Γράφει ο Νίκος Ναούμης, πολιτικός επιστήμονας – συγγραφέας
Με το νέο του μυθιστόρημα ΟΜΕΡΟ – Ο Κρυφός Γιος, που κυκλοφορεί από τη νέα του εκδοτική στέγη, τις εκδόσεις Ψυχογιός, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης εγκαταλείπει τα εγκλήματα των άλλων και καταπιάνεται με το πιο παράνομο και συνάμα ιερό έγκλημα, αυτό της απόκρυψης της καταγωγής, της σιωπής του αίματος.
Στην καρδιά αυτής της ιστορίας δεν βρίσκεται απλώς ένα παιδί που γεννήθηκε στην αφάνεια, αλλά ένας κληρονόμος του πάθους, της δόξας και της εγκατάλειψης: ο φανταστικός αλλά, βασισμένος σε υπαρκτές φήμες– γιος του Αριστοτέλη Ωνάση και της θρυλικής ντίβας της Σκάλας του Μιλάνου, Μαρίας Κάλλας.
Εδώ, το “τι θα γινόταν αν” δεν είναι λογοτεχνικό παιχνίδι, αλλά μια πράξη τιμής προς όλα όσα κρύφτηκαν πίσω από βελούδινες κουρτίνες, μέσα σε πολυτελή σαλέ και στη σκιά του πένθους και της κοινωνικής υποκρισίας. Ο μικρός Ομέρο μεγαλώνει με δώρα από τον “νονό” του και με μια σιωπή να τον πνίγει.
Ο μύθος του Ωνάση και της Κάλλας ανασυντίθεται όχι μέσα από τους κοσμικούς τίτλους και τις φωτογραφίες, αλλά μέσα από τη ματιά του παιδιού που ποτέ δεν πήρε το όνομά τους, αλλά κουβαλά το DNA τους σαν κατάρα και προνόμιο μαζί.
Η γραφή του Μαρκογιαννάκη σ’ αυτό το βιβλίο δεν θυμίζει τίποτε από το παρελθόν του. Εδώ, εγκαταλείπει τη ρητορική του εγκλήματος και πιάνει το νήμα της εξομολόγησης, με μια γλώσσα λυρική, πικρή, εξομολογητική. Ο αφηγητής δεν είναι ντετέκτιβ αλλά ένας άντρας που αναζητά το πρόσωπό του στον καθρέφτη της Ιστορίας, στον καθρέφτη της μητρικής φωνής που τον τραγούδησε και τον αρνήθηκε, στην ηχώ ενός ονόματος που δεν του δόθηκε ποτέ.
Το ΟΜΕΡΟ είναι μια τραγωδία — όχι αρχαιοπρεπής, μα απόλυτα ελληνική. Γιατί εδώ έχουμε μοίρα, πεπρωμένο, ενοχή, πίστη, και τη βουβή διαθήκη του πάθους. Ο ήρωας είναι ταυτόχρονα πρίγκιπας και νόθος, ευλογημένος και καταραμένος, παιδί του έρωτα και θύμα της εξουσίας.
Και μέσα σ’ αυτή την τραγική ειρωνεία, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης κάνει κάτι που λίγοι Έλληνες συγγραφείς μπορούν. Τι κάνει; Αποδομεί τον θρύλο χωρίς να τον προσβάλει. Αντιμετωπίζει τους ήρωές του, Ωνάση, Κάλλας, Ελλάδα, εξορία, μητρότητα– όχι ως μνημεία, αλλά ως ανθρώπους που πόνεσαν, αγάπησαν, σιώπησαν και έσβησαν αφήνοντας πίσω τους φαντάσματα.
Είναι ένα βιβλίο που δεν μοιάζει με κανένα από τα προηγούμενα του συγγραφέα.
Και είναι η απόδειξη ότι ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης μπορεί να γράψει τα πάντα γιατί γράφει με καρδιά. Και η καρδιά, όταν πονά, γεννά αληθινή λογοτεχνία.