Στον φίλο Νίκο Μάντζιο
Γράφει ο Τάκης Γεράρδης
Ο Γιάννης Γραβαρίτης άκουγε Αλβανός και πλατεία Βικτώριας κι έβγαζε φλύκταινες. Στην «ηρωική» εικοσαετία του ΠΑΣΟΚ, στο καφενείο του Καραβίτη στην Αχιλλέως των Τζιτζιφιών, υπέφερε από τα πειράγματα και τις κόντρες των θαμώνων, αλλά δεν κώλωνε. Ψηλός, ευθυτενής, σχεδόν υπερόπτης και με έντονη ντοπιολαλιά, δεν ταίριαζε με αυτούς που χαρτοέπαιζαν. Εμφανιζόταν πάντα καλοντυμένος και καθαρός, και πολύ σπάνια στρωνόταν στην πράσινη τσόχα. Ήταν οξύθυμος και επιθετικός· οι πάγιες, φανατικές του τοποθετήσεις υπέρ της Νέας Δημοκρατίας τον έφερναν συχνά σε προστριβές — όχι μόνο με τους άλλους θαμώνες, αλλά και με τον Λεωνίδα. Το σπίτι του βρισκόταν δίπλα στην Κέκροπος, στο καφενείο σύχναζε μόνο για καφέ, για την καθιερωμένη ημερήσια εκτόνωση και για κοινωνικοπολιτική επαφή. Καθώς περνούσαν τα χρόνια με κόπο κατάπινε τις επίμονες και ακατανόητες αποφάσεις του εκλογικού σώματος. Φλεγόταν από την επιθυμία να πέσει το ΠΑΣΟΚ. Όπου να ‘ναι θα καταρρεύσει, έλεγε με βεβαιότητα. Δεν μπορεί, τόσα σκάνδαλα, τόση αλαζονεία και τόσα ψέματα… Και τότε νομοτελειακά θα έρθουμε στα πράγματα εμείς.
Ήταν υπεύθυνος προμηθειών στα λεωφορεία. Θέση καίρια. Αθόρυβα σήκωσε με δικά του χρήματα ένα τετραώροφο σε ένα οικόπεδο στη Θησέως που πήρε προίκα. Το πόστο στη δουλειά του απαιτούσε ιδιαίτερη διπλωματία, γιατί όσο και να κριτικάρεις όλη μέρα την κυβέρνηση και τις ρεμούλες της, όταν έρχεται η ώρα των υπογραφών οι συμμαχίες σου είναι απαραίτητες. Χαρακτηριστικό του ήταν πως στο λεξιλόγιό του δεν χωρούσαν βλαστήμιες, οι κουβέντες του ήταν αιχμηρές μεν αλλά πάντα «χριστιανικές». Εν ολίγοις, τη διάλεκτο του καφενείου με τα πολλά αισχρόλογα την καταλάβαινε καλά, αλλά δεν την χρησιμοποιούσε.
Χριστούγεννα. Ταξιδεύει με τη γυναίκα και τον γιο του, που μόλις τελείωσε τη θητεία στο στρατό, για το Μουζάκι, τη γενέτειρά του. Ο άλλος γιος υπηρετούσε ακόμη σε κάποιο νησί. Νύχτα. Στη Λαμία γίνονται έργα· η σηματοδότηση ανύπαρκτη. Μπερδεύεται και κάνει κάποιο λάθος. Ακούει σφύριγμα από τροχονόμο. Ένας νεαρός μπάτσος πλησιάζει απειλητικά.
«Ρε, μαλάκα, πού πας έτσι;»
Ο νεαρός, ένα παιδαρέλι καμιά εικοσιπενταριά χρονών, μέσα στη στολή και με το όπλο του ένιωθε μάγκας, εξουσία. Του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, αγριεύει και κατεβαίνει από το αυτοκίνητο.
«Ρε, γίδι, ποιον αποκάλεσες μαλάκα;»
«Ακολούθα μας, ρε αρχίδι. Εξύβριση οργάνου εν ώρα υπηρεσίας, και αντίσταση κατά της αρχής. Συλλαμβάνεσαι!»
Ο Γραβαρίτης ψύχραιμα μπαίνει στο αμάξι, βάζει μπρος και ακολουθεί το περιπολικό. Μόλις φτάνουν βάζει τις φωνές και απαιτεί από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας να δει τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας για να καταγγείλει την αυθαιρεσία του νεαρού και για να καταθέσει μήνυση. Οι μπάτσοι σάστισαν. Κοιτούσαν την οικογένεια, έβλεπαν κι αυτόν με κουστούμι και γραβάτα να επιμένει σθεναρά και με ύφος, με τα πολλά τον πάνε στο γραφείο.
«Κύριε Εισαγγελεύ, δεν ξέρω τι κόμμα μας κυβερνάει σήμερα. Αλλά εγώ είμαι εθνικόφρων. Δυο γιους έστειλα στο στρατό να υπηρετήσουνε την πατρίδα. Και δεν επιτρέπω σε κανέναν μπροστά στην οικογένειά μου να με αποκαλεί μαλάκα. Θα υποβάλω μήνυση!»
Με τα πολλά ο Εισαγγελέας τον καλμάρισε, συγκινήθηκε από το «πατρίς και οικογένεια» του Γραβαρίτη, φαίνεται του άγγιξε ευαίσθητη χορδή, έκανε αυστηρές συστάσεις στον αστυνομικό και δεν υποβλήθηκαν μηνύσεις. Το συμβάν θεωρήθηκε λήξαν. Βγαίνοντας από το Τμήμα ο νεαρός μπάτσος τον περίμενε.
«Πήγαινε, ρε κωλόβλαχε, τώρα στο χωριό σου. Φτηνά τη γλύτωσες».
Ο Γραβαρίτης σκέφτηκε τη γυναίκα και το γιο του που τους είχε ταλαιπωρήσει και δεν έδωσε συνέχεια. Το συμβάν με τον καιρό ξεχάστηκε.
Τον μεθεπόμενο Αύγουστο φτάνει με μηνιαία άδεια στο Μουζάκι. Το πρωί, και παρά τα καινούργια απαγορευτικά σήματα, παρκάρει στον κεντρικό δρόμο, όπως χιλιάδες χρόνια πριν έκανε και μπαίνει στο καφενείο.
«Γιάννη πάρτο και πήγαινέ το αλλού. Ένας καινούργιος αστυφύλακας μας έχει ξεσκίσει στο γράψιμο».
Ο Γραβαρίτης τον κοιτάζει και το μόνο που του λέει είναι:
«Αει, ρε. Φτιάξε μου τον καφέ».
Σε λίγο ακούγεται από μακριά σφυρίχτρα. Βγαίνει έξω και βλέπει τον νεαρό μπάτσο της Λαμίας να στέκεται με το μπλοκάκι, να κοιτάζει τις πινακίδες, και να γράφει. Πάει κοντά, τον γυρίζει βίαια και του ρίχνει δυο άγριες μπάτσες.
«Πάρε δρόμο, ρε βλαμμένο. Εδώ είναι Μουζάκι!»
Γυρνάει και μπαίνει στο καφενείο να τελειώσει τον πρώτο καφέ της μέρας. Το διοικητή του τμήματος, τον έλεγαν κι αυτόν Γιάννη Γραβαρίτη. Συμπτωματικά, ήταν πρώτος του ξάδερφος.