Η Χριστίνα Μιχαηλίδου απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου “Γαλότσες νούμερο 44”.
1. Κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων σας “Γαλότσες νούμερο 44” από τις Εκδόσεις Ιωλκός. Πώς θα την περιγράφατε συνοπτικά;
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων μου «Γαλότσες νούμερο 44» από τις εκδόσεις Ιωλκός είναι ένα βιβλίο με 27 σύντομες σε έκταση ιστορίες. Πρόκειται για αφηγήσεις ανθρώπων που έχουν βιώσει την αδικία, την κοινωνική απόρριψη, το τραύμα της εγκατάλειψης και τη βία -ψυχολογική και σωματική- που προσπαθούν να ορθώσουν το ανάστημα τους και να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
2. Σκιαγραφήστε μας λίγο τους ήρωες σας. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Οι ηρωίδες και οι ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι που καταπιέζονται, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούν, προκειμένου να ανταποκριθούν στην κοινωνική τους ταυτότητα, της υπάκουης συζύγου, της ενάρετης κόρης, του ανδρικού προτύπου. Πιέζονται να χωρέσουν μέσα σε συγκεκριμένους ρόλους και καλούπια. Όταν δεν τα καταφέρνουν περιθωριοποιούνται ή αυτοτιμωρούνται. Οι στόχοι τους δεν είναι πάντοτε συνειδητοί. Πολλές/οι αναζητούν την αποδοχή, άλλες/οι τη δικαίωση, την ελευθερία, μία δεύτερη ευκαιρία. Τα κίνητρα τους πηγάζουν από φόβους, τραύματα, αλλά και από μία εσωτερική ανάγκη για αλήθεια και επαναπροσδιορισμό. Ο αγώνας τους είναι εσωτερικός, ανθρώπινος και πολλές φορές σιωπηλός.
3. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Είναι αλήθεια πως η ανάγνωση ενός βιβλίου αποτελεί ένα προσωπικό και μοναδικό ταξίδι αφού κάθε φορά ακολουθεί διαφορετική διαδρομή ανάλογα με τα βιώματα, τις αντιλήψεις, την προσωπικότητα της αναγνώστριας/αναγνώστη. Εύχομαι το βιβλίο μου να λειτουργήσει ως ένας τόπος στον οποίο ο ταξιδιώτης θα θέλει να επιστρέψει, όχι απαραίτητα για να ανακαλύψει κάτι καινούργιο, αλλά για να συναντήσει πτυχές του εαυτού του, σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες.
4. Είναι η δύναμη της συνήθειας που μας “επιβάλλει” να επιμένουμε να χωρέσουμε τις ζωές μας σε συγκεκριμένα νούμερα “παπουτσιών”;
Η επιμονή να χωρέσουμε τις ζωές μας σε συγκεκριμένα νούμερα «παπουτσιών» επιβάλλεται από κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις και συντελείται αθόρυβα και ασυνείδητα. Η απόφαση να εμμένουμε σε αυτή την επιλογή πηγάζει από την καταλυτική δύναμη της συνήθειας. Η οικειότητα που μας προσφέρει η συνήθεια συχνά μας κρατά δέσμιους και στάσιμους. Η αλλαγή μοιάζει απειλητική ή αβέβαιη είναι όμως απαραίτητη για την προσωπική μας εξέλιξη. Το πρώτο βήμα και το πιο δύσκολο είναι η συνειδητοποίηση ότι κάτι πρέπει να αλλάξει για να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια και την ευτυχία.
5. Τι σας γοητεύει περισσότερο στο διήγημα, ως μορφή γραφής;
Ο Χούλιο Κορτάσαρ στα Μαθήματα Λογοτεχνίας έγραψε ότι «το διήγημα διέπεται από έναν αόρατο μυστικισμό, μια υποδόρια αίσθηση πως κάτι βαθύτερο υπάρχει πίσω από τις λέξεις». Αυτός o μυστικισμός με γοητεύει στο διήγημα, που συνίσταται στη συμπύκνωση, στην οικονομία λόγου, στο λίγο που λέει πολλά, στην ανατροπή που επιφυλάσσει το τέλος ή το ανοιχτό τέλος. Η γραφή ενός διηγήματος μοιάζει με ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί, μια ισορροπία ανάμεσα στο φανερό και στο υπαινικτικό, στο ρητό και στο άρρητο, όπου τίποτα δεν περισσεύει.
6. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Το ερέθισμα για να ασχοληθώ με τη συγγραφή ήταν η επαφή μου με τη λογοτεχνία από μικρή ηλικία. Με συγκίνησαν οι ιστορίες του Ιουλίου Βέρν, ενθουσιάσθηκα με τις περιπέτειες του Τομ Σώγερ, ενώ αργότερα αγάπησα τους κλασικούς Έλληνες συγγραφείς. Η ανάγκη να αποτυπώσω στο χαρτί σκέψεις, εικόνες και συναισθήματα ήρθε ως επακόλουθο όλων αυτών των αναγνωσμάτων που με ενέπνευσαν.
7. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία μοιάζει με τις ευεργετικές ικανότητες της βροχής σε ένα άνυδρο χωράφι. Έχει τη δύναμη να αναζωογονεί, να θρέφει και να βοηθά το έδαφος να βλαστήσει και να καρπίσει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ανθρώπινη ψυχή. Η λογοτεχνία είναι μία πηγή ζωής που προσφέρει εσωτερική καλλιέργεια, αφύπνιση και μεταμόρφωση στον αναγνώστη/αναγνώστρια.
8. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Έρευνες δείχνουν ότι οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι. Ένας από τους βασικούς είναι πως για δεκαετίες η λογοτεχνία στην εκπαίδευση αλλά και στην οικογένεια παρουσιάσθηκε ως μία αναγκαστική και υποχρεωτική διαδικασία. Ένα παιδί ακούει διαρκώς πως πρέπει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, ο όρος λογοτεχνικά δεν χρησιμοποιείται ευρέως για να γράφει καλύτερες εκθέσεις ώστε να πετύχει υψηλή βαθμολογία. Αυτό που δεν λέγεται συχνά είναι πως το βιβλίο μπορεί να γίνει η αφορμή για ένα ταξίδι, μια ονειροπόληση, ακόμα και ένα καταφύγιο για τα δύσκολα. Όταν η λογοτεχνία αντιμετωπίζεται ως εργαλείο και όχι ως εμπειρία, η ανάγνωση καταντά πάρεργο και όχι μία ευχάριστη, ενθουσιώδης ενασχόληση. Ευτυχώς, όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί τείνουν να αλλάξουν αυτή την παρωχημένη αντίληψη αξιοποιώντας εργαστήρια δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης από το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο. Αυτό είναι ελπιδοφόρο για το μέλλον της λογοτεχνίας και της σχέσης των παιδιών με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο.
9. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Όταν πριν μερικά χρόνια το βινύλιο αντικαταστάθηκε από τα cds, αρκετοί ανησύχησαν για το μέλλον της μουσικής. Τώρα έχουν ξεπεραστεί και τα cds και ακούμε μουσική ψηφιακά, όμως η αξία της μουσικής δεν χάθηκε. Το ίδιο πιστεύω πως ισχύει και για το βιβλίο στην ψηφιακή εποχή. Είτε σε έντυπη μορφή είτε σε οθόνη, η δύναμη του λόγου παραμένει αναλλοίωτη. Το βιβλίο συνεχίζει να συγκινεί, να εμπνέει, να μεταμορφώνει, αρκεί να υπάρχει αναγνώστης/αναγνώστρια που θα το επιλέξει. Η τεχνολογική εξέλιξη δεν είναι απειλή αλλά εργαλείο. Προσφέρει νέους τρόπους μάθησης, αφθονία πληροφορίας και ελευθερία επιλογής. Το ζητούμενο είναι να μη χαθεί η εμπειρία της ανάγνωσης, όποιο και αν είναι το μέσο.
10. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος, Μενέλαος Λουντέμης
Το Δέκα, Μιχάλης Καραγάτσης
Η μητέρα του σκύλου, Παύλος Μάτεσης,
Γλυκιά Πέμπτη, Τζων Στάινμπεκ
Το σπίτι των πνευμάτων, Ιζαμπέλ Αλιέντε
11. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Εκτός από σοβαρά περιστατικά που είναι αδύνατον να τα ελέγξουμε, πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου να διεκδικεί από τη μοίρα το μεγαλύτερο μερίδιο του και να μην παραδίδεται στην αυθαιρεσία της τύχης. Οι δυσκολίες των εξωτερικών παραγόντων είναι πολλές και δυσοίωνες, αλλά τα εσωτερικά μας χαρακτηριστικά είναι ικανά να μας εφοδιάσουν με την απαραίτητη θέληση και εμπιστοσύνη στις δυνατότητες μας, αρκεί να τα ανακαλύψουμε.
Ευχαριστώ ολόθερμα για τη φιλοξενία και για τις εύστοχες ερωτήσεις σας!