/Όταν η σιωπή ντύνεται ευαισθησία
Silence5rgi7

Όταν η σιωπή ντύνεται ευαισθησία

Γράφει ο Νίκος Ναούμης, πολιτικός επιστήμονας – συγγραφέας

Η λογοκρισία δεν πέθανε ποτέ. Απλώς, άλλαξε πρόσωπο. Κάποτε φορούσε στολή εξουσίας και κρατούσε σφραγίδες επιτροπών. Σήμερα κρύβεται πίσω από οθόνες, πίσω από πληκτρολόγια, πίσω από έναν καθωσπρεπισμό που βαφτίζεται «ευαισθησία». Στην ουσία όμως, παραμένει ο ίδιος παλιός μηχανισμός φίμωσης.

Ο δημόσιος λόγος ασφαλώς έχει συνέπειες. Ο καθένας μας οφείλει να σέβεται τον άλλον. Όμως άλλο η ευθύνη, κι άλλο η σιωπή που επιβάλλεται με τη βία του πλήθους.

Αυτό που ζούμε δεν είναι διάλογος. Είναι κοινωνικός λιθοβολισμός. Μια μανιασμένη μάζα που απαιτεί κεφάλια, χωρίς αποχρώσεις, χωρίς ενδείξεις, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς δεύτερη ευκαιρία.

Μια άστοχη φράση, ένα ατυχές αστείο, ακόμη κι ένα σχόλιο που έχει καθιερωθεί στη συλλογική μας μνήμη, αρκούν για να στηθεί κάποιος στον τοίχο της δημόσιας διαπόμπευσης, με την τιμωρία να είναι ανελέητη.

Σιωπή, αποκλεισμός και επαγγελματικός αφανισμός είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες. Λυπάμαι αλλά, αυτή δεν είναι δικαιοσύνη· είναι μια νέα μορφή τυραννίας.

Όσο κι αν μας ξενίζει, με αυτό το όπλο πολεμάμε τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία, την καταπίεση.

Μα πώς; Με την ίδια την καταπίεση. Αντί να ανοίγουμε διάλογο, κλείνουμε στόματα. Αντί να πείθουμε, εξοντώνουμε. Έτσι δεν προχωρά μια κοινωνία, βυθίζεται στον φόβο.

Η σύγχρονη μορφή λογοκρισίας, καλλιεργεί την υποκρισία. Όλοι παριστάνουν τους άψογους, κανείς δεν τολμά να δείξει ποιος είναι πραγματικά. Η διαφορετική άποψη δεν αντικρούεται με επιχειρήματα αλλά σβήνεται βίαια. Με τον τρόπο αυτό, χάνουμε τη δυνατότητα να μαθαίνουμε από το λάθος και να ωριμάζουμε μέσα από τη σύγκρουση.

Η ελευθερία του λόγου είναι δύσκολη υπόθεση. Θέλει γενναιότητα, θέλει ανοχή, θέλει ωριμότητα.

Να αντέχεις να ακούς και αυτό που σε πληγώνει, και αυτό που σε εξοργίζει, και να απαντάς με λόγο – όχι με φίμωση. Μόνο έτσι κρατιέται ζωντανή η δημοκρατία.

Εν κατακλείδι, η λογοκρισία απλώς ντύθηκε μοντέρνα. Παραμένει, όμως, ο ίδιος παλιός εφιάλτης. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα την αφήσουμε να γίνει η νέα κανονικότητά μας ή αν θα υπερασπιστούμε ξανά το αυτονόητο: την ελευθερία να μιλάμε ελεύθερα.