Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Κανένας άνθρωπος δεν είναι ίδιος. Κάθε ένας έχει κάτι μοναδικό, ανεπανάληπτο και αναντικατάστατο. Γιατί φαίνεται ότι Θεός βαριέται να δημιουργεί άπειρα αντίγραφα. Ο Θεός, πάλι, αποφάσισε να μας βάλει, να ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό, αλλά δεν μας έδωσε και τον ίδιο ορίζοντα. Για κάποιους είναι γεμάτος ρόδινα ηλιοβασιλέματα και για κάποιους άλλους αχανείς έρημοι και φουρτουνιασμένες θάλασσες.
Ο 16χρονος Σεϊντού και ο Μούσα, εξάδελφός του, στο «Εγώ, καπετάνιος», ζουν μια ήρεμη, φτωχική και ταπεινή ζωή σε ένα χωριό της Σενεγάλης. Οι φιλοδοξίες τους ξεπερνούν τις σημερινές τους συνθήκες, οραματιζόμενοι μια ζωή στην Ευρώπη, την οποία έχουν στο μυαλό τους εξιδανικεύσει και όπου πιστεύουν ότι τους περιμένουν ατελείωτες ευκαιρίες, συμπεριλαμβανομένου του ονείρου του Σεϊντού να ακολουθήσει μουσική καριέρα. Παρά τη φτώχεια τους, στη μέχρι τώρα ζωή τους βρίσκουν παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή, τη γαλήνη και την ασφάλεια που τους παρέχει το χωριό τους και η μικρή επαρχιακή κοινωνία της χώρας τους. Η νεανική τους αφέλεια, η λαχτάρα τους για μια ευφάνταστη ευρωπαϊκή ζωή και οι νεανικές ανησυχίες επισκιάζουν την μετρημένη πραγματικότητά τους και τους ωθούν να κάνουν το βήμα προς το άγνωστο. Αποφασισμένοι να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, οι δύο ονειροπόλοι έφηβοι, ξεκινούν από τη Σενεγάλη ένα δύσκολο, γεμάτο αντιξοότητες, ριψοκίνδυνο ταξίδι στη γη της Επαγγελίας, στην Ευρώπη, διακινδυνεύοντας τα πάντα για να υλοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους. Ωστόσο, αυτό που ξεκινά ως ένα ελπιδοφόρο ταξίδι που τροφοδοτείται από την πίστη, σύντομα μετατρέπεται σε μια οδυνηρή Οδύσσεια, που θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια τους την ανθρωπιά, καθώς αντιμετωπίζουν δοκιμασίες ανυπέρβλητες και δυσκολίες που δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει άνθρωπος, πολύ περισσότερο δυο έφηβοι, δυο παιδιά που ποτέ δεν απομακρύνθηκαν από τη ζεστή αγκαλιά της οικογένειας και την προστασία της φτωχής αλλά φιλόξενης μικρής κοινωνίας του χωριού τους. Εν μέσω των προσπαθειών τους, των αγώνων τους και των δυσκολιών, υφίστανται μια βαθιά μεταμόρφωση, διερωτώμενοι τελικά αν αυτή η οδύσσεια θα τους οδηγήσει ποτέ στον επιθυμητό προορισμό τους.
-Φοβάμαι ότι δεν θα ξαναδώ τη μαμά μου, θέλω να τη δω να της ζητήσω συγγνώμη, ψιθυρίζει ο ήρωάς μας, μετανιωμένος που δεν άκουγε τις παρακλήσεις της να μείνει μαζί της για να ανασαίνουν τον ίδιο αέρα, όπως του έλεγε.
Το “Εγώ, καπετάνιος” είναι μια εξερεύνηση του οδυνηρού ταξιδιού που κάνουν δύο νέοι ονειροπόλοι από τη Σενεγάλη στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη.
Με φόντο τα σύγχρονα μεταναστευτικά ζητήματα, η ταινία παρακολουθεί την αλληλένδετη μοίρα δύο εφήβων που ξεκινούν ένα επικίνδυνο ταξίδι σε στεριά και θάλασσα. Ορμώμενοι από τις προσδοκίες τους για μια καλύτερη ζωή και παρασυρόμενοι από την υπόσχεση ευκαιριών στην Ευρώπη, αφήνουν πίσω τους όλα όσα γνωρίζουν και αγαπούν, αψηφώντας τους αδιανόητους κινδύνους που ελλοχεύουν στην πορεία τους.
Καθώς εκτυλίσσεται το ταξίδι τους, ένα ταξίδι ζωής και θανάτου, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα της εμπειρίας των μεταναστών, από την εκμετάλλευση και τη βία που αντιμετωπίζουν μέχρι τη βαθιά αίσθηση του εκτοπισμού και της απώλειας. Μέσα από τα μάτια τους, γινόμαστε μάρτυρες της απελπισίας, της οδύνης αλλά και της ανθεκτικότητας εκείνων που ρισκάρουν τα πάντα για μια ευκαιρία, για ένα καλύτερο μέλλον, μόνο και μόνο για να βρεθούν παγιδευμένοι σε έναν κύκλο αβεβαιότητας και απελπισίας που στήνουν γύρω τους οι απάνθρωποι διακινητές, οι παραστρατιωτικές ομάδες στις αχανείς εκτάσεις της Μαύρης Ηπείρου αλλά και οι επίσημες αρχές των κρατών που συναντούν στην τιτάνια προσπάθειά τους τα νεαρά παιδιά και οι άλλοι απελπισμένοι μετανάστες.
Η αφήγηση της ταινίας είναι μια ισχυρή μαρτυρία του ανθρώπινου πνεύματος, αποτυπώνοντας τόσο τις βαθιές στιγμές ελπίδας όσο και τη συντριπτική απελπισία που χαρακτηρίζουν την αγωνιώδη προσπάθεια των μεταναστών.
Μέσα από την αυθεντική απεικόνιση των αγώνων και των θυσιών των χαρακτήρων, το «Εγώ, καπετάνιος» αποφλοιώνει έναν οδυνηρό στοχασμό πάνω στα οικουμενικά θέματα της λαχτάρας, του ανήκειν και της αναζήτησης των ονείρων και κυρίως θέτει μπροστά μας ολόκληρο το ανίκητο και άλυτο πρόβλημα της μετανάστευσης.
Η ταινία του Ματέο Γκαρόνε (“Γόμορρα”, “Dogman”) ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, ενώ απέσπασε δύο βραβεία στο 80ο Φεστιβάλ Βενετίας, τον Αργυρό Λέοντα σκηνοθεσίας και το βραβείο Μαρτσέλο Μαστρογιάννη καλύτερου ανερχόμενου ηθοποιού από τον νεαρό Σεϊντού Σαρ.
Ο Ματέο Γκαρόνε γράφει για τα πράγματα που τον ενέπνευσαν και για τον τρόπο που τα χειρίστηκε: «Πριν κάνω την ταινία, γνώριζα από τα ΜΜΕ για τις ακρότητες που υφίστανται οι μετανάστες στα ταξίδια αυτά, αλλά μέσα από εικόνες πτωμάτων που επιπλέουν, βυθισμένων πλοίων και ανθρώπων που κραυγάζουν για βοήθεια, και μέσα από τους τραγικούς απολογισμούς θυμάτων και επιζώντων. Είχα συνηθίσει να βλέπω νούμερα και όχι ανθρώπους. Όταν όμως επισκέφθηκα ένα κέντρο υποδοχής ανηλίκων στην Κατάνια, και άκουσα την ιστορία ενός νεαρού 15χρονου Αφρικανού, κατάλαβα πως ήθελα η κάμερά μου να εστιάσει σε όλα αυτά μέσα από μια οπτική που θα είναι ακριβώς αντίθετη από αυτήν των μίντια, την οπτική δηλαδή αυτών των ανθρώπων. Για να το καταφέρω αυτό έχτισα μια σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης με παιδιά που έζησαν αυτήν την φρικιαστική εμπειρία και τα οποία με καθοδήγησαν στη σύλληψη αυτής της ταινίας. Για μεγάλο διάστημα είχα αμφιβολίες, αν είχα το δικαίωμα να πω αυτήν την ιστορία, όμως αφηγούμαι ατόφια την δική τους ιστορία. Το κλειδί ήταν να είμαι όσο πιο αυθεντικός γίνεται, αποφεύγοντας κάθε διδακτισμό, αφήνοντας μόνο ένα διακριτικό μήνυμα. Η πρόκληση για όλους μας ήταν να παραμείνουμε αόρατοι, ώστε η ιστορία να ξετυλίγεται από μόνη της, σαν να μην έχει αφηγητή».
Στον πυρήνα της, η ταινία αποτελεί μια αυστηρή υπενθύμιση του ανθρώπινου πόνου της μετανάστευσης, ρίχνοντας φως στο σύνθετο πλέγμα των κοινωνικοπολιτικών παραγόντων που ωθούν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Μέσα από την αδυσώπητη απεικόνιση του ταξιδιού των χαρακτήρων, το “Εγώ, καπετάνιος” μας προκαλεί να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας υποθέσεις και προκαταλήψεις, καλλιεργώντας την ενσυναίσθηση και την κατανόηση για όσους βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Με την αριστοτεχνική σκηνοθεσία, τις δυνατές ερμηνείες και τα θέματα που παίζουν με τον ανθρώπινο νου, το «Εγώ, καπετάνιος» αποτελεί απόδειξη της διαρκούς δύναμης του κινηματογράφου να φωτίζει την ανθρώπινη κατάσταση και να προκαλεί ουσιαστικό διάλογο για τα πιεστικά ζητήματα της εποχής μας.
Η σκηνοθεσία του Γκαρόνε, σκιαγραφεί τα ωμά συναισθήματα του φόβου, της αβεβαιότητας και της απελπισίας, βυθίζοντας μας στον ταραχώδη κόσμο των χαρακτήρων. Κεντρικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας παίζουν οι εξαιρετικές ερμηνείες του καστ, ιδίως των δύο πρωταγωνιστών που υποδύονται τους έφηβους μετανάστες με πειθώ, αυθεντικότητα και βάθος. Η απόφαση του δημιουργού να εστιάσει στους προσωπικούς αγώνες, στις ήττες και τους θριάμβους των πρωταγωνιστών, προσθέτει μια προσωπική προσέγγιση, η οποία εμπεριέχεται στη μεγαλύτερη αφήγηση της μετανάστευσης. Εμβαθύνοντας, με εικαστικά συναρπαστικές σκηνές, στις ατομικές ελπίδες, τους φόβους και τις φιλοδοξίες των δυο παιδιών, η ταινία ξεπερνά την πολιτική και διδακτική ρητορική για να αναδείξει τα οικουμενικά θέματα της δύναμης του ονείρου, της συμπόνιας και της βαθιάς ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.
Η κινηματογράφηση, αναμειγνύοντας τον μαγικό ρεαλισμό και τη ντοκιμαντερίστικη διαύγεια, αποτυπώνει την απεραντοσύνη και την ομορφιά της ερήμου και της Μεσογείου, τονίζοντας παράλληλα την αδυσώπητη φύση τους.
Η αντίθεση μεταξύ των τοπίων που κόβουν την ανάσα και της σκληρής πραγματικότητας της ζωής στη θάλασσα χρησιμεύει ως μια ισχυρή μεταφορά για το ταξίδι των πρωταγωνιστών, υπογραμμίζοντας την επισφαλή ισορροπία μεταξύ ελπίδας και απόγνωσης.
Θεματικά, το «Εγώ, καπετάνιος» θέτει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την πολυπλοκότητα της μετανάστευσης και το ανθρώπινο κόστος της επιδίωξης των ονείρων μπροστά στις αντιξοότητες. Ο Γκαρόνε κινείται επιδέξια σε αυτά τα θέματα με ευαισθησία και αποχρώσεις, αποφεύγοντας τα κλισέ και τα στερεότυπα, για να προσφέρει μια αποχρωματισμένη απεικόνιση της οδυνηρής μεταναστευτικής εμπειρίας.
Δεν μπορούν πολλοί κάτοικοι αυτού του έρμου πλανήτη να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ένας άνθρωπος που έχει άλλο χρώμα δέρματος και σκέφτεται κάπως διαφορετικά μπορεί να είναι ικανός, ευφυής, ευαίσθητος και ταλαντούχος. Αλίμονο μόνο αυτοί που πιστεύουν σε αυτά που πιστεύουμε κι εμείς, έχουν το ίδιο χρώμα δέρματος και συμφωνούν μαζί μας, μόνο αυτοί είναι άξιοι σεβασμού, φροντίδας και προστασίας…