«Το ντουφεκίδι αντίκρυ… Ημερολόγιον Στρατιώτου Γκίζη Γεωργίου στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου (1947-1950)» Επιστημονική Επιμέλεια Ο.Σελέκου Εκδόσεις ΚΨΜ 2024 σελ.270
Γράφει ο Κώστας Α. Τραχανάς
Ημερονύκτια οκτακόσια ογδόντα τέσσερα, εβδομάδες εκατόν είκοσι έξι, μήνες είκοσι οκτώ, εξάμινα τεσσερισήμισι, χρόνια σχεδόν τρία , περικλείουν τους βηματισμούς ενός στρατιώτη του Εθνικού Στρατού ο οποίος περιδινήθηκε στη θύελλα του Εμφυλίου Πολέμου. Οι διαδρομές του στρατιώτη στους δρόμους του πολέμου αφήνουν το αποτύπωμά τους στο χαρτί, όπου καταγράφει τα καθημερινά συμβάντα , από την πρώτη ημέρα της κατάταξης στο στρατό μέχρι την τελική ,αυτήν της απόλυσης, δηλαδή μέχρι την ολοκλήρωση της πλήρους στρατιωτικής υποχρέωσης.
Ο άσημος και ακλεής στρατιώτης με το ονοματεπώνυμο Γεώργιος Γκίζης ,κληρωτός της κλάσης του 1946, είναι ένας από τις πολλές χιλιάδες που κλήθηκαν σε υποχρεωτική στράτευση και τους έλαχε να πολεμήσουν στα μέτωπα της φωτιάς. Είναι , όμως, από τους ελαχιστότατους στρατεύσιμους στον Εθνικό Στρατό που διανοήθηκε , έχοντας εφόδιο τα γράμματα του τετρατάξιου δημοτικού σχολείου , να κρατήσει ιδιόχειρες σημειώσεις ,απογράφοντας σύγκαιρα, εκείνη την ώρα, με συστηματική χρονολογική σειρά, σε τόσο μεγάλο χρονικό εύρος και σχεδόν αδιάλειπτα , τα καθημερινά καθέκαστα της βιούμενης πραγματικότητας ετούτου του πολέμου.
Από την άποψη αυτή το ενέργημά του παραμένει αξιοσημείωτο καθώς οι μέχρι στιγμής γνωστές ημερολογιακές σημειώσεις στρατευσίμων της ιδίας περιόδου είναι εξαιρετικά λιγοστές ,ακανόνιστης ροής ,περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης ή χρονικής διάρκειας.
Το ημερολόγιο που κρατάει αυτός ο λαϊκός κοπής γραφιάς, ευσυνείδητος δραπέτης από τον κόσμο των αφώνων της ιστορίας, της στρατιάς των αφανών, δεν έχει όμοιό του. Είναι μοναδικό. Και τούτο, επειδή ο συντάκτης αποτυπώνει το κοινωνικό κλίμα της εποχής ,τα συμβάντα του πολέμου μέχρι και σκηνές των μαχών στις οποίες συμμετείχε, την καθημερινότητα της θητείας, την ψυχολογία του απλού στρατιώτη αλλά και των αξιωματικών του στρατού.
Ενταγμένος από τον Ιανουάριο του 1948 στην δύναμη της 1ης Διμοιρίας του 1ου Λόχου του 612 Τάγματος Πεζικού καταγράφει τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις ,τις μεταφορές με πλοία, τραίνα, οχήματα, μεταγωγικά ζώα και τις ατέρμονες οφιοειδείς ,εξαντλητικές πεζοπορίες στις βουνοσειρές. Επιμαρτυρεί τα παθήματα ,τις καταπονήσεις του σώματος,, μνημονεύει τις στρατοπεδεύσεις σε ασφαλισμένους ή παρακινδυνευμένους τόπους , αναφέρει τα ακίνδυνα ή επικίνδυνα καταλύματα σε σπίτια , σχολεία, στρατώνες, υψώματα και φυλάκια , μνημονεύει τις απώλειες ,τα πτώματα συναδέλφων , αναφέρει όλα τα «επίφοβα» της «υπερεσίας» σε σκοπιές, παρατηρητήρια , ναρκοπέδια, ενέδρες, επιθετικές αναγνωρίσεις, περιπόλους και τέλος , κάνει λόγο για τις χρήσεις ,από τη γη και τον αέρα ,όλων των ειδών πυρός ,τις συμπλοκές και τις συνταρακτικές μάχες. Ο ημερολογιογράφος δεν μνημονεύεται σε καμία ημερησία διαταγή, ούτε του απονέμονται ηθικές αμοιβές και όπως συμπεραίνεται από τα γραφόμενά του , διαφαίνεται απρόθυμος πολέμου , με άλλα λόγια δεν διεκδικεί το κατά την παλαμική γλώσσα προσωνύμιο του λιοντόκαρδου στρατιώτη, ο φόβος του θανάτου ως κυρίαρχο συναίσθημα βιώνεται επώδυνα , ενατενίζει τη φρίκη του.
Για τον ημερολογιογράφο οι πολεμιστές του ΔΣΕ, αντιδιαστελλόμενοι από το «εμείς» και το «οι δικοί μας» , είναι «αυτοί, εκείνοι, οι άλλοι, οι αποκεί, οι απέναντι, οι αντικρυνοί» και τους οποίους συνηθίζει κατά πρώτο λόγο να αποκαλεί με το πραγματικό τους όνομα «αντάρτες», κατά δεύτερον, ως «κατσαπλιάδες».Ειδικά για τις μαχήτριες ,ένοπλες ή άποπλες, παραμένει σεβαστικός απέναντι στις περί γυναικών αξιακές αντιλήψεις του αγροτολαϊκού πολιτισμού καθώς επιλέγει να κρατήσει ξεχωριστή προσαγόρευση: Είναι οι «γυναίκες», οι «κοπέλες», το «κορίτσι», οι «συναγωνίστριες».
Ο στρατιώτης με ύφος γραφής ανεπιτήδευτο , αυθόρμητο , έντονης ζωντάνιας και προφορικότητας , με λόγο προσωπικό και εξ αυτού σταράτο, λακωνικό, κρουστό ,διανθισμένο με λαϊκές εκφράσεις ,αιχμαλωτίζει στο χαρτί ό,τι βλέπει , ό,τι ακούει και ό,τι επαισθάνεται, με άλλα λόγια οτιδήποτε προσλαμβάνει υπό την καταπρόσωπο θέαση των πραγμάτων ,εκ των ένδον και πάντοτε εντός των ορίων της οπτικής του ακτίνας, με ενάργεια, ειλικρίνεια και χωρίς περιστροφές, ενίοτε δηκτικά θυμηδής , ως φαίνεται μη διαπνεόμενος από «άγιον επιθετικόν πνεύμα», σκιαγραφεί με ρεαλισμό, νέτα σκέτα, τη βιωμένη εμπειρία της στρατιωτικής του θητείας στα χρόνια της εμφύλιας πολεμικής αναμέτρησης και ,ειδικότερα, το ήθος και το ηθικό, τους τρόπους και τους όρους με τους οποίους λειτούργησε και έδρασε ο υπεροπλισμένος σε έμψυχο υλικό και πολεμικά μέσα Εθνικός Στρατός.
Φειδωλός σε εγωτικές αναφορές, συνυφαίνει το προσωπικό του βίωμα με το συλλογικό, με ό,τι δηλαδή ζούσαν ως πολεμική περιπέτεια και ανθρώπινη αγωνία , οι στρατευμένοι οπλίτες, «τα παιδιά», «οι φαντάροι», «οι στρατιώτες», «οι συνάδελφοι», οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα στροβιλίζονταν στις ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις.
Το ημερολόγιο ως ένα μικροϊστορικό τεκμήριο είναι η γραπτή μνημείωση της εξατομικευμένης, συνάμα και με συλλογική εκβολή πολεμικής εμπειρίας . Μία προσωπική , βιωματική κατάθεση η οποία παρά την ενυπάρχουσα μερίκευση ή υποκειμενικότητα , επάξια συναρθρώνεται ως ιδιαίτερο απότμημα με την Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου.
Η Ολυμπία Σελέκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956, πραγματοποίησε πανεπιστημιακές σπουδές στην ΕΣΣΔ και είναι Ιστορικός- Κοινωνιολόγος. Εργάστηκε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), από όπου το 2023 αφυπηρέτησε (Βαθμίδα Διευθύντριας Ερευνών). Συνδυαστικά με ερευνητικές δραστηριότητες, δίδαξε στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Νεότερη Ιστορία» (Πάντειον Πανεπιστήμιο) αναπτύσσοντας θέματα νεότερης και σύγχρονης πολιτικής-κοινωνικής- πολιτισμικής ελληνικής-ρωσικής σοβιετικής ιστορίας. Στην εργογραφία της συμπεριλαμβάνονται βιβλία, συμμετοχές σε συλλογικούς τόμους και άρθρα σε ελληνικά ή ξένα περιοδικά.