Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η διαταραχή των βιντεοπαιχνιδιών ορίζεται ως το παιχνίδι που είναι δύσκολο να ελεγχθεί, έχει προτεραιότητα έναντι άλλων δραστηριοτήτων, ενώ η ενασχόληση μαζί του κλιμακώνεται παρά το γεγονός ότι επηρεάζει αρνητικά το άτομο.
Οι γονείς παιδιών με εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια συχνά απελπίζονται, καθώς νιώθουν πως δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Και καθώς το παιχνίδι καθίσταται μια πανταχού παρούσα δραστηριότητα μεταξύ των νέων, είναι σημαντικό για εμάς τους γονείς, να ξεχωρίσουμε το παιχνίδι ως φυσιολογική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στον ελεύθερο χρόνο του ατόμου από την πραγματικά προβληματική συμπεριφορά που προκύπτει από τον εθισμό.
Ο Ρουν Νίλσεν, καθηγητής ψυχολογίας βιντεοπαιχνιδιών στο Πανεπιστήμιο IT της Κοπεγχάγης, εξηγεί ότι συχνά συναντά γονείς που ανησυχούν επειδή δεν καταλαβαίνουν πολλά πράγματα που σχετίζονται με τα βιντεοπαιχνίδια, ενώ ακούνε διαρκώς ότι ο κόσμος των βιντεοπαιχνιδιών μοιάζει με εκείνο των ναρκωτικών.
Αυτή η έμμονη ιδέα τους κάνει σταδιακά να επιθυμούν να κόψουν «μαχαίρι» την ενασχόληση των παιδιών τους με τα βιντεοπαιχνίδια. Το πιο δύσκολο πράγμα για αυτούς τους γονείς είναι να αφήσουν στην άκρη την προκατειλημμένη αντίληψη ότι τα βιντεοπαιχνίδια είναι επικίνδυνα. Αυτό ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και γονείς με παιδιά που πράγματι αφιερώνουν στο παιχνίδι ασυνήθιστα πολύ χρόνο.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, η βίαιη απoκοπή των παιδιών από τα βιντεοπαιχνίδια μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες συναισθηματικές εκρήξεις, ειδικά αν μιλάμε για παιδιά με σοβαρά προβλήματα εθισμού. Ένα τέτοιο παιδί, μπορεί να αισθανθεί στενοχωρημένο και απομονωμένο, καθώς στη δική του αντίληψη, το εμποδίζουν να κοινωνικοποιηθεί με τους φίλους του στο διαδίκτυο.
Επιπλέον, η αυστηρή απαγόρευση ελλοχεύει ο κίνδυνος να αφαιρέσει από το παιδί μια ανακουφιστική δραστηριότητα που ίσως αποτελεί το μόνο πράγμα που περιμένει ένα παιδί μετά το σχολείο. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν έρευνες σύμφωνα με τις οποίες ορισμένα παιδιά χρησιμοποιούν το παιχνίδι ως μέσο για να ξεφύγουν από επώδυνα συναισθηματικά προβλήματα στην οικογένεια ή το σχολείο.
Η συμπεριφορά απέναντι στο παιχνίδι συχνά έρχεται ως σύμπτωμα κάποιου άλλου ζητήματος ή μιας στρατηγικής, την οποία χρησιμοποιεί ένα άτομο για να διαχειριστεί τις αντίξοες συνθήκες στην καθημερινότητά του. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Νίλσεν, τα περισσότερα παιδιά στην πραγματικότητα επιδιώκουν να έχουν μια ισορροπημένη σχέση με τα βιντεοπαιχνίδια, ενώ πολύ λίγα ονειρεύονται μια ζωή που δαπανάται αποκλειστικά παίζοντας μπροστά από μια οθόνη.
Ο υπερβολικός χρόνος που αφιερώνεται στα βιντεοπαιχνίδια θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ένα σημάδι ότι υπάρχουν άλλα προβλήματα στη ζωή του παιδιού που αξίζει να παρατηρήσουμε.
Ενώ το παιχνίδι είναι μια απτή συμπεριφορά, που εύκολα παρατηρείται, το υποκείμενο πρόβλημα θα μπορούσε να προκύπτει ως αντίδραση απέναντι σε ένα οικογενειακό θέμα, όπως ένα διαζύγιο ή ένα βίωμα στο σχολείο, όπως ο εκφοβισμός από τους συμμαθητές. Ορισμένες φορές, η αντίληψη του παιχνιδιού ως ατομικό ιατρικό πρόβλημα μας εμποδίζει να το δούμε ως σημάδι ότι κάτι άλλο δεν πάει καλά.
Η συζήτηση με το παιδί σχετικά με τους λόγους πίσω από την ψυχαναγκαστική παρόρμησή του να παίξει θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να βοηθήσουμε. Δεδομένου ότι τα περισσότερα παιδιά έχουν προσωπικούς στόχους ζωής εκτός από το να παίζουν βιντεοπαιχνίδια, ως γονείς μπορούμε να ανακαλύψουμε τρόπους να υποστηρίξουμε τα παιδιά μας στην επίτευξη αυτών των στόχων, μειώνοντας τις ώρες που ξοδεύουν στα παιχνίδια.
Ο Νίλσεν προτείνει να προσπαθήσουμε να επινοήσουμε κοινούς κανόνες για μια λογική και ισορροπημένη ενασχόληση με τα βιντεοπαιχνίδια. Για παράδειγμα, μπορούμε να ορίσουμε ότι το παιδί θα παίζει βιντεοπαιχνίδια μετά το σχολείο, μόνο μέχρι την ώρα του δείπνου και όχι πέρα από αυτήν. Έτσι, εάν ένας γύρος του παιχνιδιού διαρκεί 20 λεπτά, το παιδί δεν θα ξεκινήσει ένα νέο παιχνίδι εφόσον το δείπνο είναι έτοιμο και περιμένει στο τραπέζι.
Παιχνίδια που απαιτούν από τον παίκτη να είναι παρών για τρεις ώρες συνεχόμενα, μάλλον θα πρέπει να βγουν εκτός της λίστας, καθώς τρεις ώρες είναι υπερβολικά πολλές για να τις επενδύσει κανείς παίζοντας μπροστά σε μια οθόνη.
Συμπερασματικά
Τα βιντεοπαιχνίδια αποτελούν μια κοινή δραστηριότητα αναψυχής για τα περισσότερα παιδιά, καθώς και τους εφήβους. Αλλά όλο αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι το προβληματικό για όσους περνούν υπερβολικό χρόνο παίζοντας, χωρίς να τους μένει χρόνος για τίποτα άλλο.
Προκειμένου ως γονείς να παρέχουμε στα παιδιά μας υποστήριξη, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το πρόβλημα του εθισμού ενός παιδιού στα βιντεοπαιχνίδια είναι συχνά σημάδι ότι τα μικρά μας προσπαθούν να αντιμετωπίσουν πιο αγχωτικές καταστάσεις όπως οικογενειακά ζητήματα ή θέματα που ανακύπτουν στο σχολικό περιβάλλον.
Επιπλέον, ως γονείς θα πρέπει να υποστηρίζουμε τα παιδιά μας να προσδιορίζουν τους προσωπικούς τους στόχους και να δημιουργούμε από κοινού κανόνες για τη σταδιακή μείωση του χρόνου που αφιερώνουν στο παιχνίδι.