Η Μίλβα, η κορυφαία Ιταλίδα ερμηνεύτρια, πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στο Μιλάνο
Τη φώναζαν Πάνθηρα. Ισως λόγω της αισθαντικής φωνής της, ίσως του δυναμισμού της κάθε φορά που εμφανιζόταν στη σκηνή που την έκανε να μοιάζει με άγριο ζώο της σαβάνας, ίσως και λόγω της ικανότητάς της να κάνει το κοινό να την παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα -ακριβώς όπως κοιτά κανείς τον πάνθηρα που ετοιμάζεται να επιτεθεί στο θήραμά του.
Η Μίλβα δεν είναι απλώς μια τραγουδίστρια. Κάθε φορά που ακούς τη βαθιά, βελούδινη φωνή της να τραγουδά «Uomini addosso» και «L’ Immensita» -στη γλώσσα που σε κάνει να ερωτεύεσαι από την πρώτη στιγμή, τα ιταλικά -ή στο πλευρό του μοναδικού Θάνου Μικρούτσικου το «Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ…» -στη δική μας γλώσσα, σαν να είναι δική της, με τα μακριά κόκκινα μαλλιά της να «κολυμπούν» στον αέρα όσο ακολουθεί τις νότες του αξέχαστου Έλληνα μαέστρου- μοιάζει σαν να έχεις μπει σε ένα δικό της, μαγευτικό σύμπαν, όπου τα μόνα πράγματα που κυριαρχεί είναι η μουσική και ο ερωτισμός που είναι τόσο έντονος, σαν να φτάνεις στην έκσταση.
Γεννημένη στις 17 Ιουλίου του 1939 στην επαρχιακή, ιταλική πόλη Γκόρο,
η Μίλβα (το οποίο βγαίνει από την ένωση των δύο ονομάτων της Μαρία Ίλβα) θα ξεκινήσει την καριέρα της με το ψευδώνυμο Σαμπρίνα, με την ίδια να «ξαναβαπτίζεται» μερικά χρόνια αργότερα, όταν θα κερδίσει τον διαγωνισμού του ιταλικού κρατικού καναλιού Rai για ανερχόμενα ταλέντα το 1959. Η νίκη θα της εξασφαλίσει και το πολυπόθητο εισιτήριο για την πρώτη της εμφάνιση στο Φεστιβάλ του Σανρέμο. Τόσο μεγάλο και ασυγκράτητο ήταν το ταλέντο της που, όπως αναφέρει το ιταλικό Marie Claire, κατάφερε πολύ γρήγορα να διεκδικήσει ένα αξιοπρεπές ποσό για τις εμφανίσεις της στις μουσικές σκηνές. Με αυτόν τον τρόπο, από πολύ μικρή στήριξε οικονομικά και την οικογένειά της, όταν πτώχευσε ο πατέρας της.
Η ίδια είναι γνωστή και ως La Rossa, κυρίως λόγω των εμβληματικών κατακόκκινων μαλλιών της, αλλά πολλοί είναι αυτοί που της «χρεώνουν» το παρατσούκλι για τις αριστερές της απόψεις, τις οποίες χωρίς φόβο εξέφραζε σε αμέτρητες περιπτώσεις και συνεντεύξεις της.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Μίλβα θεωρείται ήδη κορυφαία στο ιταλικό πεντάγραμμο και μια από τις τρεις τραγουδίστριες που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη μουσική βιομηχανία των 60s της γειτονικής χώρας και στις οποίες το κοινό είχε δώσει παρατσούκλια άγριων ζώων. Πέρα από τον «Πάνθηρα του Γκόρο», την Αγία Τριάδα συμπλήρωναν η «Τίγρης της Κρεμόνα», Μίνα, και ο «Αετός του Λιγκόνκιο», Ιβα Τζανίκι.
To 1961 κάνει το επίσημο ντεμπούτο της στη μουσική μέσα από τη συμμετοχή στο Σανρέμο, τραγουδώντας το «Il mare nel cassetto»,
όπου ο θρύλος θέλει την Μπέτι Κέρτις, επίσης σπουδαία τραγουδίστρια της εποχής, να τρέφει έντονα ανταγωνιστικά αισθήματα για τη Μίλβα και να της κάνει μια άσεμνη χειρονομία, όταν βρέθηκε σε πιο ψηλή θέση στην τελική κατάταξη. Τα ιταλικά μέσα θέλουν τη Μίλβα να βρίσκεται συχνά εν μέσω διαμαχών σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το 1963, όταν ξέσπασε κατά της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ, καθώς δεν της χάρισε μια θέση ανάμεσα στους νικητές και ορκίστηκε να μην ξαναπατήσει πόδι στη διοργάνωση. Κάτι που φυσικά δεν έγινε -μάλιστα από τότε συμμετείχε επί μια δεκαετία σερί.
Την ίδια χρονιά με τη πρώτη της εμφάνιση στο Σανρέμο παντρεύεται τον σκηνοθέτη Μαουρίτσιο Κορνιάτι, ο οποίος θεωρείται ότι ουσιαστικά ανακάλυψε πρώτος το ταλέντο της και τη σύστησε στο ιταλικό κοινό. Δυο χρόνια αργότερα θα γεννήσει την κόρη τους, Μαρτίνα, ενώ το ζευγάρι χωρίζει το 1969. Αν και η Μίλβα αναφέρει ότι νιώθει τύψεις όταν σκέφτεται τα χρόνια που η κόρη της ήταν μικρή, γιατί νιώθει να έχει δώσει περισσότερη προσοχή στην καριέρα της, παρά στο παιδί της, τις δυο τους δένει μια πολύ καλή σχέση.
«Δυνατά συναισθήματα μου δημιουργούν η μουσική, ένα έργο τέχνης, η βαθιά αγάπη της οικογένειάς μου και όσων βρίσκονται δίπλα μου, τα τορτελίνια όπως τα έκανε η μητέρα μου και ο καλός ύπνος» είχε πει η διαχρονική Μίλβα σε συνέντευξή της στο Corriere della Sera, όπου παραδέχτηκε ότι, συνεχίζει να καπνίζει ακόμα και σήμερα, που έχει περάσει τα 80!
Μιλώντας για την ηλικία και τον χρόνο που περνά, στην ίδια συζήτηση η Μίλβα δεν κρύβεται ποτέ πίσω από το δάχτυλό της, όπως δεν έκανε ποτέ σε όλη την πορεία της. «Τα θετικά του να μεγαλώνεις, για να πω την αλήθεια, είναι πραγματικά λίγα. Ωστόσο, ίσως έχεις περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να αναδημιουργήσεις τις ισορροπίες σου, να εκτιμήσεις περισσότερο κάποια πράγματα και να γευτείς τα όσα έζησες μέχρι να φτάσεις στη σοφία».
Τη δεκαετία του 1970 η Μίλβα αφιερώνεται στο θέατρο και σημειώνει τεράστια επιτυχία στην «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτλοντ Μπρέχτ.
Εκείνη την περίοδο θα γνωρίσει και θα συνεργαστεί με τους σπουδαίους εκπροσώπους του ελληνικού πολιτισμού, τους Θοδωράκη, Λειβαδίτη, Καμπανέλη και Ελευθερίου. Το όνομά της θα γίνει τότε γνωστό στην Ελλάδα και μέχρι και σήμερα παλιοί και νέοι μιλούν για την Ιταλίδα, «αριστερή» κοκκινομάλλα που τραγουδούσε με πάθος το «Bella Ciao», αλλά και ελληνικούς στίχους με τέτοιο συναίσθημα, λες και είναι η μητρική της γλώσσα.
Στο μεταξύ, η Μίλβα γνωρίζει στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 τον ηθοποιό Μάριο Πιάβε, για τον οποίο λέγεται ότι άφησε τον πρώτο της σύζυγο -κάτι για το οποίο φήμες τη θέλουν να μετανιώνει. Το 1979 ο ίδιος θα βρεθεί δολοφονημένος στο αυτοκίνητό του από πέντε πυροβολισμούς -αφού είχε κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίες. Την εποχή εκείνη οι δυο τους ήταν στα πρόθυρα χωρισμού, η Ιταλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός ωστόσο θα πονέσει πολύ για τον χαμό του ανθρώπου που μοιράστηκαν τόσα χρόνια κοινής πορείας. Σχετικά με την ερωτική ζωή της, η πιο πρόσφατη σχέση της, με τον επιστήμονα και καθηγητή Πανεπιστημίου Roberto Bertozzi παραλίγο να καταλήξει στα σκαλιά της εκκλησίας, κάτι που δε συνέβη. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στα 90s και έμειναν μαζί μέχρι τα μέσα του 2000, με τη σχέση τους να γνωρίζει αρκετά σκαμπανεβάσματα, όπως έχει αποκαλύψει η ίδια σε διάφορες συνεντεύξεις της.
Φτάνοντας στα 80s, η φήμη της Μίλβα πια έχει φτάσει στα ύψη, με 62 studio albums και δεκάδες άλλες συλλογές και live στο ενεργητικό της, καθώς και μεγάλη επιτυχία στο θέατρο.
Η φήμη της φτάνει στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στην Ιαπωνία και τη Νότια Αμερική. Το 1990 επιστρέφει στο Σανρέμο με το τραγούδι «Sono felice» και φτάνει τέταρτη και ξαναδοκιμάζει για την πρωτιά τρία χρόνια αργότερα με το συγκλονιστικό Uomini Adosso, με το οποίο δεν καταφέρνει καν να φτάσει στον τελικό, αλλά στην Ελλάδα γίνεται γκραν σουξέ. Στη χώρα μας η συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο την απογειώνει στα μάτια των Ελλήνων, με την ίδια να κάνει guest star και στους 10 Μικρούς Μήτσους.
Η αρχή για το τέλος της καριέρας της έρχεται το 2007, την τελευταία χρονιά που θα διαγωνιστεί στο ιταλικό φεστιβάλ τραγουδιού με το «The Show Must Go On». Προβλήματα υγείας τα οποία είχαν ξεκινήσει το 2004 ύστερα από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, τα οποία προκάλεσαν ύστερα και άλλα ζητήματα που επηρέασαν την κινητικότητα και τη μνήμη, μάλλον συνδυάστηκαν με την κούραση των τόσων ετών στη σκηνή, γεγονός που την έσπρωξε να αποσυρθεί το 2010, αφού είχε τιμηθεί από διάφορες χώρες του κόσμου για την προσφορά της στο τραγούδι, κάνοντας από τότε επιλεκτικές εμφανίσεις έως το 2013, όταν αποσύρθηκε πια επίσημα. Ύστερα από αίτημα της κόρης της, το 2018 η διοργάνωση του Σανρέμο (όπου παρά τις αμέτρητες φορές που συμμετείχε δεν κέρδισε ποτέ) τη βράβευσε για τη σπουδαία καριέρα της.