Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Έγραψε τα «Έθιμα Ταφής» το 2014 και σε τρία χρόνια γράφει τους «Καλούς» με την ίδια μανιέρα, την ίδια θεματολογία, το ίδιο θέμα, την ίδια ιστορική περίοδο σχεδόν ακόμα ίδια και τη γεωγραφική εντόπιση της εκτύλιξης της πλοκής. Αντί να μιλάμε για τις αρχές του 19ου αιώνα στην Ισλανδία πλέον μιλάμε για τις αρχές του 19ου αιώνα στην Ιρλανδία.
Οι πρωταγωνίστριες των έργων της Κεντ είναι πάντα και μόνο γυναίκες.
Εδώ παρακολουθούμε τη δύσκολη ζωή μιας νέας γυναίκας που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα χάνει τον σύζυγό της και την κόρη της και ενώ βρίσκεται μέσα την απόλυτη ένδεια είναι αναγκασμένη να μεγαλώσει και το εγγόνι της που της έφερε ο γαμπρός της και μετά εξαφανίστηκε, το οποίο όμως είναι ανάπηρο σωματικά και διανοητικά.
Αφού παρουσιαστούν με την προσήκουσα γλαφυρότητα όλες οι πτυχές της ζωής στην ενδοχώρα της Ιρλανδίας του 1825 ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει το πώς οι προλήψεις κι οι δεισιδαιμονίες που ήταν η κρατούσα γνώση της εποχής ελέω της πλήρους έλλειψης μόρφωσης επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων και πως ακυρώνονται ταυτόχρονα η Επιστήμη, η Θρησκεία κι η κοινή λογική. Επειδή όμως το μυθιστόρημα είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα η κοινή λογική είναι νομοτελειακά επιβεβλημένο να θριαμβεύσει. Αυτό το γνωρίζει ο αναγνώστης κι αυτόματα κι είναι αυτό που αποστερεί από το βιβλίο το άγνωστο της πλοκής και το ενδιαφέρον για την εξέλιξή της. Έχει ξεθωριάσει δηλαδή αυτό που συνεγείρει τον αναγνώστη, το περιβόητο «τι θα γίνει παρακάτω;»
Το μεγάλο ατού της Κεντ είναι φυσικά η δημιουργία ατμόσφαιρας.
Γλαφυρές περιγραφές, ζωντανοί διάλογοι, εκτεταμένη χρήση του εσωτερικού μονολόγου των πρωταγωνιστών κι αρκετές δευτερεύουσες ιστορίες προσφέρουν ικανή αναγνωστική τέρψη. Ωστόσο, η συγγραφέας δεν εμβάθυνε όσο θα περίμενε κανείς στο κοινωνιολογικό φαινόμενο το οποίο διάλεξε για θέμα του βιβλίου της. Έχασε δηλαδή την ευκαιρία να δώσει λίγο περισσότερο βάθος στο κείμενό της χαλαρώνοντας ενδεχομένως την ένταση της προσοχής της απ’ την άρτια χρήση όλων των αφηγηματικών πρακτικών κι εργαλείων. Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί κι η πάγια τακτική της να αφήνει ανοιχτό το τέλος των βιβλίων της ο φιλότιμος αναγνώστης γυρίζοντας και την τελευταία σελίδα των «Καλών» μοιραία θα μείνει να αναρωτιέται τι του έμεινε πέρα απ’ την αφήγηση κάποιων ιστοριών πραγματικών ή φανταστικών έχοντας διαβάσει αυτό το βιβλίο.
Η Χάνα Κεντ παρότι το πρώτο της βιβλίο απέσπασε αρκετά, όχι διεθνή ή ηχηρά βέβαια, βραβεία, με το δεύτερο βιβλίο της (πλέον έχει κυκλοφορήσει και το τρίτο της) έδειξε ότι μάλλον αρκείται να απευθύνεται στις πλατιές αναγνωστικές μάζες (πως αλλιώς να πεις κομψά ότι γράφει προκάτ best sellers;) «Οι Καλοί» είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, που τιμάει το χρόνο του αναγνώστη και του δημιουργεί έντονα συναισθήματα μέσα από όμορφες περιγραφές, λίγα ονόματα να θυμάται και πλούτο πληροφοριών να αποκομίσει. Αλλά δυστυχώς τίποτα περισσότερο.
3,5/5,0