Ο συγγραφέας Βαγγέλης Παπαδιόχος απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τίτλο “Ασμοδαίος”.
1. Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Άνω Τελεία, το νέο σας βιβλίο «Ασμοδαίος». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Ο βασικός χαρακτήρας είναι μια μοναχική χήρα κοντά στα εξήντα που έχει βιώσει έναν κακοποιητικό γάμο ως ένα ιδιότυπο deja vu της καταπίεσης που υπέστη η μητέρα της από τον πατέρα της. Μετά από μεγάλο διάστημα ερωτικής αποχής το πάθος εμφανίζεται απρόσμενα στο πρόσωπο ενός νεαρού συναδέλφου της. Ωστόσο, σύντομα μετατρέπεται σε σεξουαλική εμμονή που την ωθεί σε πολύ νεότερούς της άνδρες, ενώ ταυτόχρονα η ενοχική της συνείδηση και οι συντηρητικές κοινωνικές επιταγές της δημιουργούν εσωτερικές συγκρούσεις. Ένα καθοριστικό γεγονός σε συνδυασμό με τη συνάντησή της με μια ερωτικά απελευθερωμένη παλιά της συμμαθήτρια και τη γνωριμία της με έναν ζιγκολό θα περιπλέξουν την κατάσταση οδηγώντας τη σταδιακά στα άκρα.
2. Ποια είναι τα κίνητρα και οι στόχοι των βασικών ηρώων σας;
Αυτή η γυναίκα θέλει να ξεπεράσει το κακοποιητικό παρελθόν της και να βιώσει μια, έστω ετεροχρονισμένη, ερωτική απελευθέρωση που αποτέλεσε ένα απωθημένο από την εφηβική της ηλικία.
3. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γιατί προφανώς ο καθένας έχει τη δική του οπτική και δεν γίνεται να οριστεί ένας μέσος αναγνώστης. Υποθέτω ότι αν αυτό ήταν το κείμενο ενός άλλου και ο αναγνώστης ήμουν εγώ θα αποκόμιζα ως απόσταγμα ότι η συναισθηματική διαστρέβλωση που υφίσταται η πρωταγωνίστρια και η σύνδεση της αγάπης με τη βία μπορεί να οδηγήσει σε μια ακόμα βιαιότερη εκδικητική ροπή.
4. Διαθέτουμε όλοι από έναν Ασμοδαίο και πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν;
Ναι, νομίζω πως υπάρχει μέσα σε όλους μας ένας Ασμοδαίος όπως υπάρχουν και άλλα σκοτεινά, απωθημένα ένστικτα που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να αναδυθούν σαν τα τέρατα του Λάβκραφτ. Η υγιής ερωτική έκφραση περνάει πάντα μέσα από τη συναίνεση, αλλά πρώτα από όλα από τη συγχώρεση και την επούλωση των παλιών προσωπικών τραυμάτων.
5. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Ήμουν κι εγώ ένας από τους πολλούς που στην πρώιμη εφηβεία άρχισα να πειραματίζομαι διστακτικά με το γράψιμο, κυρίως μέσω μιας πρωτόλειας ποιητικής έκφρασης. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα. Ας πούμε ότι η εσωστρέφειά μου με οδηγούσε σιγά σιγά στη δημιουργία εσωτερικών τοπίων. Ή αλλιώς, για να χαριτολογήσουμε, είχα κι εγώ κάποιους φανταστικούς φίλους με τους οποίους τα λέγαμε πότε πότε στο σαλόνι όταν έλειπαν οι δικοί μου.
6. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στον ψηφιακή μας κόσμο; Πόσο επηρεάζεται από τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη;
Φαίνεται πως το έντυπο βιβλίο αντέχει ακόμα γιατί οι περισσότεροι προτιμούν να κρατούν το χαρτί στα χέρια τους μετά από πολλές ώρες δουλειάς μπροστά σε έναν υπολογιστή ή και χαζολογήματος στην τηλεόραση και το κινητό. Όσο για το δεύτερο, πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο που εξηγούσε τις διακριτές διαφορές στη λογοτεχνική γραφή ανθρώπου και τεχνητής νοημοσύνης, η οποία φαίνεται πως υπολείπεται κυρίως στη συναισθηματική έκφραση. Φυσικά οι τεχνολογικές εξελίξεις τρέχουν γρηγορότερα από ότι θα μαντεύαμε και ίσως σύντομα η τεχνητή νοημοσύνη να ξεπεράσει και αυτό το εμπόδιο. Τότε πια θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος έγραψε τι, όπως είναι ήδη δύσκολο να καταλάβεις αν ένα τραγούδι είναι σύνθεση ανθρώπου ή υπολογιστικού συστήματος. Θα χρειάζονται συγγραφείς σε αυτή τη νέα εποχή που ήδη έχει ξεκινήσει; Εξίσου εύλογη απορία είναι αν θα χρειάζονται ηθοποιοί, μουσικοί ή ζωγράφοι. Δύσκολα ερωτήματα που νομίζω πως είναι ακόμα νωρίς για να απαντηθούν. Μπορώ να σκεφτώ μόνο κάποια ποιητική απάντηση σαν αυτή που έδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου:
“Η ύπαρξη ποιητών
πιστοποιεί πως πορευόμαστε ακόμα
όπως το πρώτο κερί
πιστοποίησε το σκοτάδι”.
7. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Θα υιοθετήσω μια απάντηση του Νίκου Νικολαΐδη όταν ρωτήθηκε τι είναι κινηματογράφος: “Μία προέκταση της ζωής μας. Ένας πολλαπλασιασμός του εσωτερικού και του εξωτερικού χρόνου. Όλα αυτά τα οποία κάναμε και τα κάναμε στραβά και τώρα θέλουμε να τα διορθώσουμε και όλα αυτά που δεν κάναμε ποτέ και τώρα θέλουμε να τα κάνουμε”.
8. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Δεν είμαι σίγουρος. Παντού επικρατούν οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, τα social media, οι αμέτρητες οπτικές πληροφορίες που οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερη διάσπαση προσοχής. Ίσως και το σχολείο δεν δίνει λογοτεχνικά ερεθίσματα με τον καλύτερο τρόπο. Λογικά παίζει ρόλο και το κλίμα, όσο κι αν ακούγεται εύκολη δικαιολογία. Ο Γερμανός και ο Σουηδός δεν μπορούν να βγαίνουν έξω κάθε λίγο και λιγάκι κι έτσι όταν μένουν μόνοι προτιμούν ενίοτε τη συντροφιά ενός βιβλίου. Πάντως δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαβάζουν μέσα στο μετρό και τα λεωφορεία, πράγμα που με εντυπωσιάζει γιατί εγώ δεν μπορώ να το κάνω.
9. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Ούτε στη μία ούτε στην άλλη, με την έννοια ότι δεν μπορώ να τις δεχτώ ως καθοριστικούς παράγοντες της ζωής μου.
10. Ενας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Σκακιστική νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, Φανφάν του Αλεξάντρ Ζαρντέν, Τα άνθη του κακού του Σαρλ Μπωντλαίρ, Άπαντα του Κώστα Καρυωτάκη, Οι φιλοσοφίες του underground του Λούις Ραθιονέρο.
11. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στην εποχή μας;
Ο ρομαντισμός έχει καταλήξει προ πολλού να ταυτίζεται με μια απλοϊκή έκφραση συναισθηματισμού ενώ σαν καλλιτεχνικό κίνημα διέθετε μια σκοτεινή πλευρά. Βέβαια ισχύει ότι έδινε σαφές προβάδισμα στο συναίσθημα έναντι της καθαρής λογικής στην οποία στηρίζεται ο ρεαλισμός. Μια μάλλον αναμενόμενη απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα ήταν ότι σήμερα έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό το συναίσθημα και κυρίως στις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως το συναίσθημα μπορεί να οδηγήσει με πολλούς τρόπους τόσο στην ευτυχία όσο και στην καταστροφή. Αν το μεταφράσουμε πολιτικά μπορούμε να πούμε, για παράδειγμα, ότι μια συναισθηματική έξαρση είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό ωθεί πολλούς να στρέφονται στην ακροδεξιά, ενώ κατά κανόνα ο αριστερός ρομαντισμός βρίσκει τοίχο όταν χτυπά την πόρτα της εξουσίας. Από την άλλη μεριά, ο άτεγκτος ρεαλισμός οδηγεί πολύ συχνά σε διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Τελικά, δεν ξέρω αν σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα ήταν καλό να υπήρχε λιγότερος κυνισμός.