Η Κατερίνα Τσιλιαγκού απαντά στις ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής “Το μέσα φως”.
Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ιωλκός το νέο βιβλίο σας «Το μέσα φως». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Μία ποιητική συλλογή 40 ποιημάτων που προσπαθούν άλλοτε σκιοπλαστικά, δηλαδή παίζοντας με λέξεις-σκιές κι άλλοτε μορφοποιητικά, δηλαδή προσθέτοντας φως με τις λέξεις, να αγγίξουν τις σχισμές του σκοταδιού και τις ρωγμές των ανθρώπων, αμφότερα ως πύλες.
Ποια ζητήματα επιθυμείτε να θίξετε με αυτό σας το έργο και πώς προέκυψε η συγκεκριμένη έμπνευση;
Επιθυμώ να βάλω το δάχτυλο «εις τον τύπον των ήλων», στα σημάδια των καρφιών, όπως αυτά αποτυπώνονται στο φως των αντικειμένων και των υποκειμένων, στο φως του κόσμου και των ανθρώπων. Η έμπνευση προέκυψε γράφοντας και παρατηρώντας.
Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Η ποίηση δεν κομίζει απαντήσεις στους αναγνώστες της. Δεν απευθύνεται συλλογικά, αλλά ατομικά στον καθένα, προσφέροντάς μια ιστορία με ανοιχτό τέλος, όπου παραφράζοντας τον Εμπειρίκο θα έλεγα ότι ο ποιητής δίνει τις λέξεις του και ο αναγνώστης αν θέλει και νιώσει ότι οι λέξεις τον αφορούν, δίνει το χέρι του. Χωρίς καμία προαποφασισμένη πεποίθηση και προσδοκία λοιπόν, αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον για αυτό που o αναγνώστης μου αποκομίζει.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Το βιβλίο αυτό, όπως και κάθε ίχνος τέχνης, αποτελεί μια προσπάθεια επικοινωνίας, μια γέφυρα σύνδεσης και μια κατάθεση προσωπικής μνήμης στο συλλογικό ασυνείδητο. Η συγγραφή ως μια άλλη Σειρήνα έχει ένα όπλο φοβερότερο από το τραγούδι, τη σιωπή, όπως γράφει ο Κάφκα. Στη σιωπή της λευκής, αλλά και της τυπωμένης σελίδας αποκτάει κανείς την απαραίτητη χωρική και χρονική απόσταση για να δει με άλλο μάτι πολλές από τις αλήθειες που μας περιβάλλουν και που μοιάζουν απατηλά αυτονόητες και οικείες.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στον ψηφιακή μας κόσμο; Πόσο επηρεάζεται από τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη;
Έχει τον ρόλο ενός «επαναστάτη». Έχει τον ρόλο ενός τόπου συνάντησης, στον οποίο η απούσα από τον ψηφιακό κόσμο αίσθηση της αφής/του αγγίγματος, στο βιβλίο παραμένει εμμένουσα παρούσα, δημιουργώντας την αίσθηση εγγύτητας και ασφάλειας που αναζητάμε από την ώρα που γεννιόμαστε ως την ύστατη ώρα.
Ο χρόνος κυλάει προς μία κατεύθυνση, την ίδια για όλους, με αποτέλεσμα τίποτα να μην μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο από τις εξελίξεις. Στο κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης, το πόσο θα επηρεαστεί επί της ουσίας το βιβλίο παραμένει κατά τη γνώμη μου αμφισβητήσιμο. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γράψει βιβλία αναμφίβολα. Ωστόσο η πραγματική νοημοσύνη ταυτίζεται με τη συνείδηση, δηλαδή με την υποκειμενικότητα, άρα και με την αποδοχή του ανερμήνευτου του οικείου σε εμάς. Το βιβλίο όπως διαχρονικά το ξέρουμε βρίσκεται ήδη εγγενώς στην περιοχή αυτή, ενώ αντίθετα η τεχνητή νοημοσύνη παραμένει μέχρι τη στιγμή που μιλάμε ένας υπερ-ερμηνευτής πληροφοριών.
Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία είναι η φωνή της σιωπής που αναζητά απεγνωσμένα αφενός να αρθρωθεί και αφετέρου να ακουστεί. Είναι μία βασική συνιστώσα γλώσσας και πολιτισμού που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, όχι τόσο ως περιουσία αλλά ως διαρκής κλήση στη μνήμη. Ένας ευρυγώνιος φακός με τον οποίο ανοίγει στο «άπειρο» η ματιά μας στον κόσμο και η δυνατότητα σύνδεσης και αλληλοσυσχέτισης με τους άλλους. Είναι στ’ αλήθεια μαγική η στιγμή όταν συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν είναι μόνος στον τρόπο που αντιλαμβάνεται ή αισθάνεται τον κόσμο. Και μάλιστα όταν αυτό το βλέπει τυπωμένο σε κάποιο είδος σελίδας που πιθανόν έχει γραφτεί χρόνια πριν ή μίλια μακριά του.
Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Δε γνωρίζω αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο ή αν γενικά ο κόσμος διαβάζει λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση, σε μία κοινωνία εθισμένη στο «τι έχω να κερδίσω», η λογοτεχνία μοιάζει παράταιρη γιατί δεν εξυπηρετεί. Δεν εξοπλίζει με χρηστικές δεξιότητες. Ίσως μάλιστα πράττει το αντίθετο. Η λογοτεχνία μάς ξεγυμνώνει από ασπίδες και πανοπλίες, μάς τοποθετεί εντός του αγνώστου και του ανοικείου και μας προ(σ)καλεί να απαντήσουμε με τον δικό μας τρόπο. Μας καλεί δηλαδή να ενεργήσουμε κόντρα στη λήθη που συντηρεί τον σύγχρονο κόσμο και τη σύγχρονη σκέψη. Μας ξεβολεύει, γι’αυτό και δεν επιλέγεται.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Πιστεύω στην ελεύθερη βούληση. Πιστεύω δηλαδή στη συχνά δυσδιάκριτη και εσκεμμένα υποτιμημένη, αλλά άρρηκτα συνυφασμένη με την ίδια μας την ύπαρξη, δυνατότητα των ανθρώπων να επιλέγουν οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσουν απέναντι σε τυχαία ή μοιραία γεγονότα. Με άλλα λόγια η ζωή κυλάει για όλους με τυχαίο ή μοιραίο τρόπο, ανάλογα πολλές φορές και με την οπτική μας. Το να πιστεύουμε ότι κάποιος άλλος με το όνομα «Μοίρα» ή «Τύχη» κρατάει το παρόν και το μέλλον μας στα χέρια του, φαντάζει ίσως βολικό ή και ανακουφιστικό, ειδικά σε ό,τι αφορά την ευθύνη που μας αναλογεί. Κι όμως είναι η δική μας αντίδραση απέναντι σε ένα κβαντικό σύμπαν πιθανοτήτων αυτό που αλλάζει όλο το παιχνίδι.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
«Τα σχόλια του Τρίτου» – Μάνος Χατζιδάκις, Γιώργος Σεφέρης και Μάρω – Αλληλογραφία, Ασκητική – Νίκος Καζαντζάκης, Πλανήτες – Όλγκα Τοκάρτσουκ, Meadowlands – Louise Glück.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στην εποχή μας;
Χρειαζόμαστε περισσότερη ισορροπία και την ικανότητα να διακρίνουμε πότε έχουμε ανάγκη περισσότερο ρομαντισμό και πότε περισσότερο ρεαλισμό. Έχω τη γνώμη ότι κάθε δίπολο γίνεται πολλές φορές παγίδα εγκλωβισμού είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση και η αρμονία στη ζωή, όπως ακριβώς και στη μουσική έρχεται μέσα από τις συνηχήσεις.