Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Αν θέλαμε να περιγράψουμε με μια φράση το μυθιστόρημα “Η Χορτοφάγος” της Χαν Γκανγκ, θα μπορούσαμε να περιορίσουμε στο ότι είναι μια μεταμοντέρνα εκδοχή της Μεταμόρφωσης του Φραντς Κάφκα.
Κι όντως η νοτιοκορεάτισσα νομπελίστρια συγγραφέας χρησιμοποιεί τον βασικό καμβά πάνω στον οποίο ο Κάφκα ανέπτυξε τις ιδέες ενός από τα καλύτερα βιβλία του
γύρω από την αντίσταση στην αλλαγή, την προκατάληψη και το φόβο στο άγνωστο, για να οικοδομήσει η ίδια μια σύγχρονη νεοφεμινιστική καταγγελία για την ανοχή στη διαφορετικότητα και την πατριαρχική καταπίεση των γυναικών.
Χρησιμοποιώντας μια πρωτότυπη δομή όπου η αφήγηση δεν πραγματοποιείται από την ίδια, αλλά μέσα από την οπτική τριών,κρίσιμων για την εξέλιξη του έργου χαρακτήρων.
Του αδιάφορου συζύγου που την εγκαταλείπει μόλις βιώσει την στροφή της στη χιρτοφαγία μετά από ένα επίμονο όνειρο.
Του κρυφά ερωτευμένου μαζί της κουνιάδου που επιδιώκει να συγκεράσει την καλλιτεχνική με τη σεξουαλική του έξαψη.
Της ταπεινής αδερφής της που πρεσβεύει τη λογική, τη μεσότητα στη σκέψη, το καθήκον, που δεν γοητεύεται από τη βαρβαρότητα της πίεσης με την οποία η οικογένεια προσπαθεί να αλλάξει στάση στην “χορτοφάγο” αλλά δεν κατανοεί και τη σχεδόν αυτοκτονική εμμονή της.
Η Γκαγκ διαθέτει αξιόλογη λογοτεχνική βαρύτητα, με αξιοπρόσεκτη τεχνική, εναλλαγές ανάμεσα στον σκληρό ρεαλισμό και την ποιητική λυρικότητα.
Αποτυπώνει τη σύγκρουση δύο κόσμων που δεν βρίσκουν κοινή γραμμή. Αναγνωρίζει την αξία της οικογένειας, δεν ανέχεται όμως τον καταπιεστικό ιστό που στήνει στα μέλη της. Αποδέχεται τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου ως ιερή κι αδιαπραγμάτευτη αξία και μοιάζει διαθέσιμη να παλέψει γι’ αυτήν μέχρις εσχάτων.