Η συγγραφέας Μαρία Δριμή συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή τα νέα της βιβλία και, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρεται στους ήρωες της και σχολιάζει την πορεία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
- Δύο θεατρικά έργα, το «Continuum» από τις Εκδόσεις Βακχικόν και το «Garamond 12» από την Κάπα Εκδοτική, και η νουβέλα “Ρωγμή στον τοίχο” από τις εκδόσεις Ιωλκός, μέσα στην τελευταία διετία. Με πόση ευκολία κινείται ένας συγγραφέας ανάμεσα σε διαφορετικά είδη;
Για μένα η πεζογραφία και το θέατρο είναι συμπληρωματικά είδη, το ένα μπολιάζει το άλλο στα κείμενά μου. Η νουβέλα μου «Ρωγμή στον τοίχο» έχει εμφανείς αναφορές στο θέατρο, μάλιστα αρκετοί αναγνώστες είπαν ότι έχει θεατρικότητα και ότι εύκολα θα διασκευαζόταν για το θέατρο. Σίγουρα διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο γράφεται ένα πεζογράφημα και ένα θεατρικό έργο, όμως και στα δύο το βασικό για μένα είναι η σύλληψη και διαμόρφωση των χαρακτήρων. Αποκεί και πέρα, στο θέατρο με καθοδηγούν οι διάλογοι των ηρώων, ενώ στην πεζογραφία περισσότερο οι σκέψεις τους.
- Δύο ζευγάρια πρωταγωνιστούν στο “Continuum”. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Στο «Continuum» υπάρχει μια δόση από θέατρο του παραλόγου, γι’ αυτό το έργο δεν πρέπει να ιδωθεί από αυστηρά ρεαλιστική σκοπιά. Τα πρόσωπα που αποτελούν τα δύο ζευγάρια, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Οδυσσέας με τη γλύπτρια Ιόλη στο ένα και ο οδοντίατρος Γιώργος με τη δημοσιογράφο Ευρυδίκη στο άλλο, περνούν μια φάση εσωτερικής αναζήτησης, αναθεωρούν τις σχέσεις τους, αμφισβητούν τον ίδιο τους τον εαυτό. Θα αναρωτηθεί κανείς, με τόσα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα, τι ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομφαλοσκόπηση δύο ζευγαριών της αστικής τάξης; Χρησιμοποίησα σχηματικά τα δύο ζευγάρια του «Continuum» προσπαθώντας να σκιαγραφήσω το αναλώσιμο και πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Ότι όλες οι σχέσεις, ακόμα και οι πιο «θυελλώδεις», «ανεπανάληπτες» και «παντοτινές», έχουν ημερομηνία λήξης. Επίσης, έχουν υπάρξει στο παρελθόν και θα υπάρξουν ξανά στο μέλλον σε μια αέναη επανάληψη, ένα continuum λεχθέντων και γεγονότων. Οι άνθρωποι πάντα θα νομίζουν ότι αγαπούν μοναδικά και για πάντα. Όμως το «για πάντα» δεν υπάρχει. Ο ανθρώπινος νους έχει ανάγκη από την ουτοπία αυτής της μικρής αιωνιότητας για να συνεχίσει να ονειρεύεται.
- «Garamond 12»: τι πραγματεύεται ένα θεατρικό έργο που έχει τίτλο μια γραμματοσειρά;
Σε αυτή τη γραμματοσειρά γράφει εμμονικά ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο αγοραφοβικός συγγραφέας Μαρκ Χάντερ, ο οποίος για περίπου τριάντα χρόνια έχει ζήσει κλεισμένος στο σπίτι του στο Λονδίνο μαζί με τη μητέρα του, τη δυναμική και εξωστρεφή Μπεθ. Καθώς η φήμη του μεγαλώνει, χρειάζεται να έχει συναντήσεις, να δίνει συνεντεύξεις και να παρευρίσκεται σε βραβεύσεις. Με προτροπή της Μπεθ, αναζητά μέσω αγγελίας έναν άνδρα για να τον υποδύεται στον έξω κόσμο. Τότε μπαίνει στη ζωή του ο Τζέικ, ένας συνομήλικος γοητευτικός και εξωστρεφής άνδρας, ο οποίος, παρά τις αρχικές του αναστολές και μετά από έντονη πίεση από τη Μπεθ, δέχεται τη θέση, χωρίς αρχικά να φαντάζεται τις περιπλοκές που θα έχει η ζωή του με αυτόν τον ρόλο. Το έργο πραγματεύεται τα θέματα της ψευδούς ταυτότητας, του κυριαρχικού μητρικού ρόλου, του έρωτα που σπάει δεσμά και γκρεμίζει φυλακές. Το πρώτο ανέβασμά του έγινε με μεγάλη επιτυχία το 2023, σε σκηνοθεσία Sergey Okunev, με τον Αλέξανδρο Μαυρόπουλο και τη Μαρία Ζορμπά στους δύο κεντρικούς ρόλους.
- “Ρωγμή στον τοίχο”. Τι είδους λογοτεχνικός χαρακτήρας είναι ο Μάρκος Σελαβής;
Στη νουβέλα ο Μάρκος Σελαβής εμφανίζεται σε δύο φάσεις της ζωής του. Στην πρώτη φάση ως νεαρός φοιτητής Ιατρικής, αμήχανος και μπερδεμένος, εγκλωβισμένος σε μια επιστήμη που δεν αγαπά, αλλά ταυτόχρονα πολύ ερωτευμένος με μια δυναμική κοπέλα, την Άννα. Δεν έχει ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση, κουβαλάει τραύματα, τον ξαφνικό χαμό των γονιών του σε αυτοκινητικό δυστύχημα καθώς και την πρότερη διαταραγμένη σχέση με τον πατέρα του. Η δεύτερη φάση βρίσκει τον Μάρκο ως φτασμένο ηθοποιό. Έχει εγκαταλείψει τις σπουδές Ιατρικής μετά από μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων που ξεκίνησαν με την εμφάνιση μιας ρωγμής στον τοίχο του σπιτιού του. Αυτή η ρωγμή έγινε αφορμή να ανακαλύψει τον εαυτό του και να επαναπροσδιορίσει τη θέση του στον κόσμο. Με έχουν ρωτήσει πολλές φορές αν ο Σελαβής έχει στοιχεία από μένα, αν και εγώ ανακάλυψα ότι αγαπώ το θέατρο και τη λογοτεχνία περισσότερο από την Ιατρική. Θα έλεγα ότι αυτή που έχει πολλά στοιχεία από μένα είναι η Άννα, η φίλη του Μάρκου. Γράφοντας το βιβλίο ένιωθα συχνά ότι ήμουν εγώ που μέσω της Άννας συμβούλευα τον Μάρκο. Αντίθετα μ’ εκείνον, εγώ αγάπησα και συνεχίζω να αγαπώ την Ιατρική.
- Τι αλλάζει και τι μένει ίδιο στις ανθρώπινες σχέσεις; Υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα;
Οι ανθρώπινες σχέσεις αλλάζουν καθώς αλλάζουν οι άνθρωποι που τις μοιράζονται. Όλοι αλλάζουμε με τον καιρό, ζούμε πολλές μικρές ζωές ως διαφορετικοί άνθρωποι, όχι μόνο με διαφορετικούς ρόλους, αλλά και με ψυχολογία που μεταβάλλεται. Ακόμα και οι αρχετυπικές σχέσεις, όπως η σχέση μητέρας-παιδιού, μεταβάλλονται σε βάθος χρόνου, με ακραία έκφανση την αντιστροφή των ρόλων, το παιδί να συμπεριφέρεται σχεδόν γονεϊκά στον υπερήλικα γονιό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ερωτικές, αλλά και στις φιλικές σχέσεις, έχουν δυναμικό χαρακτήρα, βρίσκονται σε έναν διαρκή επαναπροσδιορισμό. Αυτό που μένει ίδιο και συσσωρεύεται είναι το μοιρασμένο παρελθόν, οι κοινές εμπειρίες και αναμνήσεις, που αποτελούν τη συνδετική ουσία μέσα στις σχέσεις, το τσιμέντο που δένει τα τούβλα και κάνει τον τοίχο συμπαγή και σταθερό. Αναπάντητα μένουν τα ερωτήματα που σχετίζονται με τις σημαντικές επιλογές της ζωής μας: «τι θα είχε γίνει, αν…» Ποιος δεν έχει αναρωτηθεί πώς θα ήταν σήμερα, αν είχε κάνει άλλη επιλογή συντρόφου, φίλων ή συνεργατών;
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Δύσκολο να απαντήσω στην ερώτηση, γιατί έγραφα σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μου άρεσαν οι ανθρώπινες ιστορίες, οι διηγήσεις. Επίσης, μου άρεσε η γλώσσα ως διαδικασία και οι λέξεις ως δομικά στοιχεία του κειμένου. Και βέβαια, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αγαπούσα παθιασμένα τα βιβλία και ό, τι είχε να κάνει με αυτά: το βιβλίο ως αντικείμενο, τους συγγραφείς, τις βιβλιοθήκες, τα βιβλιοπωλεία.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Για τον ορισμό της λογοτεχνίας έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες θεωρητικών κειμένων από ειδικούς χωρίς να καταλήγουν σε μια ενιαία, πλήρη και αποκρυσταλλωμένη περιγραφή. Δεν αισθάνομαι ότι έχω ούτε το κύρος ούτε τη σκευή για να αποτολμήσω έναν δικό μου ορισμό. Θα πω μόνο τι είναι για μένα η λογοτεχνία: είναι το σύνολο των γραπτών έργων που φωτίζουν με ιδιαίτερο, αλλιώτικο, θαυμαστό τρόπο τις αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συγκίνηση, η ανοικείωση, η υπαινικτικότητα, η αστραφτερή γλώσσα, είναι χαρακτηριστικά που ζηλεύω στους μεγάλους λογοτέχνες.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Το λάθος ξεκινά από νωρίς, ήδη από τα σχολικά χρόνια, από τον τρόπο με τον οποίο εισάγεται η λογοτεχνία στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αποσπασματική διδασκαλία των λογοτεχνικών κειμένων – τι να καταλάβει ο μικρός αναγνώστης διαβάζοντας ξεκάρφωτα δύο σελίδες από ένα μεγάλο μυθιστόρημα; Κείμενα κάπως παρωχημένα για τα γούστα των παιδιών, συνήθως χωρίς καμία δυνατότητα προσωπικής επιλογής. Όμως πρώτα διαβάζεις αυτά που αγαπάς, έστω κι αν δεν είναι τα μεγάλα κλασικά έργα, και ύστερα μαθαίνεις να αγαπάς αυτά που διαβάζεις. Όσο περισσότερο εξοικειώνεσαι με τα λογοτεχνικά κείμενα, τόσο μεγαλύτερες απαιτήσεις αποκτάς ως αναγνώστης. Δεν ξεκινήσαμε όλοι διαβάζοντας Κάφκα και Ντοστογιέφσκι. Αν όμως κάποιος ξεκινήσει, θα τον βγάλει ο δρόμος και εκεί.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Απ’ ό, τι διαβάζω σε ελληνικές και διεθνείς στατιστικές, το έντυπο βιβλίο αντιστέκεται σθεναρά στην ψηφιακή τρέλα. Σίγουρα διαβάζουμε πια πολλά κείμενα και στον υπολογιστή, όμως είναι διαφορετικό αυτό το διάβασμα. Με το βιβλίο στο χέρι το καταλαβαίνεις αλλιώς, είναι σαν να κρατάς την ιστορία, να νιώθεις τους ήρωες στις σελίδες. Εγώ έχω και μια άλλη μανία, να μυρίζω τις σελίδες. Είναι το πρώτο που κάνω μόλις πάρω ένα καινούργιο βιβλίο στα χέρια μου. Το ψηφιακό βιβλίο ούτε μυρίζει ούτε μπορείς να το πιάσεις και να το χαϊδέψεις. Είναι κάπως άψυχο.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Ευτυχώς που δεν με ρωτάτε για τα βιβλία που θα έπαιρνα σε ένα έρημο νησί ή για το τέλος του κόσμου. Εκεί θα είχα πρόβλημα να διαλέξω. Για καραντίνα ενός μηνός, αν μπορούσα να πάρω επτά αντί για πέντε, θα έπαιρνα τους επτά τόμους του Προυστ, να τους διαβάσω απερίσπαστα. Αφού όμως επιτρέπονται μόνο πέντε βιβλία, θα έπαιρνα κάποια από τα εκατοντάδες αδιάβαστα της βιβλιοθήκης μου: «Ένα ατέλειωτο ταξίδι» του Κλαούντιο Μάγκρις, «Η καμπάνα» της Άιρις Μέρντοχ, «Η τρίτη κατάσταση» του Άμος Οζ, «Η τριλογία της Κοπεγχάγης» της Τόβε Ντιτλέουσεν και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, να το ξαναδιαβάσω στην καινούργια μετάφραση. Μόνο ξένη λογοτεχνία, οι Έλληνες σπάνια μου ξεμένουν αδιάβαστοι…
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Αν και ήμουν πάντα πιο κοντά στη θετική, παρά στη θεωρητική σκέψη, από τότε που ασχολήθηκα με τη στατιστική και τις πιθανότητες, άρχισα να παρατηρώ «συμπτώσεις», τυχαία γεγονότα που ίσως δεν είναι τόσο τυχαία, διάφορες συμμετρίες και αναλογίες που μοιάζουν σχεδόν στημένες. Έτσι, αν και δεν πιστεύω στη μοίρα ως απαρέγκλιτη πορεία, ούτε στην τύχη ως εξωτερικό παράγοντα που καθορίζει τη ζωή μας, έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν ανώτερες δυνάμεις ή αρχές, ασύλληπτες από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, που ελέγχουν σε κάποιο βαθμό τα ανθρώπινα. Εξάλλου αυτό είναι η κεντρική ιδέα του «Continuum», η περιγραφή του Σαίξπηρ ότι ο κόσμος είναι μια σκηνή και όλοι μπαίνουμε και βγαίνουμε παίζοντας ρόλους. Κάπου εκεί πάνω υπάρχει ο σκηνοθέτης μας.
Φωτογραφία: Λίζα Δεβεζόγλου