Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης *
Πολλάκις, είτε απο τύχη, είτε απο προσωπικές ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν ασχολούμεθα επαρκώς με κάποιον συγγραφέα μόνον και μόνον διότι δεν μοιάζει να μας αφορά όσο εγνωσμένης αξίας και να είναι αυτή ή αυτός. Εν προκειμένω ο υποφαινόμενος ουδέποτε ησχολήθει ως τα τώρα. με το έργο και την γραφή της πασίγνωστης Πηνελόπης Δέλτα οχι απλώς διότι δεν έτυχε, αλλά διότι λόγω των απόψεων του ιδεολογικών και άλλων περί του Βενιζελισμού, απέφευγε σχεδόν επίτηδες να διαβάσει οιοδήποτε κείμενο έστω και λογοτεχνικό, ανθρώπων οι οποίοι εξέφρασαν την πλήρη υποστήριξη των κατά την διάρκεια του βίου των, στον ιστορικό αναντιρρήτως αυτόν ηγέτη.
Πόσες φορές άλλως τε, όπου οι προσωπικές μας αγκυλώσεις και τα στερεότυπα τα διαμορφούμενα απο του βίου και εν προκειμένω εκ των διαβασμάτων μας, δεν μας εμποδίζουν να σκύψουμε ενίοτε και ευλαβικά, επάνω στο έργο κάποιας ή κάποιου, δεν είναι μήτε ή πρώτη μα βεβαίως και ούτε η τελευταία φορά.
Τέλος πάντων εφόσον δεν επήγε ως τα τώρα ο Μωάμεθ εις το βουνό κατά την γνωστή δημώδη μας παροιμία, ήλθε το βουνό εις τον Μωάμεθ και απο ένα παιχνίδισμα της μοίρας έπεσε εις τους πόδας (κυριολεκτικώς) του υποφαινομένου το ιστορικό (κακώς χαρακτηρισθέν ως “παιδικό” κατά την άποψιν μου) μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα, το πρώτο της, το συνταχθέν εις τα 1909, ημερομηνία σημαντικότατη για την πολιτική ιστορία του τόπου το οποίον και τιτλοφορείται «Για την Πατρίδα».
Επρόκειτο περί μιάς “τυχαίας” φιλολογικής συναντήσεως βεβαίως, μιάς και το βιβλίον τούτο ευρέθει πραγματικά εις κάποιον έρημο δρόμο παρακειμένως ενός κάδου των απορριμάτων και εις άριστην κατάστασιν εώς να μπορεί να την χαρακτηρίσει κάποιος ως αδιάβαστο αντίτυπο, σε μιά πικρή σημειολογία θαρρείς η οποία ενδεχομένως να σημαίνει πολλά οχι περί των ιδεών του έργου φυσικά, αλλά περί της στάσεως μας όσον αφορά τα ζητήματα τα μεγαλύτερα απο του μικρότατου μας ΕΓΩ, που στις σημερινές σύγχρονες κοινωνίες της υπερπληροφορίας και της άκρας εξειδικεύσεως αλλά με το πνεύμα σταθερώς ατροφικό, να γιγανώνεται αντιστρόφως ανάλογα της πραγματικής του αξίας.
Ναι, διαβιούμε σε εποχές όπου το ΕΓΩ κατατρώγει το ΕΜΕΙΣ..
Ναι περνούμε τον καιρό μας επάνω σε ετούτα τα χώματα σκεπτόμενοι την μικρότητα μας καθώς και όσων αγαπούμε και μας αγαπούν εξίσου μικρών ως μορίων κόνεως τα οποία ίπτανται προσκαίρως εις την ατμόσφαιραν του ολιγόχρονου ημών βίου και μετ ολίγον χάνονται δια παντώς, αλλά ποτέ δεν σπαταλούμε μιά στιγμή για τα μεγάλα, τα ωραία, τα ιδανικά τα οποία έχουμε τοποθετήσει με την αδράνεια, την αμορφωσιά, την παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης καθώς και όλων των άλλων μας “προσόντων” όπου μας κατατρώγουν, εις το χρονοντούλαπο της ιστορίας, θεωρώντας τα ως παλιές λησμονημένες καταστάσεις αι οποίαι δεν αφορούν πλέον κανέναν μέσα στον “σύγχρονο’ υπερτεχνολογικά δομημένο μας κόσμο και μικρόκοσμο.
Αξίες καιρών παλαιοτάτων τι κι αν αυτοί οι “παλιοί” καιροί αφορούν πρόσωπα, κοινωνίες και καταστάσεις που κοινωνιολογικώς ως φαινόμενα, απέχουν μερικές στιγμές απο εμάς στο σήμερα, μερικές δεκαετίες ίσως και λίγο περισσότερο απο έναν αιώνα.
Την σήμερον οι αξίες βιβλίων όπως το εν λόγω δεν φαίνεται να αφορούν ουδέναν και το πολύ πολύ να έχουν υφίστανται πλέον ως βορά πολιτικαντισμού και στείρου εθνικισμού ο οποίος όταν οι καιροί δυσκολεύουν σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αποτελούν το καταφύγιον του κάθε πολιτικού απατεώνα. Το νοιάξιμο για το σύνολο, η αφιέρωση του ατόμου και η θυσία του εάν χρειαστεί για το κοινό καλό, η μεγάλη ιδέα οχι η ατομική της περιαυτολογίας, αλλά η προσφορά και η συντριβή του κενότατου ΕΓΩ, είναι βέβαιον πως δεν αποτελούν οχι μόνον σημεία των φίλαυτων καιρών όπου διαβιούμε, αλλά και πως δρούν αντιθετικά, δεν καθίστανται ανεκτά, και δεν αγαπώνται σχεδόν εξ ουδενός πλέον. μα και κρίνονται ως ιδέες οι οποίες οφείλουν να εξορισθούν με τρόπον σκληρό και άτεγκτο απο τις ζωές του “σύγχρονου” ανθρώπου ως ιδέες όπου δεν αξίζουν τίποτε, δεν απηχούν τίποτε και δεν σημαίνουν τίποτε.
Η εποχή μας, μιά εποχή άρρωστου ατομισμού, δεν θεωρεί το άτομο μέρος της κοινωνίας και του συνόλου και δεν αναλύει το πως τούτο το τελευταίο δύναται να συνδράμει το γενικό καλό, αλλά εκφράζει την άρρωστη εξίσου ιδέα πως η κοινωνία οφείλει να υπηρετεί τους ενίοτε Μακιαβελικούς σκοπούς του ατόμου, την ανάδειξη του, την επικράτηση του απέναντι των υπολοίπων με κάθε τρόπο, αλλά και ανεβάζει τον φιλοτομαρισμό, την έλλειψη ενσυναίσθησης, επιβάλλει εξορισμό κάθε πίστης εις το ανώτερο ον ως ο Θεός μα και συνάμα προάγει τον εκπεσμό της ανθρωπίνου φύσεως εις τα τάρταρα και το σκότος και ορίζει όλα τούτα ταυτοχρονως, ως τα προσόντα της “επιτυχίας” των καιρών μας.
Και είναι ετούτο το αντιθετικόν δίπολο μιάς και τα δίπολα εκφράζουν πάντοτε μιάν σταθεράν αντίθεσιν, ανάμεσα σε τούτο το μνημειώδες κείμενο και τα άρρωστα ήθη της εποχής μας όπου επιτάσσει την ανάγνωση κειμένων ως αυτό του «Για την Πατρίδα».
Κι αν επιτέλους γυμνώσουμε το έργο αυτό της Π.Δ. απο το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό του πλαίσιο και αν ακόμη σβήσουμε τα ονόματα των χαρακτήρων ή και την πλοκή του την ίδια, τι άραγε απομένει ;
Απομένει ατόφια η ιδέα πως το άτομο δεν γεννιέται και απλώς συμπλέει με τους δίπλα, δεν νοιάζεται μοναχά για το σαρκίον του, δεν ζεί μόνον δια τον εαυτόν του τον μικρόν σε σημασία, αλλά δίνεται ολάκερο ψυχή και σώμα, θυσιάζεται στον ιερό βωμό μιάς συνολικής μεγάλης ιδέας, μιάς πατρίδας που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρξει δίχως αμφιβολία σαφώς και έπειτα απο το δικό μας διάβα απο αυτήν.
Και δεν είναι ποτέ δυνατόν συναισθανόμενοι αυτήν την μοναδική μας μικρότητα να νιώθουμε πως η Πατρίδα μας ανήκει έστω και προσκαίρως, αλλά οφείλει να εντυπωθεί στην ψυχήν ημών και όλων πως εμείς ανήκομε εις την Πατρίδαν. Κι αν αι αρχικαί προθέσεις της συγγραφέως ίσως και ενδεχομένως να ανήκουν εις την σχολήν της “διαπλάσεως των παίδων”, το μπόλιασμα των ψυχών των νέων της εποχής της με το ανώτερο, το ιδανικό, τούτο το μνημειώδες έργον οφείλει να επαναμελετηθεί κυρίως απο τους ενηλίκους των καιρών μας, καιρών ενός αδιάγνωστου προορισμού, ενός αγνώστου μέλλοντος το οποίον μέλλει να μας καταβροχθίσει εάν δεν οπλιστούμε με ισχυρές εσωτερικές ιδέες για τα πράγματα αλλά και με συστήματα έξωθεν ημών αξιακά που λησμονήσαμε ως η πίστις εις τον Θεόν, την Πατρίδαν, την Οικογένειαν και τους ιερούς δεσμούς όπου τούτα φέρουν.
Εν ολίγοις, τούτο το εξαιρετικώς ενδιαφέρον κείμενο απογυμνωμένο ως προανέφερα απο το ιστορικό του πλαίσιο, δεν απευθύνεται μόνον στις Ελληνικές ψυχές, αλλά θίγει θέματα διαχρονικά και διατοπικά, απηχεί τον ρυθμό της παγκόσμιας ψυχής και αφορά το σύνολο της ανθρωπότητος.
Υποδείξατε το στα παιδιά σας, δωρίσατε το, μελετήσατε το εσείς οι ίδιοι. Με την ελπίδαν πως οι νέες ψυχές μέλλουν να αποδειχθούν αξιότερες ημών, ικανότερες στο να συλλάβουν τις πραγματικές αξίες. Μάθετε στα παιδιά σας να αγαπούν οχι τον εαυτόν τους ή τον άμεσο περίγυρο τους και μόνον, αλλά το σύνολο, την αξία της ζωής και της θυσίας για μιάν ανώτερη ιδέα.
Κι όταν συμβεί τούτο, ας μείνετε σίγουροι πως εδώσατε εις τα παιδιά σας και τα παιδιά των παιδιών σας το πολυτιμότερον, ηθικόν δώρον μιάς και τα πλέον διαχρονικά δώρα δεν είναι άλλα απο τα καλά καμωμένα βιβλία. ΄Ένα βιβλίο όπου θα τους αλλάξει τον τρόπο σκέψης και κοσμοαντίληψης. Αρκετά τα λάθη ημών των γενεών όπου σήμερα ζούμε σε τούτα τα χώματα και μετ ολίγον μέλλει να μας σκεπάσει η νύκτα του θανάτου ως ετόνισε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εις τον μνημειώδη επίσης λόγο του εις την Πνύκα προς την τότε Ελληνική νεολαία. Ας πασχίσουμε να διορθώσουμε ορισμένα.
Σήμερα οι καιροί μας επιβάλλουν το να μελετηθούν, όσο ποτέ άλλοτε έργα ως το «Για την Πατρίδα» της Πηνελόπης Δέλτα. Σήμερα που η φλόγα της Πατρίδος τρεμοσβήνει επικίνδυνα.
*Μουσικοσυνθέτης, Του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, Δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας