/Ελισάβετ Αρκολάκη: Όταν η παιδική λογοτεχνία γίνεται γέφυρα πολιτισμών
Rkolakielusav

Ελισάβετ Αρκολάκη: Όταν η παιδική λογοτεχνία γίνεται γέφυρα πολιτισμών

Ένα βιβλίο αγκαλιά που συνδυάζει την ποίηση της φύσης με τη δύναμη της διγλωσσίας, προσκαλώντας γονείς και παιδιά σε ένα ταξίδι τρυφερότητας και κατανόησης.

Με το βιβλίο της «A Sea of Stars – Μια θάλασσα από αστέρια», σε εικονογράφηση της Βιβής Μαρκάτου, η Ελισάβετ Αρκολάκη αφηγείται μια βραδιά φωτός, αγάπης κι ανακαλύψεων. Στο «culturepoint.gr», μιλά για το πώς η παιδική λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει εργαλείο πολιτισμικής κατανόησης, πώς συνδέει τον ρεαλισμό με την ποίηση και τι σημαίνει για εκείνη να γράφει ιστορίες που αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητα.

Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη

Κυρία Αρκολάκη το βιβλίο «Μια θάλασσα από αστέρια» είναι μια τρυφερή ιστορία που χτίζει εμπειρίες πάνω στη γλώσσα, τη μνήμη και την αίσθηση του ανήκειν. Πόσο συνειδητά εντάσσετε στη γραφή σας αυτές τις θεματικές, ώστε τα βιβλία σας να λειτουργούν ταυτόχρονα και ως εργαλεία πολιτισμικής εκπαίδευσης;

Ε.Α.: Νομίζω πως σε κάθε βιβλίο μου, όπως και σε οποιοδήποτε βιβλίο άλλωστε, ο κάθε αναγνώστης διακρίνει διαφορετικά πράγματα. Δεν γράφω για να διδάξω, αλλά για να αφηγηθώ ιστορίες, να επικοινωνήσω, να μεταφέρω σκέψεις και συναισθήματα, ελπίζοντας πως μέσω των λέξεων θα αγγίξω άλλους ανθρώπους. Όταν γράφω, όχι για μένα αλλά με σκοπό να επικοινωνήσω κάτι σε άλλους, σκέφτομαι περισσότερο τη σύνδεση. Η γλώσσα γίνεται ένα νήμα που ενώνει φαντασία, σκέψεις, αναμνήσεις, τόπους, φωνές, και τελικά εμένα με τους άλλους.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ίσως τα βιβλία μου να λειτουργούν, έστω και άθελά μου, και ως εργαλεία πολιτισμικής εκπαίδευσης. Να βοηθούν τα παιδιά να αντιληφθούν ότι μπορούμε να ανήκουμε σε περισσότερους από έναν κόσμους, χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας. Κάποιες θεματικές επιλέγονται φυσικά πιο συνειδητά, ενώ άλλες περνούν ασυνείδητα στα κείμενά μου και πολλές φορές δυσκολεύομαι κι εγώ να ξεχωρίσω ποιες είναι ποιες.

Όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, η έμπνευση ήταν ξεκάθαρα προσωπική. Έχουμε δύο παιδιά, και το «Μια θάλασσα από αστέρια» το εμπνεύστηκα από την κόρη μας. Όταν ήταν περίπου ενός έτους, δεν επικοινωνούσε ακόμη με λόγια. Εκείνη την περίοδο βρισκόμασταν στην Ταϊλάνδη για μερικούς μήνες, νοικιάζοντας ένα δωμάτιο μπροστά στη θάλασσα. Μια μέρα, πήρε την πρωτοβουλία να μου δείξει ότι ήθελε να πάμε βόλτα με το μάρσιπο. Τι έκανε; Έσυρε το μάρσιπό της μέσα στο δωμάτιο, μου το έδειξε -με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που αποτυπώνεται στην εικονογράφηση- κι έτσι μου «μίλησε» με τον δικό της τρόπο, εκφράζοντας τα θέλω και τις ανάγκες της.

Ήξερα πως η σύνδεση που είχαμε εκείνη τη στιγμή αλλά και ο τρόπος που επικοινωνούσαμε γενικότερα ήταν κάτι που θα ήθελα να αποτυπώσω και να συμπεριλάβω κάποτε σε μια ιστορία. Αγαπώ επίσης πολύ τη συγκεκριμένη παραλία, Klong Dao στο νησί Koh Lanta. Έτυχε να δω εκεί μια φορά το φαινόμενο της βιοφωταύγειας, αν και σε απειροελάχιστη έκταση, και άλλη μία φορά στις Μαλδίβες. Ως εμπειρία, μου είχε μείνει στο μυαλό ως κάτι εξαιρετικά όμορφο και μαγικό. Όταν ζεις μέσα στη φύση, μακριά από πόλεις και φασαρία, νιώθεις μια βαθιά ηρεμία και μια αίσθηση ότι είσαι πραγματικά μέρος του φυσικού κόσμου, σε αρμονία με το περιβάλλον, όχι κάτι ξέχωρο. Δεν είμαστε κάτι ξέχωρο από τη φύση ούτε εμείς, ούτε και τα παιδιά μας.

Έτσι, η ιστορία στο βιβλίο «Μια θάλασσα από αστέρια» δεν είναι αληθινή, περιέχει όμως αρκετά πραγματικά στοιχεία που έχουν συνδυαστεί μεταξύ τους. Η αρχική σπίθα, η έμπνευση πίσω από το βιβλίο, γεννήθηκε εκείνη τη μέρα με την κόρη μας.

Η βιοφωταύγεια που μόλις αναφέρατε και που εμφανίζεται στο βιβλίο είναι ένα σπάνιο φυσικό φαινόμενο, σχεδόν μαγικό. Τι σας τράβηξε σε αυτό το στοιχείο της φύσης και πώς θεωρείτε ότι μπορεί να ενισχύσει τη φαντασία και την περιέργεια των παιδιών;

Ε.Α.: Οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, έχουμε την τάση να φοβόμαστε το σκοτάδι και να αποζητάμε το φως. Κι εγώ φυσικά ανάμεσά τους. Η εικόνα, όμως, από μπλε φώτα που εμφανίζονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα και που κινούνται και απλώνονται με ρυθμό πάνω σε σκοτεινά νερά, ως άμεση αντίδραση στις δικές σου κινήσεις, με γοήτευσε. Υπάρχει μια μαγεία σε αυτή την αλληλεπίδραση με το σκοτάδι, όταν συνειδητοποιείς πως η επαφή σου μαζί του μπορεί να γεννήσει χρώμα και φως, μόνο και μόνο επειδή επέλεξες να το αγγίξεις αντί να το αποφύγεις.

Μου φάνηκε σχεδόν ψεύτικο, κι όμως είναι ένα φαινόμενο πέρα για πέρα αληθινό. Μπορείς να βρεθείς μέσα σε βαθύ σκοτάδι και, ανάλογα με το πώς θα κινηθείς, να σε περιβάλλει το φως. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η ιδέα: να αναδεικνύω αλήθειες από την πραγματική ζωή που μοιάζουν με παραμύθι, και που μπορούν να λειτουργήσουν και αλληγορικά σε ψυχικό και συναισθηματικό επίπεδο. Το ήξερες, για παράδειγμα, πως αυτό το φαινόμενο μπορεί να το δει κανείς ακόμα και στην Ελλάδα, στον Θερμαϊκό κόλπο; Πρόσφατα μου έστειλαν να δω αυτό το reel στο Instagram https://www.instagram.com/reel/DOVuya7jHCG/

Η συγγραφική σας διαδρομή δείχνει ότι θέλετε τα βιβλία σας να έχουν και έναν πρακτικό χαρακτήρα να προσφέρουν εργαλεία, δραστηριότητες, ακόμα και εκπαιδευτικά υλικά στους γονείς. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να ξεπερνά ένα παιδικό βιβλίο τα όρια του παραμυθιού και να λειτουργεί ως συνολική εμπειρία μάθησης;

Ε.Α.: Τα βιβλία, κατά πρώτο και κύριο λόγο, έχουν ως στόχο να σταθούν ως αυτοτελείς ιστορίες. Να πουν κάτι ουσιαστικό στον αναγνώστη και να ολοκληρώνονται εκεί, μέσα στις σελίδες τους. Πιστεύω πως τα παραμύθια δεν πρέπει να γράφονται με εκπαιδευτικό σκοπό. Αν θέλουμε τα παιδιά να αγαπήσουν το βιβλίο, πρέπει πρώτα να τα μαγέψει η ιστορία και όχι να αποσκοπούμε στο να τα «μάθουμε» κάτι.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη σειρά γράφτηκε και δημιουργήθηκε με τη λογική των δίγλωσσων παιδικών βιβλίων, οπότε από τη φύση της προσφέρει και μια έμμεση εκπαιδευτική διάσταση. Μπορεί να αξιοποιηθεί και από γονείς και από εκπαιδευτικούς, στο σπίτι ή στο σχολείο, ως ένα εργαλείο για να ενισχύσουν τα παιδιά στην εκμάθηση γλωσσών, αν φυσικά αυτό τους ενδιαφέρει, πέρα από την ανάγνωση για ευχαρίστηση. Επίσης, μου κάνει εντύπωση και με χαροποιεί ιδιαίτερα πως, διαβάζοντας κατά καιρούς κριτικές σε πλατφόρμες όπως το Amazon και το Goodreads, βλέπω ότι τα βιβλία της σειράς χρησιμοποιούνται συχνά και από ενήλικες που μαθαίνουν ξένες γλώσσες.

Η σειρά είναι διαθέσιμη σε περισσότερες από 50 γλώσσες σε συνδυασμό με τα αγγλικά, και φαίνεται πως λειτουργεί καλά σε πολλαπλά επίπεδα, εφόσον τα βιβλία αξιοποιούνται από αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών και αναγκών, με ποικίλα γλωσσικά, εθνικά και πολιτισμικά υπόβαθρα.

Στη δική σας προσωπική εμπειρία, μεγαλώνοντας δίγλωσσα παιδιά, ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε και πώς αυτή μεταμορφώθηκε σε έμπνευση για να γράψετε δίγλωσσα παραμύθια;

Ε.Α.: Συναντήσαμε κάποιες δυσκολίες στην επικοινωνία με τον γιο μας και τις γλώσσες όταν μετακομίσαμε από τη Μάλτα στη Νορβηγία· τότε κόντευε τα τρία. Μέχρι τότε έδειχνε προτίμηση κατά σειρά, όσον αφορά τον τρόπο που εκφραζόταν ο ίδιος, στα αγγλικά, ελληνικά και τελευταία τα νορβηγικά, τα οποία τα καταλάβαινε αρκετά, αλλά απαντούσε στον μπαμπά του στα αγγλικά. Στα τρία ξεκίνησε να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό και λίγο μετά γεννήθηκε η κόρη μας.

Οι δυσκολίες είχαν να κάνουν κυρίως με τις αλλαγές στη ζωή μας, το πόσο τον επηρέασαν, το ότι η «ιεραρχία» των γλωσσών άλλαξε ξαφνικά. Από εκεί που ήμασταν συνεχώς μαζί, βρέθηκε ξαφνικά για ώρες σε περιβάλλον όπου μιλούσαν μόνο νορβηγικά, μια γλώσσα που εγώ τότε δεν καταλάβαινα καθόλου. Παράλληλα, είχα τη φροντίδα του μωρού μας και δεν περνούσα πια τόσο χρόνο μαζί του, οπότε νορβηγικά με τον μπαμπά, νορβηγικά με την νορβηγική οικογένεια και φίλους, νορβηγικά στον σταθμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάει πολύ πίσω στα ελληνικά, ενώ περίπου έξι μήνες μετά τη μετακόμιση είχε σταματήσει να ανταποκρίνεται και στα αγγλικά, σε βαθμό που νομίζαμε πως ίσως είχε ξεχάσει τελείως τη γλώσσα. Είχαμε στ’ αλήθεια θέμα επικοινωνίας.

Ευτυχώς, είχα τη δυνατότητα να είμαι μαμά στο σπίτι για κάποια χρόνια (είχαμε πάρει την απόφαση πως τα παιδιά δεν θα πήγαιναν σταθμό πριν τα τρία). Έτσι, αφού πρώτα ήρθαν δικοί μου από την Ελλάδα να μείνουν λίγο μαζί μας και του μιλούσαν ελληνικά, όταν η μικρή ήταν μερικών μηνών, πήγαμε για λίγο στην Ελλάδα. Με αυτές τις προσπάθειες ο μεγάλος «επανήλθε» στα ελληνικά και όταν χρόνισε η μικρή και πήγαμε ξανά στην Ταϊλάνδη, μέσα σε μια βδομάδα άρχισε να μιλάει πάλι αγγλικά.

Η μικρή από την άλλη, αν και καταλάβαινε τα πάντα και στα αγγλικά, πήγε πέντε χρονών για να αρχίσει να μιλάει τη γλώσσα αυτή. Αυτό έγινε επίσης στην Ταϊλάνδη, γιατί το παιχνίδι στην ηλικία αυτή γινόταν πια πιο σύνθετο και το να απαντάει στα νορβηγικά ή στα ελληνικά δεν την εξυπηρετούσε στην επικοινωνία.

Τώρα που με βάζεις να το σκεφτώ, νομίζω πως ασυνείδητα πέρασα την εμπειρία με τον γιο μας στο βιβλίο «Ξαδέρφια για πάντα». Εκεί, το ένα παιδί μετακομίζει με την οικογένειά του, ξεχνά λέξεις από τη γλώσσα που μιλούσε κυρίως πριν, και μέσα από το παιχνίδι με την ξαδέρφη του προσπαθεί να τις ξαναβρεί και να ξαναθυμηθεί.

Στο τέλος του βιβλίου κυριαρχεί η εικόνα μιας ευχής: η ηρεμία και η γαλήνη της στιγμής να μείνουν για πάντα μέσα στο παιδί. Αν σας ζητούσα να κάνετε μια ευχή για τη σημερινή παιδική λογοτεχνία και τον ρόλο της στις ζωές των νέων αναγνωστών, ποια θα ήταν;

Ε.Α.: Η ευχή μου είναι τα βιβλία να συνεχίσουν να προσφέρουν στα παιδιά ηρεμία, έμπνευση και χώρο να νιώθουν. Να τα βοηθούν να σταματούν για λίγο τον θόρυβο γύρω τους για να ακούνε τις σκέψεις και να έρχονται σε επαφή με τα συναισθήματά τους, μέσα από ιστορίες που θα τους κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Εύχομαι η παιδική λογοτεχνία να συνεχίσει να μιλά στα παιδιά με ειλικρίνεια και σεβασμό, όχι από θέση διδασκαλίας αλλά συνοδοιπορίας. Να τους θυμίζει πως μέσα τους, αλλά και γύρω τους, υπάρχει πάντα φως, ομορφιά και χρώματα, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.