/Κωνσταντίνα Μόσχου: Όταν ο χρόνος γίνεται χαρακτήρας της ιστορίας
Konsmiwxiu2511

Κωνσταντίνα Μόσχου: Όταν ο χρόνος γίνεται χαρακτήρας της ιστορίας

Η αναζήτηση του νοήματος στη σκιά των αιώνων

Στο «Culturepoint.gr» φιλοξενούμε τη συγγραφέα κυρία Κωνσταντίνα Μόσχου, με αφορμή το μυθιστόρημά της «Δυτικά της Σαντορίνης » από τις Εκδόσεις Bell. Ένα βιβλίο που αποτολμά να σταθεί απέναντι στις μεγάλες αλήθειες της ύπαρξης, μέσα από την ιστορία της Αθανασίας, μιας γυναίκας που κρατά στα χέρια της περισσότερα από εκατό είκοσι χρόνια και παραμένει ζωντανή όχι παρά το βάρος του χρόνου, αλλά χάρη στην ικανότητά της να τον μετουσιώνει σε σοφία. Η κυρία Μόσχου δημιουργεί έναν κόσμο όπου το καθημερινό συναντά το μαγικό, όπου η Θηρασιά γίνεται καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής, και όπου η συνάντηση τριών διαφορετικών κόσμων, της αιωνόβιας γυναίκας, του ξένου επιστήμονα και του τοπικού διερμηνέα, γεννά ερωτήματα που ξεπερνούν τα όρια του μυθιστορήματος και αγγίζουν την καρδιά της φιλοσοφικής αναζήτησης.

Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη

Κυρία Μόσχου, το βιβλίο σας « Δυτικά της Σαντορίνης » μιλά για μια γυναίκα που έχει ζήσει περισσότερα από εκατόν είκοσι χρόνια, αλλά δεν την παρουσιάζετε σαν μυθικό ή φανταστικό πλάσμα. Πώς δουλέψατε αυτό το λεπτό όριο ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό και την ανθρώπινη αλήθεια, ώστε η Αθανασία να μην χάνει τη δύναμη της πειστικότητας;

Κ.Μ: Στο βιβλίο αναπτύσσεται μέσα σε πραγματικό χρόνο λίγων ημερών, η ιστορία της υπεραιωνόβιας Αθανασίας Ζάννου, χωρίς όμως να μετακινηθούμε από τη Θηρασιά, τον τόπο καταγωγής της. Το φλας μπακ γίνεται μέσα από τους διαλόγους μεταξύ των ηρώων, διεγείροντας τη φαντασία του αφηγητή αλλά ταυτόχρονα και του αναγνώστη. Τίποτε δεν «σερβίρεται» έτοιμο, τα γεγονότα έχουν μια παράξενη αλληλουχία, άλλοτε πιστευτά και άλλοτε όχι. Μη γνωρίζοντας αν οι ήρωες είναι αξιόπιστοι ή όχι, ο αναγνώστης θα πρέπει να ανακαλύψει την αλήθεια μέσα από το κείμενο, κάνοντας υποθέσεις. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται εικόνες που δεν έχουν λογική εξήγηση. Οι ήρωες είναι το κλειδί, εκείνοι που σε καθοδηγούν ώστε να δεις την ιστορία μέσα από τα μάτια τους. Είναι η μαγική στιγμή της λογοτεχνίας, όπου ένας ήρωας, επειδή ακριβώς τον συμπάθησες, καταφέρνει να σε πείσει να αποδεχθείς ως πραγματικό, κάτι που φαντάστηκες.

Η Αθανασία ζει με «τη σοφία της απλότητας» και βρίσκει χαρά στα μικρά πράγματα. Σε μια εποχή που όλοι κυνηγάμε την επόμενη μεγάλη στιγμή, τι θέλατε να μας πείτε μέσα από αυτή την επιλογή; Μπορεί η αργή ζωή να είναι απάντηση στην αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου;

Κ.Μ: Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από τον σημερινό αγχώδη τρόπο ζωής, ακόμα περισσότερο όταν είσαι παιδί της πόλης. Η επιλογή της απλότητας συμβαδίζει με διαφορετική θεώρηση της ζωής: Να δίνεις, όχι μόνο να παίρνεις. Να αγαπάς την αφιλτράριστη ομορφιά, όχι την ψεύτικη. Να είσαι, όχι να έχεις. Να μην κυνηγάς την επόμενη μεγάλη στιγμή σου, αλλά να ζεις το τώρα. Αυτό είναι και το μότο της Αθανασίας, ότι δηλαδή ο κυριότερος στόχος μας θα πρέπει να είναι η συνειδητή ικανοποίηση από αυτό που μας δίνει το τώρα, είτε χαρά είτε λύπη. Αν γίνει αυτό ο στόχος μας, ίσως για κάποιους ένας αργός στόχος, τότε το αύριο δεν θα μας ανησυχεί, θα είμαστε έτοιμοι, γρανιτένιοι ενάντια σε κάθε τι κακό, κι έτσι ίσως καταφέρουμε να επεκτείνουμε και το προσδόκιμο ζωής.

Ο διάλογος μεταξύ του Γερμανού γιατρού που βλέπει την Αθανασία σαν «περίπτωση» και του Έλληνα διερμηνέα που την προσεγγίζει με σεβασμό, φαίνεται να αντικατοπτρίζει δύο διαφορετικές φιλοσοφίες ζωής. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς αυτή η σύγκρουση και πώς η παρουσία της Αθανασίας επιδρά στους δύο άντρες;

Κ.Μ: Οι αντιθέσεις είναι μέρος της ζωής. Στην περίπτωση των δύο αντρών της ιστορίας, ο αναγνώστης καλείται να γίνει ο κριτής των πράξεών τους και της κοσμοθεωρίας τους. Καλείται να αποφασίσει ο ίδιος ποια συμπεριφορά θα διάλεγε από τις δύο. Η παρουσία της Αθανασίας στο βιβλίο είναι καταλυτική. Συμβουλεύει χωρίς να διδάσκει, προτείνει χωρίς να επεμβαίνει, και ο καθένας είναι ελεύθερος να αποφασίσει για το σωστό ή το λάθος. Ουσιαστικά για κείνη δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Πιστεύει ότι όλα είναι αποτέλεσμα της ιδιοσυγκρασίας του κάθε ατόμου και δεν χρειάζονται νουθεσίες· όμως μέσα από τη συζήτηση με επιχειρήματα, μπορεί εντελώς τυχαία να πυροδοτηθούν άγνωστες πτυχές στον ανθρώπινο νου, δημιουργώντας την έκπληξη στη συμπεριφορά του καθενός.

Η Θηρασιά στο βιβλίο σας δεν είναι απλώς τοπίο αλλά σχεδόν συν-πρωταγωνιστής που «επιβάλλει ρυθμό, καθορίζει επιλογές, σφραγίζει τη μοίρα». Πώς λειτουργεί για εσάς ο χώρος ως εργαλείο αφήγησης και ποια είναι η σχέση ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων και το φυσικό τοπίο;

Κ.Μ: Οι χαρακτήρες μοιάζουν να μην είναι έτοιμοι να γνωρίσουν το τοπίο και να ενταχθούν στην υποβλητική φυσική ομορφιά της Θηρασιάς. Νομίζουν ότι πρόκειται για λίγων ωρών δουλειά. Η δουλειά όμως που γίνεται δεν έχει υποκείμενο την Αθανασία αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό. Το άνοιγμα του σκηνικού είναι πέρα από τη Θηρασιά, απλώνεται στο απέραντο γαλάζιο, εκεί όπου οι δύο επισκέπτες του νησιού αναζητούν την ελεύθερη σκέψη. Ο χώρος είναι σημαντικής σημασίας και επιλέχτηκε ως σκηνικό γιατί μονάχα εκεί θα μπορούσε να συμβεί η μεγάλη αλλαγή για τους δύο άντρες, όπως συνέβη πριν από χρόνια με την Αθανασία. Οι πέτρες οι πυρωμένες από τη λάβα του ηφαιστείου και τον ήλιο, τα υπόσκαφα σπίτια, το τέλος των πάντων, γίνονται η αρχή για κάτι καινούργιο.

Το έργο σας ρωτά: «Τι σημαίνει να ζεις πολύ; Είναι ευλογία ή καταδίκη;» Αυτό είναι ένα ερώτημα που αγγίζει όλες τις ηλικίες, αλλά ίσως ιδιαίτερα τη σύγχρονη εποχή που έχουμε αυξήσει το προσδόκιμο ζωής. Ποια είναι η δική σας οπτική γι’ αυτό το δίλημμα;

Κ.Μ: Το να ζεις πολύ είναι ένα ακανθώδες ζήτημα. Αυξήσαμε το όριο ζωής, αλλά χάσαμε την ποιότητα, αυξήσαμε τον κόσμο, αλλά τον χάσαμε επειδή οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους. Πιθανότατα, η Φύση έχει τους λόγους της για το όριο της ζωής, κι εμείς επιδιώκουμε να την παραβιάσουμε. Παρ’ όλα αυτά, είναι τόσο γλυκιά η ζωή, ώστε κανείς μας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί να την παρατείνει, ακόμα και αν σου δίνει πλήξη ή θλίψεις ή αρρώστιες. Τι γίνεται όμως όταν ό,τι αγάπησες πεθαίνει; Αυτό είναι ένα ζήτημα, το κυριότερο ζήτημα για το βιβλίο αυτό, εκείνο που με έκανε να το γράψω.

Η αφηγηματική σας τεχνική συνδυάζει τον ρεαλισμό με έναν ελαφρό μαγικό ρεαλισμό, όπου το καθημερινό μπλέκεται με το απίθανο. Πώς διαχειριστήκατε αυτό το μείγμα ώστε να δημιουργήσετε «μια νέα αλήθεια» χωρίς να χάσετε την αξιοπιστία;

Κ.Μ: Είναι μια επικίνδυνη ακροβασία, να παίζεις με τον ρεαλισμό και τη φαντασία. Μοιάζει σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα, όπου όλα μπορούν να καταρρεύσουν από μια λάθος κίνηση. Νομίζω ότι ήμουν αρκετά συγκρατημένη, δεν θέλησα να δώσω ποιητική υπόσταση σε αυτό το βιβλίο. Ήθελα το χειροπιαστό να υπερισχύει του απίθανου, ώστε να δώσω κάτι, τις ιδέες της ηρωίδας μου. Γι’ αυτό και έπαιξα με την αξιοπιστία της, ώστε ο αναγνώστης να αναρωτηθεί και ίσως να σκεφτεί βαθύτερα με βάση τα λεγόμενα μιας απλοϊκής (;) γερόντισσας.

Τελικά, το «Δυτικά της Σαντορίνης» φαίνεται να προτείνει ότι η αληθινή αξία δεν είναι στα χρόνια που περνούν αλλά στις στιγμές που άξιζαν. Μέσα από τη λογοτεχνία, πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τον αναγνώστη να αναγνωρίσει αυτές τις στιγμές στη δική του ζωή; Και τι ελπίζετε να του αφήσει πίσω η ανάγνωση του βιβλίου σας;

Κ.Μ: Πράγματι, η ευτυχία δεν αποτιμάται με τα χρόνια που περνούν, αλλά με τις στιγμές που άξιζαν. Το αντιλαμβανόμαστε αρκετά αργά, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Οι σκέψεις μας μοιάζουν με αυτές τις στιγμές, αξίζει να τις διατηρούμε ακέραιες κάθε φορά που διαβάζουμε λογοτεχνία. Από την πλευρά μου, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πώς θα μπορούσε αυτό το βιβλίο να βοηθήσει τον αναγνώστη και τι μπορεί να αφήσει πίσω στην ψυχή του, γιατί οι ανάγκες του καθενός είναι διαφορετικές. Το μόνο που ελπίζω είναι να τον άγγιξε αυτή η παράξενη ιστορία και να του δείξει τον δρόμο ώστε να ζει απλά, ανθρωπινά, όπως αξίζει να ζεις.