/Μάνος Κατράκης, η επιβλητική φυσιογνωμία της τέχνης

Μάνος Κατράκης, η επιβλητική φυσιογνωμία της τέχνης

της Σοφίας Ντρέκου

Κορυφαίος και πολυαγαπητός ηθοποιός/πρωταγωνιστής του κινηματογράφου και θιασάρχης. Στο θέατρο συνεργάστηκε με ιερά τέρατα όπως ο Μυράτ και η Κοτοπούλη κερδίζοντας τον θαυμασμό και των πιο απαιτητικών κριτικών, ενώ μέσω του κινηματογράφου έγινε γνωστός και αγαπητός σε όλους τους Έλληνες.

Επιβλητική φυσιογνωμία, ψηλός, ευθυτενής, με χαρακτηριστική ηχηρή φωνή και έναν αέρα αριστοκρατικότητας, υποδυόταν συνήθως χαρακτήρες στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (βασιλείς, γαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, πολιτικούς κλπ).

Μάνος Κατράκης (Καστέλι Κισσάμου,
14 Αυγούστου 1908 – 2 Σεπτεμβρίου 1984)

Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο. Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης κατοικεί στην Αμερική.

Ο Κατράκης στα νεανικά του χρόνια έπαιξε ποδόσφαιρο και αγωνιζόταν στην θέση του σέντερ Μπακ. Έπαιζε αρχικά στην ανεξάρτητη ομάδα του «Κεραυνού Πολυγώνου» και το 1925 μεταπήδησε στον Αθηναϊκό. Με τον Αθηναϊκό αγωνίστηκε στα πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ.Α το 1924-25 όπου τερμάτισε τρίτος στον όμιλο του και την περίοδο 1925-26 όπου τερμάτισε έκτος.

Καριέρα

Ο Κατράκης εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας ενθουσιάστηκε από τη δυναμικότητά του. Έναν χρόνο μετά έπαιξε στην πρώτη ελληνική βουβή ταινία με τίτλο «Το λάβαρο του ’21» (1928). Παράλληλα συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, μεταξύ των οποίων ο «Θίασος Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1931 μπήκε στο Εθνικό Θέατρο.

Τη δεκαετία του 1930 γνωρίστηκε με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο και έγιναν φίλοι. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και το 1977 το Μικρό Λαϊκό Θέατρο. Θα γράψει σε πρόγραμμα παράστασης το 1955: «Πριν από τριάντα χρόνια αντίκρισα για πρώτη φορά τα φώτα της ράμπας από τη μικρή κι αξέχαστη σκηνούλα του θεάτρου των «Νέων του Παγκρατιού». Ήταν μια νύχτα του Ιουνίου του 1928. Γιάννης Ξανθάκης λεγόταν ο άνθρωπος που με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στο «Ντελίς», στην πρόβα του θιάσου, που έπαιζε κείνη την εποχή στο Παγκράτι υπό τους Παντόπουλο και Νικολόπουλο. Σήμερα, ύστερα από τρεις δεκαετηρίδες, έχω τη μεγάλη ευτυχία να διευθύνω το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο».

Πόλεμος-Κατοχή-Αντίσταση-Εξορία

Ο Κατράκης συμμετείχε στο μέτωπο και νυμφεύτηκε δεύτερη φορά αλλά ξαναχώρισε. Επίσης, έχασε τα δίδυμα παιδιά του. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης.

Ο Κατράκης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών» οδήγησε σε διώξεις, βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τζαβαλάς Καρούσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα εμψύχωνε συντρόφους του στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά έπαιρνε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Επαγγελματική καταξίωση

Το 1951-1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 εργαζόταν στο Θεάτρου Αθηνών και από το επόμενο έτος το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο.

Προσωπική ζωή

Νυμφεύτηκε σε ηλικία 25 ετών την, επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη, αλλά σύντομα χώρισαν. Το 1954, μετά από μία θεατρική πρεμιέρα, γνώρισε την τρίτη σύζυγό του, Λίντα Άλμα.

Θάνατος

Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας, όντας καπνιστής. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας όπου πρωταγωνίστησε με τίτλο «Ταξίδι στα Κύθηρα», απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, λόγω καρκίνου του πνεύμονα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του ΚΚΕ. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.