Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Τον Όργουελ στην εμβληματική δυστοπία του «1984» τον φόβιζε το γεγονός ότι θα καταστρεφόταν ο πολιτισμός μας από ανθρώπους που θα απαγόρευαν την πρόσβαση στα βιβλία. Τον Χάξλεϊ στη δική του εξίσου εμβληματική δυστοπία «Ένας Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος» τον φόβιζε το γεγονός ότι ο πολιτισμός μας θα καταστρεφόταν επειδή κανείς δεν θα ήθελε να έχει πρόσβαση στα βιβλία.
Το δοκίμιο αυτό διαπραγματεύεται την επίδραση της τηλεόρασης σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ζωής μας δείχνοντας ποιος τελικά απ’ τους δύο προαναφερθέντες συγγραφείς είχε δίκιο στις προβλέψεις του.
Ξεκινάει απ’ την ανάδειξη της σημασίας του μέσου κατά τη μετάδοση του μηνύματος. Συνεχίζει με τη διερεύνηση του πλαισίου μέσα το οποίο μεταδίδονται οι πληροφορίες για να ξεκινήσει ουσιαστικά την επιχειρηματολογία του από την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Η μεγάλη αυτή ανακάλυψη σηματοδότησε τη διαμόρφωση μιας ολόκληρης κουλτούρας από την εκφορά του δημόσιου λόγου (σε προεκλογικές ομιλίες σε δικαστικές αίθουσες κλπ), την διατύπωση των διαφημίσεων που άρχισαν να εμφανίζονται σε αφίσες και στις εφημερίδες, μέχρι φυσικά στα σχολικά εγχειρίδια και τα επιστημονικά συγγράμματα. Οτιδήποτε ήταν να ειπωθεί έπρεπε να είχε προηγουμένως καταγραφεί και διατηρούσε το αποστασιοποιημένο ύφος, το βάρος της τεκμηρίωσης και τη σοβαρότητα που καθιερώθηκε να αρμόζει στον έτυπο λόγο. Τέτοιου είδους λόγου είχαν υιοθετήσει ακόμα κι οι πωλητές, οι εκφωνητές των δελτίων ειδήσεων κλπ.
Στη συνέχεια ικανό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην επανάσταση που ακολούθησε αυτήν της τυπογραφίας που ήταν ο τηλέγραφος που πλέον μπορούσε να μεταφέρει ειδήσεις από πολύ μακρινά μέρη απ’ όπου κατοικούσε ο πολίτης που καλούνταν να «καταναλώσει» αυτές τις ειδήσεις. Μετά την πρώτη αμηχανία μπροστά στη νέα ανακάλυψη, σύντομα όλοι κατάλαβαν ότι η διοχέτευση κι η συσσώρευση των πληροφοριών αυτών δεν προσέφερε κάτι αξιοποιήσιμο στο μέσο πολίτη. Εκεί περίπου εμφανίζεται η τηλεόραση που δεν αποτελεί τίποτ’ άλλο παρά το συνδυασμό της τυπογραφίας με την τηλεγραφία και τη φωτογραφία.
Η ευκολία χρήσης και πρόσβασης στη νέο μέσο αλλά κυρίως η μηδενική απαίτηση για σκέψη, μόρφωση αλλά και συμμετοχή του κοινού συντέλεσαν ώστε η τηλεόραση να κυριαρχήσει γρήγορα πάνω από κάθε άλλη μορφή επικοινωνίας.
Όλοι, κυριολεκτικά όλοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ιεροκήρυκες, εκπαιδευτικοί και διασκεδαστές πάσης φύσεως ήθελαν το δικό τους μερίδιο από το χρόνο που τους αφιέρωνε άφθονο ο πολίτης μπροστά στην οθόνη της συσκευής του. Κάπου εκεί αναγνωρίστηκε η ανάγκη της γρήγορης εναλλαγής των εικόνων χωρίς να επιτρέπουν χρόνο στον τηλεθεατή να σκεφτεί, να προβληματιστεί ή να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. Έγινε δηλαδή η τηλεόραση μια «αιώνια υπόσχεση διασκέδασης». Όλα έπρεπε να υπακούουν στον κανόνα της ταχύτητας, τη ρηχότητας και του εφήμερου. Δεν ήταν ελαττώματα της τηλεόρασης αυτά, αντιθέτως ήταν τα φοβερά της πλεονεκτήματα που γοήτευσαν το σύνολο σχεδόν του κόσμου κι έδωσαν και την πολυπόθητη δικαιολογία στις αμόρφωτες μάζες για να παραμένουν μακριά απ’ τα βαρετά, κουραστικά κι απαιτητικά βιβλία αφού με την τηλεόραση έμοιαζε να γνωρίζουν όλα όσα τους ήταν απαραίτητα για να πορεύονται στη ζωή.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1984 κι εκδόθηκε την επόμενη χρονιά οπότε κι η τηλεόραση βρισκόταν στο απόγειό της, οι υπολογιστές ήταν σε νηπιακή φάση και το διαδίκτυο δεν έχει δοθεί ακόμα για ευρεία λαϊκή χρήση. Γράφτηκε δηλαδή την εποχή που η τηλεόραση με την υπόσχεση για διασκέδαση είχε πια ισοπεδώσει τα πάντα. Την εκπαίδευση, τον πολιτικό λόγο, την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, τα πάντα. Τα βιβλία έγιναν μια αναχρονιστική, έκκεντρη εν πολλοίς ενασχόληση κάποιων «περιθωριακών» τη στιγμή που όλοι ήθελαν να μετέχουν στην αιώνια διασκέδαση που προσέφερε η τηλεόραση. Με άλλα λόγια ήταν η εποχή που ξεκίνησε η απέχθεια ακόμα και για τα σχολικά βιβλία και ταυτόχρονα οι μαθητές με πρόσχημα προγράμματα τύπου «εκπαιδευτική τηλεόραση» προσκολλήθηκαν λαίμαργα μπροστά στις οθόνες που είχε πια κάθε σπίτι. Στοχαζόμενος ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως όλα αυτά που αναφέρει ο Πόστμαν για την τηλεόραση το 1985 ισχύουν στο ακέραιο και σήμερα αν απλά στη θέση της τηλεόρασης βάλουμε το διαδίκτυο. Τα πάντα γίνονται στο βωμό του σόου και ομνύουν στην αιώνια διασκέδαση – ούτε καν ψυχαγωγία.
Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή , δίκην συζητήσεως με τον αναγνώστη, κι ο συγγραφέας έχει αποφύγει μεθοδικά το ύφος του διαδακτισμού που συχνά συνοδεύει και χαρακτηρίζει τέτοια βιβλία.
Η τεκμηρίωση είμαι επαρκέστατη και παρατίθεται με υποσημειώσεις στο τέλος του βιβλίου για να μην διαταράσσεται η ροή του κειμένου. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής του αναγνώστη μια μελαγχολία του συγγραφέα καθώς καταγράφει τις διαπιστώσεις του κι μια τιθασευμένη οργή κατά τη διατύπωση των συμπερασμάτων του. Γενναιόδωρα όμως στο τέλος προσφέρει στον αναγνώστη του τις προτάσεις του και τις λύσεις που θεωρεί ότι μπορούν ακόμη να σώσουν ότι σώζεται. Σε κάθε περίπτωση όλα «φωνάζουν» τη μεγάλη δεξιοτεχνία του Πόστμαν στο χειρισμό του λόγου και τη μεγάλη του εμπειρία του ως δοκιμιογράφου.
Αυτό που καταφέρνει το πόνημα του Πόστμαν είναι να αναδείξει πώς φτάσαμε από το να «γελάμε αντί να σκεφτόμαστε» που στοίχειωνε τον Χάξλεϊ στο ότι «δεν ξέρουμε γιατί γελάμε και για ποιο λόγο έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε» σήμερα. Αποτελεί ένα ρέκβιεμ ουσιαστικά για μια κοινωνία που ζει, για όσο θα ζει, «διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου».
5,0/5,0