Γράφει ο Νίκος Ζυγογιάννης, καθηγητής
Η αρχαία ελληνική λέξη «μουσείον», που σήμαινε ναός των μουσών και
κατεπέκταση των τεχνών, σήμερα δηλώνει τον τόπο, το κτίριο όπου
βρίσκονται συγκεντρωμένες με σκοπό την προστασία και την παρουσίασή
τους στο κοινό, συλλογές έργων τέχνης, αλλά και πολιτιστικά,
επιστημονικά και τεχνολογικά αντικείμενα.
Στην κλασική αρχαιότητα και ειδικά στην Αθήνα ανάγεται η ιδέα της δημιουργίας δημόσιων συλλογών έργων τέχνης. Σε μια αίθουσα των Προπυλαίων (στην Ακρόπολη) βρίσκονταν έργα διάσημων ζωγράφων, απ’ όπου και η ονομασία της
«Πινακοθήκης», που είχε δοθεί στο χώρο αυτό. Στα νεότερα χρόνια
δημιουργήθηκαν μουσεία με συλλογές από πολιτισμούς που έχουν εκλείψει, μουσεία επιστημών και τεχνολογίας, μουσεία με συλλογές από τη λαϊκή ζωή –λαογραφικά μουσεία-, μουσεία αφιερωμένα στον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική, την ενδυματολογία, υπαίθρια μουσεία που παρουσιάζουν τα εκθέματά τους στο φυσικό τοπίο, κ. ά.
Το μουσείο δεν είναι απλά ένας τόπος μνήμης, αλλά ένας ζωντανός
οργανισμός που μας δείχνει τα ίχνη της περιπέτειας του ανθρωπίνου
πνεύματος. Είναι τα θησαυροφυλάκια του παρελθόντος, όπου προβάλλεται η πορεία ενός λαού. Συμβάλουν στη γνώση του παρελθόντος, διατηρούν την πολιτιστική κληρονομιά, καλλιεργούν την ιστορική συνείδηση, αναπτύσσουν την ιστορική σκέψη και κρίση. Τα μνημεία του παρελθόντος είναι ο τόπος συνάντησης του χθες με το σήμερα. Η άγνοια τους μας σποκόβει από τον πολιτισμό, που ο χρόνος τον φθείρει και τον σβήνει.
Ο σκοπός του σύγχρονου μουσείου έχει αναθεωρηθεί, το πεδίο δράσης του έχει διευρυνθεί, έγινε πιο ανοιχτό και εκδημοκρατίστηκε. Η τακτική της έκθεσης και μόνον αυτής σε ερμητικά κλεισμένος βιτρίνες με απαγορευτικές πινακίδες και δυσνόητες επεξηγηματικές ταμπέλες των
εκθεμάτων, έχει πλέον ξεπεραστεί.
Οι παραδοσιακές λειτουργίες του, της απόκτησης δηλαδή έργων, καθιέρωσης και νομιμοποίησης, τείνουν να αντικατασταθούν από άλλες, όπως αυτής της ανταλλαγής εκθέσεων σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Το μουσείο θα πρέπει να ορίζεται ως ο κατεξοχήν χώρος της
επικοινωνίας, της συνάντησης, της διάδοσης και ως ένα όργανο σκέψης.
Κάτω απ’ αυτή την αρχή θα πρέπει να συνδεθεί το μουσείο με την
εκπαίδευση, ξεκινώντας από τις πρώτες βαθμίδες της.
Πρώτη προσπάθεια, να γίνει το παιδί «φίλος» του μουσείου, να εξοικειωθεί με τα εκθέματά του με ειδικά προγράμματα, όπου θα μπορεί να αγγίξει, να πειραματισθεί, να ζωγραφίσει, να παίξει ακόμα. Έτσι μόνο θα μπορέσει να ανακαλύψει το μαγικό κόσμο του μουσείου, ενώ από την άλλη η διδακτέα ύλη του σχολείου θα γίνει πιο ζωντανή και η μάθηση πιο εύκολη με την ψυχαγωγική ξενάγηση. Η φαντασία του παιδιού απελευθερώνεται και
μπορεί να ανασυντάξει τα απομεινάρια του παρελθόντος. Ενθαρρύνεται ο αυτοστοχασμός και η πνευματική αυτενέργεια.
Στη χώρα μας υπάρχουν πολλά μουσεία, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σ’ όλες σχεδόν τις πόλεις. Πολλά απ’ αυτά, όπως το Βυζαντινό, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το Νομισματικό, το Μουσείο Δίου, το Ναυτικό, το Παιδικό Μουσείο κ. ά. έχουν δημιουργήσει εκπαιδευτικά προγράμματα, που βοηθούν τους νέους στην κατανόηση της
συμβολικής γλώσσας και του εικαστικού κώδικα των έργων τέχνης. Ακόμα ταξιδεύουν ανά την Ελλάδα, επισκεπτόμενα και περιοχές που στερούνται σχετικής υποδομής. Με τις ¨μουσειοσκευές¨, μεταφέρονται τα εκθέματα μέσα στην ίδια τη σχολική αίθουσα και έρχονται σε άμεση επαφή με τους
μαθητές. Όμως και για τους εκπαιδευτικούς πρέπει να γίνονται σεμινάρια για την πληρέστερη κατάρτισή τους, ώστε να ευαισθητοποιηθούν σχετικά με την προσπάθεια ένταξης του «μουσείου» στην εκπαιδευτική διαδικασία, αφού τα μνημεία μπορούν να συνδεθούν με τα περισσότερα μαθήματα (Ιστορία, Γεωγραφία, Θρησκευτικά κ. ά.) και να καλλιεργήσουν συστηματικά στους μαθητές την αξία του περιεχομένου των μουσείων. Έτσι υα προκύπτουν πολίτες αισθητικά και ανθρωπιστικά καλλιεργημένοι, που θα μπορούν να αντιλαμβάνονται και να απολαμβάνουν την ομορφιά και τις αξίες.
Τέτοιες πρωτοβουλίες και ενέργειες φανερώνουν ότι η κοινωνία στηρίζει
την ύπαρξη των μουσείων και ότι έχει αποκτήσει ένα υψηλό επίπεδο
συνειδητοποίησης της αξίας τους…