Παντελής Παντολέων, “Μόρνα”, εκδ. Γκοβόστη
Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας
Ο οικισμός “Μόρνα” (ή “Σκοτεινά”) είναι ένα χωριό στους πρόποδες του Ολύμπου, το οποίο, κάποια στιγμή, εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του. Σήμερα, βάσει της τελευταίας απογραφής του 2021, ανήκει στους οικισμούς με τους λιγότερους κατοίκους πανελλαδικά. Οι κάτοικοι του χωριού το εγκατέλειψαν, όπως προκύπτει από την τοπική Ιστορία, εξαίφνης και ίδρυσαν και μετακόμισαν συλλογικά σε ένα άλλο χωριό σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων (περίπου 10 χιλιόμετρα), το οποίο ονομάστηκε κατ’ αντιπαραβολή “Φωτεινά”. Το χωριό της “Μόρνας” είναι χτισμένο μέσα σε ένα φαράγγι, και παραμένει κατά κυριολεξία σκοτεινό για σημαντικό τμήμα της μέρας, ενώ το άλλο χωριό που μετακόμισαν οι κάτοικοι βρίσκεται στην ευήλια πλευρά μέσα στους πρόποδες του Ολύμπου.
Ο συγγραφέας μας ξεκινάει την αφήγησή του με χρονολογική σειρά.
Μας μεταφέρει στο 1850, όπου διαβάζουμε για την άφιξη των μετέπειτα πρώτων κατοίκων για την βορειοδυτική πλευρά από τους πρόποδες του Ολύμπου. Οι κάτοικοι αυτοί, με τις στενές οικογένειές τους, έρχονται στο Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου βρίσκονται κάποιοι πατέρες (μοναχοί) που ησυχάζουν, κι ενώ φαίνονται να είναι περαστικοί, ωστόσο, μετά από ένα νυχτερινό περίπατο, αποφασίζουν, εντελώς ξαφνικά, να μείνουν… για πάντα στη Μόρνα! Η ιστορική αναδρομή ολοκληρώνεται με ένα επεισόδιο που τεκταίνεται επί γερμανικής κατοχής, το οποίο ολοκληρώνεται με την επίσκεψη Γερμανών στρατιωτών με τοπικό συνοδό/οδηγό (θυμάστε τον Stalker του Ταρκόφσκι; ) στο ορυχείο της Μόρνας… η επίσκεψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική φυσική απώλειά τους. Κανείς δεν τους βρίσκει ποτέ ξανά, παρ’ όλες τις έρευνες.
Και έτσι, βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή: ενδιαφέρον για τη Μόρνα, με την παραδοσιακή της πλούσια ξυλεία, εκδηλώνει η Modern Wood Applications SA, η οποία στέλνει μερικούς από τους υπαλλήλους της, γύρω στα 25-45, για προπαρασκευαστικές εργασίες στον οικισμό. Φυσικά, τα επιχειρηματικά τους σχέδια ανατρέπονται πλήρως και η απέλπιδα προσπάθεια να εγκαταλείψουν το χωριό ματαιώνεται μυστικότροπα από την περιοχή γύρω από ένα αλλόκοτο γεφύρι…
Ο συγγραφέας του λογοτεχνικού πονήματος, Παντελής Παντολέων, είναι ένα παλικάρι νέο δίχως ιδιαίτερες προσβάσεις στα συγγραφικά δρώμενα ή “συντροφιές”.
Από την περιπέτεια που έστησε, είναι εμφανής η πολύ εκτεταμένη και λεπτομερειακή έρευνά του.
Φανταζόμαστε πως για την εικόνα του για τον μυστηριώδη οικισμό, συντέλεσαν τόσο οι γραπτές υποθήκες όσο και οι άγραφες, προφορικές διηγήσεις για τη Μόρνα.
Η “Μόρνα” βασίζεται σε σειρά από στοιχεία που συναποτελούν ένα πολυσύνθετο μύθο, ο οποίος και είναι το βάθρο της ιστορίας που αφηγείται ο συγγραφέας. Περίοπτη θέση στα παράδοξα και τα πλάσματα κατέχουν τα μυστηριώδη γκουλαγκούδια, όπως επίσης και οπτασιες από μωρά που κλαίνε στα “άωρα της νυκτός” μέσα στα εγκαταλειμμένα κτίσματα του οικισμού…
Ο μύθος έχει ενδιαφέρον, όπως και η ιστορία του συγγραφέα. Διαβάζουμε Τόλκιν, Ιντιάνα Τζόουνς, περιπέτειες της Λάρα Κροφτ, φτιαγμένα με υλικά της ελληνικής παράδοσης.
Το κύριο “παράπονό” μου είναι ότι η γλώσσα του βιβλίου είναι μάλλον δημοσιογραφική, δηλαδή τείνει προς ένα ορθολογισμό που δεν αφήνει περιθώριο να εκφραστεί η έμπνευση και η λογοτεχνικότητα που θα επέτρεπε μια τέτοια αφήγηση και με το παραπάνω! Από την άλλη, ο συγγραφέας έχει πολύ καλό λεξιλόγιο και η πένα του είναι οπωσδήποτε ελπιδοφόρα, αρκεί να επιτρέψει στην εσωτερική πνοή του να εκφραστεί με περισσότερο πηγαίο τρόπο!