύτερους φόβους, ψεύτικες ανάγκες και αναστολές σε μια προσπάθεια να μας αποτρέψουν τη μύηση σε αυτή την ταυτόχρονη κατάσταση ελευθερίας και διασύνδεσης που στην ουσία της αποκαλύπτει την δύναμη της ανθρώπινης σοφίας.
Προφανώς όλα αυτά, για τον άνθρωπο που είναι ολοκληρωτικά εξαρτημένος από την ύλη και τα παράγωγά της, τον άνθρωπο των πρόσκαιρων απολαύσεων της σάρκας και του νου, τον άνθρωπο που επιθυμεί μονάχα την ησυχία του και δεν αμφισβητεί ποτέ την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων που διαδραματίζονται μέσα στο νου του, φαντάζουν ασυναρτησίες πνιγμένες ίσως στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά, αλαμπουρνέζικα που συναντούν τη γνωστή ρήση “τι πίνεις και δεν μας δίνεις” και εν τέλει, άθελά του, ο άνθρωπος αυτός, γίνεται μέρος της μάθησης γι’ αυτούς που διαλέγουν το δύσκολο δρόμο της ενθύμησης και της κάθαρσης.
Ο άνθρωπος με αυτά τα χαραχτηριστικά, αποπροσανατολισμένο και εγκαταλελειμμένο θύμα του σύγχρονου βιομηχανικού μοντέλου, θελημένα ή αθέλητα, μοιάζει να έχει διαλέξει το δρόμο του και μονάχα ίσως κάποιο εξαιρετικά δραματικό γεγονός να είναι σε θέση να τον ταρακουνήσει προσφέροντάς του τα ψήγματα μιας άλλης υπαρκτής πραγματικότητας.
Η συνήθεια, η διαρκής αναζήτηση βολικών επιλογών και η αίσθηση ασφάλειας είναι οι βασικοί στόχοι όλων αυτών και συνεισφέρουν τα μέγιστα στη συνεχιζόμενη συλλογική πλάνη και τη λήθη.
Μιλώντας για το σύγχρονο βιομηχανικό και καταναλωτικό πολιτισμικό μοντέλο δεν εννοώ βέβαια ότι οι επιστήμες και η τεχνολογία ευθύνονται ολοκληρωτικά για τον αποπροσανατολισμό της πλειοψηφίας των πολιτών του κόσμου, είναι όμως φανερό ότι έχοντας λησμονήσει τις βασικές πανανθρώπινες αξιακές και τις ηθικές βάσεις για χάριν των κερδοσκοπικών τους στόχων, λειτουργούν διαμορφώνοντας καθοριστικά τα πρότυπα, τα κίνητρα, τους στόχους και τις αξίες των σύγχρονων ανθρώπων.
Εν κατακλείδι κανένας δεν είναι σε θέση και δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει ή να επιβάλλει σε κάποιον άλλο άνθρωπο το δρόμο που πρέπει να βαδίσει.
Ούτε δρόμος υπάρχει μα ούτε και αυτό το “πρέπει”.
Καθένας έχει μοναδικό χρέος, είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι, να εκπληρώνει αυτό που του αναλογεί, αυτό που μπορεί την κάθε στιγμή, τόσο για το όφελος του ίδιου όσο και της κοινωνίας, γιατί αν τα οφέλη του ατόμου με αυτά της κοινωνίας συγκρούονται τότε και το άτομο και η κοινωνία πάσχουν.
Και στο τι αναλογεί και μπορεί ο καθένας δεν υπάρχει το πολύ και το λίγο.
Υπάρχει μόνο ένα διαρκές ερώτημα που θέτει στον εαυτό του ο σκεπτόμενος και συνετός άνθρωπος “άραγε πράττω αυτό που μπορώ και μου αναλογεί μέσα σε αυτή τη μοναδική συνάντηση με το γίγνεσθαι;”
Και αυτό το ερώτημα, που πηγάζει ακάλεστο από τα βάθη της ύπαρξης, είναι η δύναμη που θέτει το άτομο σε διαρκή κίνηση προς τα μπροστά.