/Τι είναι Θεός; Τι μη Θεός; Και τι το ανάμεσό τους;
13

Τι είναι Θεός; Τι μη Θεός; Και τι το ανάμεσό τους;

Γράφει ο Τάσος Γεράρδης συγγραφέας

Ο Σαββόπουλος υπήρξε ένας «Έλληνας» που αποδείχτηκε τμήμα μιας άπειρης σειράς από αυτούς που βγάζει κατά καιρούς η ράτσα μας. Ήταν μια εθνική και υποσυνείδητη κοινή συνισταμένη που δεν χρειάστηκε ποτέ να την εφεύρουμε γιατί υπάρχει ανέκαθεν ανάμεσα μας.

Ξεκίνησε τραγουδώντας αριστερά τραγούδια ώσπου πενηντάρης αποφάσισε, χωρίς κανείς να τον ζορίσει, να κάνει δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης του Αριστερού χώρου και να δηλώσει πιστός και έντιμος Δεξιός. Αλλά ποιος να νοιαστεί για όλα αυτά όταν πολύ αργότερα θα μελετά τα συμβάντα; Ποιος ενδιαφέρεται για τις πολιτικές απόψεις του Μότσαρτ ή του Μπετόβεν;

Απλά και απρόσμενα, κάπου γύρω στο 1960, εμφανίστηκε ο τρίτος δρόμος του ελληνικού έντεχνου τραγουδιού. Ένας δρόμος που μπήκε σφήνα στο δίπολο του Μάνου και του Μίκη. Ένας δρόμος απαραίτητος, σχεδόν αναπόφευκτος, σαν να υπαγορεύτηκε από κάποιον συμπαντικό νόμο ισορροπίας.

Και αμέτοχος να ήσουν, όταν άκουγες τα τραγούδια του σε κυρίευε μια περίεργή αίσθηση και σου μάτωνε μια πληγή, κάτι σαν στέρηση να υπήρχε εντός σου αλλά δεν μπορούσες ακριβώς να προσδιορίσεις. Θα τα τραγουδούσες χωρίς να τα καταλαβαίνεις, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, σ’ ένα μισοφωτισμένο δωμάτιο αγκαλιά με τον ή την σύντροφό σου, σε κάποια ταβέρνα, σ’ ένα φοιτητικό ξενύχτι ή σε μια διαδήλωση. Θα τα επαναλάμβανες φτιάχνοντας στο νου σου τις δικές σου εφηβικές μπερδεμένες παραστάσεις. Κάποιοι από τους στίχους του θα είχαν αγγίξει μια χορδή μέσα σου, κάτι που δεν μπορούσες να το εξωτερικεύσεις, και θα εξέφραζαν μια μυστική εσωτερική σου συνθήκη. Ίσως να πάλευες να τους προσαρμόσεις στη δική σου ασαφή νεανική ιδεολογία, να τους ερμηνεύσεις μέσα από το δικό σου βίωμα, όμως ήξερες ότι εντός σου τα λόγια του Νιόνιου «έγραφαν» πολύ.

Όταν εμφανίστηκε ο Νιόνιος, η Ελλάδα ήταν πολιτικά και μουσικά βαθιά διχασμένη:

– Μια Δεξιά νικήτρια του εμφυλίου και τιμωρός, με εκτοπίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, Μακρόνησο και μια κουλτούρα που ζητούσε ντε και καλά χαμόγελα και ευτυχία.

– Και μια Αριστερά που, σαν τη Λερναία Ύδρα, πάλευε κι όσα κεφάλια κι αν της έκοβες, φύτρωναν άλλα δύο. Με διαδηλώσεις για το 114, για το Κυπριακό, για τον Λαμπράκη, για τα δικαιώματα των φτωχών…

Το μουσικό σύμπαν, ήταν κι αυτό διπολικό:

– Ο Μάνος, με την συνολική του παιδεία και τη μελωδική του αυστηρότητα, έδινε στην Ελλάδα την όψη της πολιτισμένης ευφορίας. Τραγούδια και μουσικά έργα για να σταθεί ο λαός στα πόδια του αλλά και για να καλλιεργηθεί. Να χαμογελάσει, να ονειρευτεί μέσα στο κινηματογραφικό της είδωλο. Σαχλός και άνευρος ο κινηματογράφος εκείνης της εποχής, αλλά απαραίτητος για την αποφόρτιση και τη ρότα στις νέες θάλασσες. Και ο Μάνος, μαζί με την ρηξικέλευθη παρέμβασή του στο ρεμπέτικο και τις μεταξένιες ενορχηστρώσεις του, έγραφε και το νιάου, νιάου βρε γατούλα.

– Ο Μίκης, πίσω από τον πελώριο ίσκιο της Αριστεράς, ένας ογκόλιθος, ένας επαναστάτης σε διαρκή επανάσταση, έδινε ρυθμό στις καρδιές και στους δρόμους και έναν υπερανθρώπινο παλμό. Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς.

– Κι ανάμεσά τους μπήκε, ο Νιόνιος.

Ποιητής με θεϊκό χάρισμα. Σχεδόν προφητικός, εξέφραζε οραματικά και σκοτεινά την ψυχή μιας νεολαίας που έψαχνε ταυτότητα και διέξοδο. Μιας νεολαίας που ήθελε διασκεδάζοντας να γνωρίσει τον έρωτα και την επανάσταση. Με ήχους που συνδέονταν με τα ρεύματα της ξεσηκωμένης νεολαίας του Δυτικού κόσμου, συσπείρωσε, χωρίς κομματική πρόθεση, αντιπροσώπευσε και κράτησε σε διαρκή εγρήγορση όλους τους μακρυμάλληδες, κι όλες τις ελληνίδες χίπισσες, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Η επίδρασή του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν νομίζω πως σχολιάστηκε ποτέ. Ή στην ερωτική απελευθέρωση των κοριτσιών.

Ο Νιόνιος, υπήρξε μια απαραίτητη τρίτη φωνή. Μια αυτάρκης, ευδιάκριτη παρουσία, όπως ο Δημόκριτος στάθηκε τρίτος πόλος στοχασμού ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ίσως ακούγεται βαρύγδουπο, μα σκεφτείτε: Θα υπήρχε άραγε μουσικό σύμπαν στην Ελλάδα χωρίς τον Σαββόπουλο; Μουσικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, ερωτικά, επαναστατικά, γοητευτικά; Θα ήταν σαν να έχουμε το τρίποδο της Πυθίας χωρίς το ένα του πόδι.

Όταν ο Μπομπ Ντίλαν βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Διονύσης Σαββόπουλος είπε:
«Από τον Όμηρο ακόμη, η ανθρωπότητα χρωστούσε ένα βραβείο στους τραγουδοποιούς». Ή κάτι τέτοιο. Και δεν είχε άδικο.

Γιατί πριν γραφτεί ο λόγος, τραγουδήθηκε. Πριν αποκτήσει μορφή το ποίημα, είχε ήδη ειπωθεί με τη συνοδεία μιας κιθάρας ή μιας λύρας, σ’ έναν κόσμο όπου ο ήχος προηγούνταν της σκέψης.

Ο άνθρωπος τραγουδούσε τα προβλήματα και τα συμβάντα της απλής ή της σύνθετης ζωής του για να υπάρξει, να χαρεί, να θρηνήσει, να νοσταλγήσει, να ερωτευτεί, να μεταμορφωθεί σε ήρωα. Ο πρώτος πολιτισμός της ανθρωπότητας δεν ήταν της γραφής, αλλά ακουστικός, προφορικός. Και τα υλικά του ήταν απλά: μια φωνή για μέσο, ένα καύκαλο με τεντωμένα άντερα, ένα καλάμι με τρύπες, ένα κομμάτι δέρμα τανυσμένο σ’ ένα ξύλινο υπόβαθρο για τον ρυθμό, κι ο ποιητικός λόγος για τη μνήμη.

Μέσα σ’ αυτό το ποτάμι του ήχου γεννήθηκε η πιο αρχέγονη φιγούρα λόγου και μουσικής: ο ραψωδός, εκείνος που μετουσιώνει τον λόγο σε μουσική, την αφήγηση σε συγκίνηση, τη μνήμη σε παρόν. Ο Όμηρος είναι η πρώτη μεγάλη φιγούρα, το αρχέτυπο όλων όσων ακολούθησαν. Δεν κρατάει γραπτό κείμενο αλλά μια κιθάρα. Κι από τη φωνή του οι ήρωες ξαναζούν, τα πάθη αποκτούν ρυθμό, η μοίρα γίνεται τραγούδι, οι Θεοί έρχονται δίπλα σου.

Δεν ξέρω αν είναι διαβολική σύμπτωση ή κάτι άλλο, πιο βαθύ και αρχέγονο, μα κι ο Νιόνιος, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή της Αθήνας, έδειχνε σαν λιτή αρχαϊκή φιγούρα: νεότατος, με τα μαλλιά του μακριά, μόνος, με μια κιθάρα, πυκνό ποιητικό λόγο, και μελωδίες λιτές αλλά εμπνευσμένες. Σαν να είχε μέσα του το αρχέγονο άγγιγμα ενός μάγου αοιδού.

Ραψωδοί, τροβαδούροι του Μεσαίωνα, σκάλδοι του Βορρά, γκριό της Αφρικής, ήταν τα ζωντανά αρχεία των ανθρώπινων φυλών, φορείς της ιστορίας και της γνώσης. Κι ύστερα ήρθαν με τα μπουζούκια τους οι ρεμπέτες, ξενιτεμένοι, απόκληροι και ποιητές μαζί, που έπλαθαν τραγούδια για τον πόνο, τον έρωτα, τη φτώχεια, μα και για τη πάγια αντίσταση του ανθρώπου απέναντι στην εξουσία. Και στην άλλη άκρη του κόσμου, οι μπλουζίστες του Δέλτα τραγουδούσαν τη δική τους καθημερινότητα και μάτωναν. Τραγουδούσαν και προσεύχονταν απεγνωσμένα στον Lord.

Κι όλοι μαζί, από τον Όμηρο ως τον Ντίλαν, από τον Λούτσιο Ντάλα ως τον Διονύση Σαββόπουλο, συνθέτουν την αδιάκοπη αλυσίδα ενός ίδιου πολιτισμού, του προφορικού, του τραγουδισμένου, του πολιτισμού που διατηρεί τον απόηχο μιας εποχής χαμένης στη λήθη.
Η λογοτεχνία της μουσικής βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα τους, ενώνεται με τη μουσική κι εκεί, αθόρυβα, επιστρέφει.

Απέναντι στην κουλτούρα των γλυκανάλατων δυτικότροπων μελωδιών προπολεμικά κι αμέσως μετά την Κατοχή, είχε σταθεί το ρεμπέτικο σαν ένα περιθωριακό ρεύμα, ώσπου το 1949 ο Χατζιδάκις το νομιμοποιεί, και μας δείχνει την άλλη πλευρά του. Χατζιδάκις και Θεοδωράκης μετά την Κατοχή ξεδιπλώνουν τις μουσικές τους αρετές χαράζουν δυο δρόμους ξεχωριστούς για τη μουσική πραγματικότητα των Ελλήνων. Κι από το πουθενά εμφανίζεται ένας μακρυμάλλης, διοπτροφόρος νεαρός από τη Σαλονίκη που χαράσσει το δικό του μονοπάτι. Κι αυτό σύντομα γίνεται πλατειά λεωφόρος.

Από το Φορτηγό η ελληνική μουσική πραγματικότητα έχει τρεις ξεχωριστές εκδοχές. Όλοι οι μουσικοί που ακολούθησαν κατόπιν εμπεριέχονται στις τρεις αυτές ενότητες. Ή θα είναι Θεοδωρακικής σχολής, ή Χατζικακιδικής ή Σαββοπουλοπουλικής.

Ο Σαββόπουλος έγραφε ποίηση όχι με κανόνες και πειθαρχώντας σε έναν συγκεκριμένο ποιητικό ρεύμα. Έγραφε ποίηση σαν μια Σίβυλλα της εποχής του. Συχνά έδινε χρησμούς διφορούμενους, σκοτεινούς που όμως στο πέρασμα του χρόνου επιβεβαιώνονταν. Με μια εικόνα, με ένα δίστιχο έπιανε την εποχή του και προφήτευε το μέλλον. «Πέντε αιώνες δύσης, εθνικής θα ζήσεις, από εδώ κι εμπρός».

Για τρεις δεκαετίες υπήρξε ο Μάγος μιας παιζόμενης τραγωδίας που κανένας τραγικός συγγραφέας δεν έγραψε, μα γραφόταν κάθε μέρα πάνω στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν ο Μέγας Τράγος που ράντιζε με αίμα τη σκηνή στο Κύτταρο, ένας μυστηριακός Τελετάρχης μιας φανερής αίρεσης, ένας Λειτουργός σε ιδιότυπο μυστήριο, ανάμεσα στο ροκ και στο διονυσιασμό. Ήταν ο ίδιος φανερός αλλά και κρυπτόμενος Διόνυσος.

Και ήταν εκείνα τα χρόνια, για όσους τα ζήσαμε, μεθυστικά, διονυσιακά χρόνια. Μια αόρατη δύναμη μας ξεσήκωνε και τρέχαμε ξωπίσω του. Και σήμερα όταν ακούμε Σαββόπουλο είναι σαν ιεροτελεστία. Θέλουμε γύρω μας σιωπή για να ακούσουμε ξανά τη βραχνή του φωνή να μας λέει τους στίχους που ακουμπάνε στο μυαλό και στα σπλάχνα μας. Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο προσωπικός Θεός του καθενός νέου και καθεμιάς νέας. Δεν μας ενόχλησε που δεν καταλαβαίναμε και ίσως ακόμη δεν καταλαβαίνουμε εκατό τοις εκατό αυτά που λέει. Αυτή η σκοτεινιά στα λόγια αυξάνει το μυστήριο που ατομικά ο καθένας έπλασε για το πρόσωπό του.

Ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης επιδίωκαν να ηγεμονεύσουν τα ρεύματα. Ο Σαββόπουλος ποτέ. Το έβλεπες στο βλέμμα του, όταν έριχνε τις ματιές του στα πλήθη· ένιωθες πως ήθελε να κατέβει κάτω στην πλατεία, να ενσωματωθεί στην παρέα σου, να γίνει όχι μόνο φορέας ευφορίας αλλά και δέκτης της. Δεν είχε συγκεκριμένη ιδεολογία να υπερασπιστεί παρά ένστικτο και πλάθονταν όπως κι ο ίδιος μέσα από όσα έγραφε, τραγουδούσε και βίωνε.

Κι είναι κρίμα που ο βαθύς έρωτας πολλών θαυμαστών του, τριάντα χρόνια μετά, μετατράπηκε σε μίσος και απαξίωση. Μα είναι σύμφυτο των ερωτευμένων να προκαλούν ασφυξία σε ό,τι αγαπούν, σαν τις αρκούδες που σφίγγουν τα μικρά τους για να τα ζεστάνουν, κι άθελά τους τα πνίγουν. Οι ερωτευμένοι, άντρες ή γυναίκες, ό,τι αγαπάνε το θέλουν δεμένο στην αυλή τους, όπως τα σκυλιά τους. Αλλά είναι και σύμφυτο των μεγάλων καλλιτεχνών να μην νερώνουν το κρασί τους. Να έρχονται σε σύγκρουση με τα πάντα.

Γιατί, εντωμεταξύ, είχε προκύψει το ΠΑΣΟΚ ως Αριστερή εκδοχή διακυβέρνησης και ήθους. Σύντομα όμως ήρθε η απογοήτευση: οικονομικά και ροζ σκάνδαλα, η Αυριανή, το πολιτικό χάος, η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, κι ένας αισθητικός κατήφορος που αρρώσταινε την κοινωνία. Ο ποιητικός στίχος που πάνω του ακουμπούσε το τραγούδι έγινε ευρηματική και συχνά πρόστυχη ρίμα. Η αθωότητα όσων πίστεψαν στο όραμα του σοσιαλισμού μετατράπηκε σε θυμό και θλίψη.

Ο Σαββόπουλος έρχεται σε έντιμη ρήξη με τον προηγούμενο εαυτό του που πλέον έχει αφήσει βιολογικά πίσω τη νεότητά του. Αυτογνωσία, απολογισμός, αλλαγή στάσης. Το Κούρεμα προκύπτει ετεροχρονισμένα σαν μια Μακρονησιώτικη δήλωση μετανοίας. Απέναντι στους ανέμελους τσιφτετέλληνες, ο Σαββόπουλος παρατάσσει τους Εκδρομείς του ’60. Μια γενιά που, όσο κι αν απέτυχε να υλοποιήσει τα οράματά της όσο κι αν ήταν εκείνη που «εμφύσησε το νέφος που εντός του επωάστηκαν όλοι αυτοί» κατάφερε εν τέλει να μείνει αμόλυντη απ’ το καθεστώς και να συνεχίσει να ονειρεύεται «τη γη του θησαυρού, τους τίτλους του ουρανού, το αίμα του Θεού».

Κι ύστερα, οικογένεια και πάνω απ’ όλα τα παιδιά του που πάνε στο στρατό, ενώ εκείνος είχε πάρει τρελοχάρτι. Μια πλήρης ανθρώπινη και ιδεολογική μεταστροφή. Μια μεταστροφή που φάνηκε στις όλο και περισσότερες αναφορές του στη θρησκεία και στο Θεό, τον οποίο φαίνεται πως ξαναανακάλυψε σαν κάτι εσωτερικά δικό του, όχι επιβεβλημένο από σκοπιμότητες.
Ο «Νιόνιος μας» μετατρέπεται εθελούσια σε «Κύριος Σαββόπουλος.»

Και όσο τα χρόνια περνούν, όσο η Αριστερά ξεφτίζει και καταρρέει στην Ελλάδα και διεθνώς, κατασταλάζει σε ήπιες και συντηρητικές δεξιές απόψεις. Κι αναζητώντας μια σανίδα για να πιαστεί μέσα σ’ αυτά τα τρικυμιώδη συμβάντα, οραματίζεται τη σωτηρία του Ελληνισμού να έρχεται από τους εκτός Ελλάδος Έλληνες.

Θα μπορούσα να γράφω πολλά ακόμη. Για την ψυχολογία της μάζας, για αρχηγούς και για ιστορικά ανεμοστροβιλίσματα που όλοι μας ζήσαμε και όλους μάς διαμόρφωσαν. Απλά τελειώνοντας να σημειώσω πως, στην περίπτωση του Νιόνιου, επιβεβαιώνεται, σχεδόν οντολογικά, εκείνο το Ηρακλείτειο: Πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει. Ο Νιόνιος είναι η «ζώσα» ενσάρκωση αυτού του ρητού· ο καλλιτέχνης αλλάζει μορφή για να παραμείνει γνήσιος. Και με τον εαυτό του να νιώθει εντάξει. Να νιώθει αληθινός. Γιατί οι καλλιτέχνες γνωρίζουν πως στο ίδιο ποτάμι δεν μπαίνεις δυο φορές.

Κι αν αναρωτιέστε πού στέκομαι εγώ μέσα σε όλα αυτά, σας λέω πως όσο κι αν ακόμη μου σκίζουν τα σωθικά τραγούδια όπως η Παράγκα, η Πλατεία, η Δημοσθένους λέξη, ή η Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, είμαι ήδη αρκετά μεγάλος και δεν έχω πια τη δύναμη να κατέβω στις πλατείες και στους δρόμους. Σίγουρα όμως θα το κάνουν αυτό τα εγγόνια μου, όταν κάποτε αφήσουν τα μαλλιά τους να μεγαλώσουν, νιώσουν στα στήθια τους την επανάσταση της νιότης και σε κάποια φοιτητική παρέα ακούσουν τους στίχους και τη μουσική του Νιόνιου.

Αλλά ας κρατήσουν οι χοροί, έστω κι αν αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει, Κεμάλ.
Κι ας παραφράσω τον Τραγικό Ποιητή που αναρωτήθηκε στις Βάκχες:
Τι είναι Αριστερά; Τι Δεξιά; Και τι το ανάμεσό τους;

Αλλά όπως είπε κι ο Μάρκος Αυρήλιος στα Εις Εαυτόν:
«Όποιος είδε τα τωρινά, τα είδε όλα. Κι αυτά που γίνονταν ανέκαθεν και όσα θα γίνουν στο άπειρο μέλλον. Γιατί όλα είναι ίδια κι όμοια.»