/Βιβλιοκριτική: Ιστορίες από μια αθέατη θάλασσα ( Γιώργος Πολυμενάκος)
Olymenthalas

Βιβλιοκριτική: Ιστορίες από μια αθέατη θάλασσα ( Γιώργος Πολυμενάκος)

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΘΕΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Γιώργος Πολυμενάκος, Γραφή, 2025

Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας

Το βιβλίο μου θύμισε έντονα δύο άλλα βιβλία. Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» του Οικονόμου και τους Δουβλινέζους του Τζόις. Κινείται σε παρόμοιο ύφος. Το πρώτο με το ίδιο μοτίβο επανάληψης των πράξεων των ηρώων και τελματώματος μέσα στα προβλήματά τους που όλα μέσα στη διαφορετικότητά τους είναι ίδια. Στο βιβλίο του Πολυμενάκου βέβαια έχουμε στο τέλος ανατροπή: Και ΚΑΤΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ. Όμως παρόλο το διαφορετικό τέλος, στις «Ιστορίες από μια αθέατη θάλασσα» έχουμε ένα παρόμοιο ύφος, ένα ίδιο κράτημα εξιστόρησης σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα.

Είναι μια λογοτεχνική άποψη συνεπής στο να μην ξεφεύγει από την υπαινισσόμενη κεντρική ιδέα. Είναι ένας κρυφός και Λακωνικός τρόπος γραφής, αυτός του υπαινιγμού και όχι της απλόχερης περιγραφής.

Και ο Πολυμενάκος είναι Λάκωνας. Άλλωστε όπως έχει γράψει κι Ουμπέρτο Έκο: «Μπροστά σ’ ένα βιβλίο δεν θα πρέπει ν’ αναρωτιόμαστε τι λέει μα τι θέλει να πει.»

Οι Δουβλινέζοι του Τζόις λειτουργούν σαν μοτίβο που σε υποβάλλει σε μια ατμόσφαιρα αδιεξόδου αλλά και φόβου-ζόφου, λες και οι ήρωες να περπατάνε σε έναν τέλμα που τους ρουφά. Υπόγεια συνδεδεμένοι μεταξύ τους, με εικόνες μιας μόνο περιοχής συγκροτούν ένα μωσαϊκό της ιδιόμορφης ζωής στο Πέραμα. Απ’ τα χρόνια της σκληρής επιβίωσης στη Χούντα μέχρι τα χρόνια της τεχνητής ευμάρειας και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε το 2010, αποτυπώνουν την ανθρώπινη ανημποριά, την ασφυξία, και την οργή και απορία, αλλά και μιαν αλλόκοτη τρυφερότητα που βγάζουν για τη γενέτειρά τους και μεταξύ τους.

Οι ήρωες των διηγημάτων, είναι αυτογενείς, δεν προκύπτουν ουρανοκατέβατα:

Παιδιά της ίδιας γειτονιάς που μαζί πήγαιναν στο σχολείο, φιλίες, έρωτες, δεκαπεντάρηδες με όνειρα που όμως περιορίζονται από τα πανύψηλα όρια που ορθώνονται στη θάλασσα αλλά και από την κοινωνία και την οικογένεια.

Η θάλασσα είναι ό,τι κι ο ουρανός. Διέξοδος, ελευθερία, ταξίδι, αισιοδοξία. Όταν όμως συμβαίνει να μένεις δίπλα της αλλά αυτή να σου είναι αθέατη το σύμβολο μπορεί να αντιστραφεί και η θάλασσα να γίνει καταδίκη.

Και οι ήρωες γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ζουν στο Πέραμα, δίπλα στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη που συντηρεί τον πληθυσμό αλλά καταστρέφει τον πανέμορφο κολπίσκο και περιορίζει τους ανθρώπους. Οι εγκαταστάσεις της ενώ δίνουν τροφή στην κοινότητα της αποκλείουν την όραση, την ενατένιση και τη διέξοδο. Για να το φανταστούμε: Από μικρά παιδιά γνωρίζουν πως κατοικούν παραθαλάσσια αλλά δεν μπορούν να δουν άμεσα τη θάλασσα… Αυτή η «αναπηρία» τους επιδρά σαν μοίρα-πεπρωμένο στις πράξεις τους. Θα νιώθουν και θα συμπεριφέρονται ελλειμματικά.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό που κάνει αθέατη τη θάλασσα του ήρωα. Είναι και όλα τα άλλα, τα ατομικά και τα κοινωνικά, που τον πνίγουν και τον περιορίζουν, είναι μια φτώχεια που σαν κατάρα του φτιάχνει αλλά και του χαλάει τη ζωή. Είναι και κάτι ακόμη μεταφυσικό που πλανιέται στο βιβλίο, δεν ονομάζεται αλλά επενεργεί σαν τη μοίρα των αρχαίων.

Το βιβλίο είναι μια διαρκής ενδοσκόπηση, μια βύθιση σε μνήμες που έχουν καταχωνιαστεί και τώρα επίμονα ξανάρχονται στο προσκήνιο.

Κενά, παραλείψεις, λάθη σε αποφάσεις ή στην κρίση εμφανίζονται απρόσκλητα και παρελαύνουν με τολμηρή ειλικρίνεια από τον κεντρικό ήρωα.

Μου έμειναν: Η μαυροφορεμένη σκιά, που ακολουθεί τον ήρωα από βρέφος μέχρι μεσήλικα. Δεν του μιλά ποτέ. Μόνο τον κοιτάζει από κοντινή απόσταση. Δεν είναι για προστασία του αλλά το αντίθετο. Κάθε τόσο του στήνει καρτέρι κι ο Γιώργος τη νιώθει και συνομιλεί μαζί της χωρίς να της απευθύνει λόγια. Η Σκιά περιμένει υπομονετικά, ένα λάθος, ένα ατύχημα. Κάποιες φορές νιώθεις πως θα τον αρπάξει. Πόσες φορές στη ζωή μας δεν έχουμε φτάσει σε ένα τέτοιο όριο όλοι μας.

Ο συγγραφέας υπαινίσσεται πως η Σκιά έρχεται στους ανθρώπους από τη γέννησή τους. Τους ακολουθά σταθερά σε κάθε βήμα. Άρα γέννηση και θάνατος συνδέονται άρρηκτα. Τη βλέπουμε χωρίς μελό περιγραφές και περιττούς σχολιασμούς στην πρίζα που το τρίχρονο παιδί βάζει τη φουρκέτα, στην άκρη στο μαδέρι καθώς το δωδεκάχρονο παιδί σαν μεγάλος κουβαλά με το καρότσι τη λάσπη απέναντι για να χτιστεί το παράνομο σπίτι τους, τη βλέπουμε να κάθεται σε ένα παγκάκι, στην είσοδο του νοσοκομείου. Πάντα η Σκιά θα βρίσκεται δίπλα και θα είναι έτοιμη να αρπάξει τον ήρωα. Μάλιστα η αρνητικά φορτισμένη Σκιά δείχνει μεγαλύτερη συνέπεια από αυτή τη φιγούρα που συνήθως αποκαλούμε Φύλακα Άγγελο.

Ενώ το βιβλίο κινείται σε ρεαλιστικό κόσμο με πραγματιστικά συμβάντα, η συχνή αναφορά στη Σκιά είναι μια σιωπηλή συνομιλία, ένα διακριτικό σχόλιο, με την μεταφυσική πλευρά με την οποία όλοι οι άνθρωποι συμβιώνουν.

Υπάρχει και η μάνα όμως. Που είναι το φως για τον ήρωα και μια απώτερη σανίδα σωτηρίας σε αυτή την αυτοάνοση ασθένειά του. Που μαραζώνει για το παιδί που δεν έχει να φορέσει ένα παλτουδάκι στο χειμώνα και που του περιποιείται τη πληγή στο μέτωπο. Που του αφηγείται το παραμύθι με το φύλλο στο δέντρο.

Οι ήρωες του βιβλίου δεν έχουν «έξω» κόσμο.

Δεν περιγράφονται μορφολογικά αλλά έχουν ένα ισχυρό περίγραμμα «εσωτερικού» πλούσιου κόσμου με δράση που τους ενώνει, τους απομακρύνει αλλά τους κρατά δέσμιους σε μια αέναη αγνή φιλία.

ΥΓ: Συνήθως οι αναγνώστες μένουν ανικανοποίητοι από κάθε βιβλίο όσο καλό κι αν είναι αυτό. Μόλις το τελειώνουν σκέφτονται αυτό για συμπλήρωμα ή κάτι άλλο για πιθανή έκβαση ή, ή… Με επιφύλαξη ας σημειώσω κι εγώ κάποιες μικρές παρατηρήσεις μου στο βιβλίο που ουσιαστικά με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο. Θα του άξιζε κατά τη γνώμη μου η τελειότητα αν:

Ίσως λείπει στο τέλος μια καθοριστική σύνδεση με την έννοια του τίτλου θάλασσα, μια εικόνα, μια αναφορά. Μια Λακωνική φράση σαν αυτές που υπάρχουν πάμπολλες στο βιβλίο.

Ο ήρωας που απαγχονίζεται δεν εξηγείται τι είναι αυτό που τον τρώει εσωτερικά, τι είναι αυτό που αναζητά, τι τον δεσμεύει; Και η μορφή του μένει ξεκρέμαστη, σαν να του έχουν κάνει μάγια, σαν να ήρθε από κάπου αλλού.

Η παρακμή του 2010, με τη μυρουδιά σήψης που πλανήθηκε στον αέρα έπρεπε να αναπτυχθεί κι άλλο. Είναι ένα πολύ καλό συγγραφικό εύρημα και κρίμα που έμεινε σαν απλή αναφορά. Μάλιστα στις μέρες μας σαν να επανέρχεται πιο έντονη…