Γράφει ο Γιάννης Λαδάκης
Όπως πάντα πριν μπω στη διαδικασία να γράψω μία άποψη (όχι κριτική) για ένα ποιητικό έργο, νιώθω ότι οφείλω να υπενθυμίσω τόσο στους αναγνώστες όσο και στον εαυτό μου την αδυναμία τού να συντάξεις οποιοδήποτε (πλήρες ή μη) σχόλιο για ένα συγκεκριμένο ποιητικό πόνημα. Κι αυτό γιατί αυτομάτως αναιρείται η υπέροχη δυναμική της ποίησης που της επιτρέπει να ταξιδεύει ελεύθερα, έξω από πρότυπα, προσδοκίες, σημειολογικά τερτίπια, μέχρι να φτάσει στην καρδιά του ανθρώπου και να τη γλυκάνει. Επομένως, θα δηλώσω (υπεύθυνα – συγγνώμη για το γραφειοκρατικό μου χιούμορ) ότι το παρόν κείμενο δεν αποτελεί παρά μόνο αποκύημα της αίσθησης που μου δημιούργησε η ανάγνωση του ποιητικού έργου «Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος» (Εκδόσεις Άνω Τελεία).
Ξεκινώντας από τον τίτλο που ντύνει ή δένει την ποιητική συλλογή, μπορούμε να πούμε ότι εύκολα προκαλεί το ενδιαφέρον μας με το παράδοξο του λογοπαίγνιου.
Μεμιάς ο νους αρχίζει να φαντάζεται την κατεύθυνση του περιεχομένου, τον κοινό παρονομαστή των ποιημάτων που συναπαρτίζουν τη συλλογή. Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός; Προσωπικά, θα υποπτευόμουν έναν τρόπο θέασης του κόσμου μας από έναν μακρινό παρατηρητή, όχι όμως τοπικά, τοποθετημένο σε κάποιον αρκετά κοντινό πλανήτη ώστε να μην βλέπει ετεροχρονισμένη την εξέλιξη της ιστορίας μας (ως προς τον χρόνο που βιώνουμε), αλλά χρονικά, έναν παρατηρητή του μέλλοντος που ψαχουλεύει το παρελθόν για να αναγνωρίσει ίσως κάτι από το δικό του παρόν ή να αποκαλύψει τους τρόπους ύπαρξης του παρελθόντος. Τι θα ανακάλυπτε, τι θα έβλεπε αυτός ο παρατηρητής; Αυτό αναρωτιέται ο ποιητής Επαμεινώνδας Βανδώρος, δίνοντας από το πρώτο μόλις ποίημα τον τόνο που θα ακολουθήσει και στην υπόλοιπη συλλογή:
Όταν ευχόμαστε ειρήνη
και υπάρχουν καταπιεσμένοι κι αδικημένοι
τότε ευχόμαστε
διαρκή αδικία.
Δεν θα ήθελα να αναλωθώ εδώ στην αναφορά συγκεκριμένων ποιημάτων που μου κέντρισαν περισσότερο και λιγότερο το ενδιαφέρον (ανάμεσα πάντως στα αγαπημένα μου συγκαταλέγονται τα: Αι γενέαι πάσαι, Ο ασήμαντος, Σκέψεις περί ευτυχίας και Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος). Ο ποιητής, μέσα από απλό, λιτό λόγο και ακολουθώντας μια τυπική, οικεία ποιητική μορφολογία και λογική (Τίτλος – Σώμα ποιήματος – Τελική στροφή ή δίστιχο που αποκαλύπτει ή επιτονίζει το ρυθμό του νοήματος), επιδιώκει να εκφράσει το δικαιολογημένο του μένος ή μάλλον την απογοήτευσή του σε σχέση με όλα αυτά που ζει ο σύγχρονος, δικός μας κόσμος. Πόλεμοι, γενοκτονίες, αδικία, ανισότητα (δηλαδή: ανεξέλεγκτος καπιταλισμός). Πού και πού, σποραδικά, εμφανίζονται ποιήματα τα οποία αποτελούν νησίδες δυναμισμού και σπάνε τη συνέχεια του μελαγχολικού Κατηγορώ του ποιητή, υποδεικνύοντας έναν ‘άλλον’ παλμό ή δρόμο για τον άνθρωπο, ‘άλλους’ τρόπους θέασης του φόβου, της ευτυχίας, του μεγαλείου – της σχέσης με το Άλλο ως οντότητα που σε συμπληρώνει.
Η συλλογή «Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος» συνιστά για μένα μια κραυγή ενός ανθρώπου για το παρόν, μια διαρκώς καταπιεσμένη ανησυχία που ξεσπά σε λόγο ή τέχνη προσπαθώντας να καταπραΰνει την αγωνία για ένα αναπόφευκτα σκοτεινό μέλλον που ίσως να μην χωρά καν την ανθρωπότητα.
Υπάρχει μήπως τρόπος να ανατραπεί αυτή η κατάσταση; Μήπως ο ποιητής δεν προσδοκά να φωτίσει έναν μακρινό τρόπο θέασης, αλλά να υπενθυμίσει στον σύγχρονό του άνθρωπο την ευθύνη του για όσα συμβαίνουν κι όσα επακολουθούν;