/Βιβλιοκριτική: Εξομολογήσεις ενός θεού και ενός διαβόλου (Δημήτρης Ξενογιαννάκης)
Xeniggianakis

Βιβλιοκριτική: Εξομολογήσεις ενός θεού και ενός διαβόλου (Δημήτρης Ξενογιαννάκης)

«Εξομολογήσεις ενός θεού και ενός διαβόλου»: Ποίηση μεταμφιεσμένη σε πεζογραφία, δια χειρός Δημήτρη Ξενογιαννάκη

Γράφει ο Στράτος Κακκαδέλης

Οι «Εξομολογήσεις ενός θεού και ενός διαβόλου» είναι ουσιαστικά η αυτοτελής συνέχεια της συλλογής διηγημάτων «Το ηλίθιο τίποτα»-και οι δύο συλλογές του Δημήτρη Ξενογιαννάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καθρέφτης. Το πλαίσιο αναφοράς, που είναι ο σύγχρονος κόσμος μας, καθώς και τα θέματα που θα αναφέρουμε αμέσως μετά, παρουσιάζονται εδώ με πιο σκοτεινές αποχρώσεις ακολουθώντας την τελευταία θεματική ενότητα του προηγούμενου βιβλίου με τίτλο Μια νύχτα μες στο τίποτα.

Τα θέματα λοιπόν είναι κατά βάση, πρώτον, η μόνωση του ατόμου μέσα στην κοινωνία. Πιστεύω πως αυτό είναι αρκετά σαφές χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις.

Δεύτερον, ένας κόσμος που τελειώνει αλλά αρνείται να το αποδεχθεί αφήνοντας το άτομο μόνο και αβοήθητο απέναντι στο χάος. Αν κάποιος θέλει κάπως να εντρυφήσει σε αυτό το σημείο, πριν να διαβάσει τις ιστορίες, μπορεί να αφιερώσει τρία λεπτά για να παρακολουθήσει στο You Tube «Τα συμπτώματα της παρακμής και της κρίσης», μια συμπύκνωση από την ομιλία του Δημήτρη Λιαντίνη στο Ηρώδειο προς τους φοιτητές του της Παντείου. Ή, αν έχει λίγο περισσότερο χρόνο, μπορεί να αφιερώσει μία ώρα και δέκα λεπτά για να παρακολουθήσει όλη τη διάλεξη στο You Tube με τίτλο «Ο Λιαντίνης στο Ηρώδειο» (θα το σύστηνα ανεπιφύλακτα).

Τρίτον, η βίαιη μετάβαση από έναν κόσμο σχετικής σταθερότητας και σταθερών σημείων σε έναν ρευστό και μη αποσαφηνισμένο ακόμα κόσμο. Οδεύουμε με παρωχημένες ιδέες προς έναν θαυμαστό νέο κόσμο α λα Χάξλεϊ. Η θέληση για το τίποτα, ένα ασκητικό ιδανικό που για αιώνες βοηθούσε να κρατηθεί μια ασφαλής απόσταση από το χάος, τώρα οδηγεί σε βίαιες εκτονώσεις: αυτοκτονία, φόνος, σφαγή, εκδίκηση και αντεκδίκηση.

Ένας θεός και ένας διάβολος λοιπόν συνομιλούν, ενίοτε με μακάβριο χιούμορ, εξομολογούμενοι τα πάθη και τα παθήματα των ανθρώπων, στα οποία ετούτοι οι δύο παρίστανται μάρτυρες. Θα έλεγες πως μέσα από αυτές τις εξομολογήσεις αντηχεί ο Ρεμπώ «μιας εποχής στην κόλαση».

Ο συμβολισμός του Ρεμπώ έχει και εδώ τη θέση του:

«Όλα γιορτή. Κι η ζωή μου, γλέντι δίχως τελειωμό. Αν καλά τη θυμάμαι. Οι καρδιές ορθάνοιχτες. Και κρασιά ξεχειλίζαν παντού. Δείλι: Στα γόνατα μου κάθισα την ομορφιά. Ήτανε αβάσταχτη. Και την έφτυσα στα μούτρα! Αρματώθηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Κι από εσάς ελέη μάγισσες, διχόνοιες οικτιρμοί, που ‘δωσα να φυλάξετε τον θησαυρό μου δραπετεύω. Έφτιαξα την ψυχή μου πόρτα κι από τα μέσα της φυγάδεψα κάθε ελπίδα ανθρωπινή. Και χίμηξα με τη σιγή που κρύβουν τα θεριά πριν απ’ το θύμα στο σβέρκο του χαρμόσυνου. Κάλεσα δήμιους. Τη γκιλοτίνα , ζήτησα να με άφηναν να γλύψω. Τη λάμα γλύφοντας, βαθιά να ένιωθα το τέλος.» (σε μετάφραση Χρίστου Κρεμνιώτη). Και ας μην ξεχνάμε και τις απαρχές με «Τα άνθη του κακού» του Μπωντλαίρ.

Η ποίηση εδώ απελευθερώνεται από την ομοιοκαταληξία, τις στροφές, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Κάτι επείγον κάνει τον ποιητή να θέλει να μιλήσει σε στακάτο. Ας το δούμε όμως αυτό το επείγον με ένα όχι τόσο μακρινό μας παράδειγμα, τον Μακρυγιάννη.

Ο Μακρυγιάννης, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, έπειτα από κάποια δυσάρεστη έκβαση έβρισκε στην ύπαιθρο τους συντρόφους του με πτοημένο ηθικό και άρχιζε να τους τραγουδά κάποιο κλέφτικο για να τους εμψυχώσει. Τι κάνει όμως αμέσως μετά την απελευθέρωση; Συλλογίζεται τις άστοχες κινήσεις και τις συμφορές των συντρόφων, μαθαίνει λίγα κολλυβογράμματα για να μας δώσει σε πεζό λόγο μιαν εικόνα πολυσύνθετη, ένα «φρέσκο», που θα όφειλε να μας θέσει σ’ επιφυλακή, ανάμεσα στα άλλα και σχετικά με εκείνους που επιβλήθηκαν μετά την επανάσταση.

Τα χειρόγραφά του βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ στο εξοχικό του, προκειμένου να μην τα βρουν και τα καταστρέψουν εκείνοι που εκτίθονταν από τα γραφόμενά του.

Τέτοιες φωνές, σαν του Μακρυγιάννη, εκπέμπει ο ποιητής καθώς δύο αιώνες μετά, η αδικοπραξία και το χάος δεν είναι τόσο πολύ διαφορετικά. Αρκεί να θυμηθούμε τον Καραϊβάζ ή τη δημοσιογράφο από τη Μάλτα Δάφνη Καρουάνα Γκαλιζία.

Ο λόγος του Δημήτρη Ξενογιαννάκη ,παρ’ ότι πεζός, προέρχεται από ποιητικά βάθη, γι’ αυτό είναι τόσο πυκνός και απαιτητικός. Ή αλλιώς, όπως θα έλεγε πιθανώς ο εκλιπών φίλος μας Ανδρέας Ιούδας Μαριανός, εδώ πρόκειται για μια αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από δυστυχείς δρόμους.