Η βαλκανική χερσόνησος είναι ένα καζάνι που βράζει εδώ και δεκαετίες, μια πυριτιδαποθήκη που της χρειάζεται απλά μια σπίθα για να λαμπαδιάσει και να καεί απ’ άκρη σ΄ άκρη. Σε αυτή την πολύπαθη γωνιά του πλανήτη, στη γειτονιά της Ελλάδας, μια τέτοια ημέρα, 24 Νοεμβρίου του 1954, γεννήθηκε ένας άνθρωπος, που θα κατέγραφε με «παραμυθιακό» τρόπο την ιστορία αυτού του τόπου, ο Εμίρ Κουστουρίτσα.
Γράφει ο Δημήτρης Κατσάκος
Γιος του Μουράτ Κουστουρίτσα (δημοσιογράφου που εργαζόταν στην Γραμματεία Πληροφοριών του Σεράγεβο) και της Σένκα Νουμάνκαντιτς (δικαστική γραμματέας) ο νεαρός Εμίρ μεγάλωσε ως το μοναχοπαίδι μιας κοσμικής μουσουλμανικής Βοσνιακής οικογένειας στη Γκόριτσα, μια γειτονιά στο Σεράγεβο και κατάφερε να μεταμορφωθεί στον Αίσωπο των Βαλκανίων, ανακατεύοντας με μοναδικό τρόπο βαλκανικά παραμύθια, γεμάτα μαύρο χιούμορ, σάτιρα, αλλά και βαθιά πολιτικά σχόλια, όλα αυτά «ντυμένα» με την ντόπια παραδοσιακή μουσική.
Τα πρώτα βήματα
Όταν αποφοίτησε από την Ακαδημία Τεχνών FAMU της Πράγας το 1978, ο Κουστουρίτσα άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους για την τηλεόραση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Έκανε το ντεμπούτο του με την ταινία «Θυμάστε την Ντόλυ Μπελ;»
Το σενάριο είναι του Αμπνταλά Ζιντράν και αναφέρεται στο Σαράγιεβο των αρχών του ’60, όπου κυριαρχεί η ιταλική ροκ-ποπ μουσική και κάνει μεγάλο σουξέ ο Αντριάνο Τσελεντάνο. Το δημοφιλές τραγούδι του «24.000 φιλιά» (γνωστό και στη χώρα μας) αποτελεί το σήμα κατατεθέν της ταινίας αλλά και της εποχής. Τα εφηβικά χρόνια, γεμάτα σκανταλιές και πιπεράτα περιστατικά, σκιαγραφούνται με απόλυτη πειστικότητα και απαράμιλλη ζωντάνια.
Η αναγνώριση τόσο στην Γιουγκοσλαβία όσο και στην Ιταλία ήταν τόσο μεγάλη ώστε να χαρίσει στον Κούστα, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, το Χρυσό Λιοντάρι για το καλύτερο πρώτο έργο στο Φεστιβάλ κινηματογράφου Βενετίας.
Η επόμενη κινηματογραφική ταινία του, «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» (1985) σε σενάριο του Αμπνταλά Ζιντράν, ήταν ο δεύτερος «σταθμός» του Κουστουρίτσα.
Η ιστορία ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και μάς μεταφέρει με γλυκόπικρη νοσταλγία τις δυσκολίες μιας οικογένειας στα γεννοφάσκια της ΣΔ της Γιουγκοσλαβίας, τότε που ο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο είχε ανοίξει κόντρα στους διανοούμενους διαφωνούντες με το καθεστώς του.
Εδώ φαίνεται ότι ο μπαμπάς απομακρύνεται όχι μόνο λόγω των πεποιθήσεών του, αλλά και γιατί κάποιος υψηλά ιστάμενος έχει βάλει στο μάτι τη γυναίκα του.
Όλα αυτά τα παρακολουθούμε μέσα από τα παιδικά μάτια του εξάχρονου παιδιού της οικογένειας. Η ταινία σήμερα διαθέτει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα λόγω της διάσπασης της χώρας. Το συνεργείο των γυρισμάτων ήταν πολυφυλετικό, ως μια ύστατη προσπάθεια του σκηνοθέτη να κρατήσει κάποιες ισορροπίες.
Η ταινία χάρισε άλλη μια διάκριση στον σκηνοθέτη αφού κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 1985, και πέντε γιουγκοσλαβικά κινηματογραφικά βραβεία, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Η «απογείωση»
Το ημερολόγιο έγραφε 1989. Ήταν η χρονιά που εκτός από τις συγκλονιστικές αλλαγές που ξεκινούσαν στο κόσμο με τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, ο Εμίρ Κουστουρίτσα πραγματοποίησε την «εκτίναξή» του. Πως; Με τον «Καιρό των Τσιγγάνων».
Ο Κούστα γύρισε, ίσως, την πιο τραγική, σκληρή και τρυφερή ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένα σύγχρονο νομαδικό παραμύθι, γεμάτο μαγικά ανεξήγητα φαινόμενα, ξέχειλο από ποίηση και λυρισμό, με ερασιτέχνες τσιγγάνους που μιλάνε ρομ και τραγουδάνε ασταμάτητα λύπες και χαρές.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε έναν τσιγγάνικο καταυλισμό στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί, ο νόθος γιος μιας τσιγγάνας κι ενός στρατιώτη, ο Περχάν, μεγαλώνει μαζί με τη γιαγιά του. Εκείνη, είναι μια γυναίκα που καταφέρνει να παραμείνει τίμια, σε πείσμα του ανήθικου περιβάλλοντος της μικρής τσιγγάνικης κοινωνίας τους. Ζουν φτωχικά γιατί δεν έχουν χρήματα.
Ωστόσο, ο Περχάν στηρίζεται από την οικογένειά του. Η γιαγιά του τον φροντίζει, η ανάπηρη αδερφή του Ντανίρα τον γεμίζει αγάπη και ο τεμπέλης θείος του, ο Μερντζάν, του συμπαραστέκεται. Ο Περχάν ζει μια ήρεμη κι ανέμελη ζωή,μέχρι που όλα αλλάζουν προς το καλύτερο, όταν ερωτεύεται την όμορφη Άζρα και ορκίζεται να την παντρευτεί.
Η αριστουργηματική μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς ένα ιδανικό συστατικό σ’ αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό. Η καθημερινότητα φαντάζει αστεία σ’ έναν τόπο άθλιο, σε μια οικογένεια που προσπαθεί να περισώσει τα συντρίμμια μιας ζωής, άγνωστης και αθέατης σε μας.
Ο Καιρός των τσιγγάνων είναι μια αριστουργηματική σκληρή ταινία, η όποια κινείται ανάμεσα στη φαντασία και στη πραγματικότητα. Μέσα από μια απλή δραματική ιστορία ο Εμίρ Κουστουρίτσα σχεδόν νέο-ρεαλιστικά εξετάζει το τρόπο ζωής των ηρώων του, κυρίως όμως μέσα από τη περιπλάνηση , τη μουσική, τα τραγούδια. Αυτή η ακραία δραματική υπερβολή που βιώνουμε μας κάνει να ξεχνάμε όλες τις απώλειες, την επίδραση που έχει η κοινωνία στους ανθρώπους και μας κάνει να θλιβόμαστε. Ταυτόχρονα όμως μένουμε εκστασιασμένοι μπροστά στην άναρχη συμπεριφορά, στα όνειρα μιας καθημερινότητας που αιώνες τώρα μας κάνουν μάρτυρες σε ένα οδοιπορικό μύθων, ζωής και θανάτου. Ο Εμίρ Κουστουρίτσα ξεκάθαρα και με ειλικρίνεια μετατρέπει τη κάμερα του σε οδηγό ενός σύμπαντος, όπου δεν υπάρχουν όρια αλλά μόνο σύγχυση, ομίχλη, τραγικότητα.
Η μαγεία, ο ρεαλισμός, ισορροπούν μέσα από μια παράξενη λογική, έχοντας σα στήριγμα το ωραίο, το άπιαστο. Φαίνεται η αγάπη, η συμπάθεια που έχει στους ήρωες του αφού είναι άτομα ελεύθερα, γεμάτα συναισθήματα και δίψα για ζωή.
Το ξένοιαστο γέλιο του πρώτου μέρους παραχωρεί τη θέση του σε μια στυφή και πικρή αίσθηση, μια αλήθεια θριαμβευτικά δραματική, ένας ύμνος στην κουλτούρα των Ρομά και την τραγική εκμετάλλευση της νιότης τους.
Αναγνώριση
Η φήμη του σκηνοθέτη, από καθηγητή στη σχολή υποκριτικής τέχνης του Σαράγιεβο, τον φέρνει διδάκτορα σκηνοθεσίας στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια.
Την επόμενη δεκαετία ο Κουστουρίτσα συνέχισε να δημιουργεί αξιόλογες ταινίες, που περιλαμβάνουν το ντεμπούτο του στην Αμερική, την ταινία Arizona Dream (1993) και το επικό Underground (1995)
Underground: Μια κραυγή από το Σαράγιεβο
Φεύγοντας από τις ΗΠΑ ο Κουστούριτσα «χρωστούσε» μια μαύρη κωμωδία για την εποχή της ναζιστικής κατοχής. Μια καυτή σάτιρα σπονδυλωτή, ένα υπόγειο πέρασμα από τα λαγούμια της ιστορίας ως το τούνελ του χθες και του αύριο, ως τη δεκαετία του ’90. Πόσο επίκαιρη ταινία όταν η «φωτιά» καίει ακόμα στα Βαλκάνια…
Ανήκει σ’ εκείνες τις ταινίες που αντιμάχονται την ιδεολογική «ουδετερότητα» στη δημιουργία, τη διφορούμενη μυθοπλασία και το απολίτικο θέαμα. Είναι μια ταινία, που οι γλωσσικές αναζητήσεις της συντροφεύουν το βλέμμα της ανθρωπότητας προς το δίκιο, ανατρέφουν την ελπίδα, προκαλούν τη ρήξη με τον εφησυχασμό και την υλική «ευδαιμονία» που μας περιτυλίγει.
Το Underground δεν είναι μόνο ένα αντιπολεμικό έπος, είναι μια καθαρά αντιιμπεριαλιστική, εξολοκλήρου υπέρ της διαφορετικότητας των ανθρώπων, των γενεών, των εθνών και των λαών. Είναι το σάουντρακ των βαλκανικών παθών, ο Γολγοθάς των ανυπόταχτων.
Η ταινία είναι μια δημιουργία ανυπέρβλητης μαγείας. Θα αναρωτηθεί κανείς: Είναι δυνατόν να θεωρείται μαγευτική μια ταινία που κάθε πλάνο, κάθε εικόνα της αποτυπώνει κάποιες φορές με απίστευτη ωμότητα την πίκρα και τον πόνο ενός λαού; Κι όμως. Η μαγεία του Underground συνίσταται στη μετάγγιση αυτής της αλήθειας – που λέγεται πόνος, ξεριζωμός, αδελφοκτονία – στο κάθε ανυποψίαστο, αδιάφορο, ή παραπλανημένο βλέμμα οποιουδήποτε θεατή, για να τον στρέψει στη συστράτευση, στη συμμετοχή, στην αποδοχή του κοινού και αδιάσπαστου ανθρώπινου μέλλοντος. Για να κατηχήσει το θεατή με την ιδέα της συγκατοίκησης των λαών στο ένα και μοναδικό σπίτι που διαθέτουν, τον πλανήτη Γη.
Είναι μια μεγάλη ιστορική τραγωδία, που ξεκίνησε από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή ο Γερμανός δεν ηττήθηκε οριστικά, δεν έπεσε από τα πυρά του ήρωα της Αντίστασης, και σήμερα «νέος», όπως τότε, ξαναματώνει το γιουγκοσλάβικο λαό.
Είναι μια μαρτυρία πικρή, αλλά αληθινή, που ακούγεται από έναν ήρωα της ταινίας: “Οι Γερμανοί δε νικήθηκαν στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά γιορτάζουν τη νίκη τους, σήμερα, πάνω στο διαμελισμένο σώμα της Γιουγκοσλαβίας”.Φράση τραγική, που δίνει τη σκυτάλη της σε μια άλλη: Ο νεαρός Γιουγκοσλάβος που βγαίνει από το κελάρι, όπου ήταν κλεισμένος για πολλά χρόνια και αντικρίζει στρατιωτικά οχήματα.
Στρατιώτης του ΟΗΕ, που, όταν ακούει τον νεαρό Γιουγκοσλάβο ότι θέλει να πάει στην πατρίδα του, τη Γιουγκοσλαβία, γελάει σαρκαστικά, λέγοντας: «Η πατρίδα σου, η Γιουγκοσλαβία, δεν υπάρχει πια». Ακολουθεί σιωπή, που φουντώνει την έκρηξη.
Κάτοχοί τους, οι καιροσκόποι Γιουγκοσλάβοι, που πρόδωσαν την επανάσταση. Από τον ασύρματο ανακοινώνεται η σύλληψή τους και ο Σέρβος καπετάνιος απαντά: «Τους καιροσκόπους να τους κάψετε» Ελπίδα για έναν άλλο κόσμο. Στρατιωτικός του ΟΗΕ ρωτά τον Σέρβο μαχητή. – «Σε ποιο στρατό ανήκεις;» Απάντηση: – »Στο δικό μου».- «Για ποιόν πολεμάς; »- «Για την πατρίδα μου».
Το Underground του Κουστουρίτσα είναι μια μεγάλη, συγκλονιστική μαρτυρία, γεμάτη αλήθεια, γι’ αυτό και πολεμήθηκε από τους «ερμαφρόδιτους» (όπως τους αποκάλεσε ο ίδιος ο Κουστουρίτσα) Γάλλους διανοούμενους, που τον κατηγόρησαν για φιλοσερβική προπαγάνδα.
Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2007, ο Κουστουρίτσα έγινε εθνικός πρεσβευτής της Σερβίας στη UNICEF. Προς το παρόν ζει στο Ντρβένγκραντ της Σερβίας, το χωριό που έχτισε για την ταινία του «Η ζωή είναι ένα θαύμα». Διατηρεί την Σερβική και Γαλλική υπηκοότητα.
Είναι παντρεμένος με την Μάγια Κουστουρίτσα, με την οποία έχει δύο παιδιά. Ο γιος του Στρίμπορ είναι μέλος των No Smoking Orchestra όπου παίζει ντραμς, κι έχει εμφανιστεί σε κάποιες ταινίες του.
et