Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας
Θα έχετε ακούσει πως ο έρωτας, στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, υμνήθηκε ως ένα δημιουργικό στοιχείο της κοσμικής και ανθρώπινης ύπαρξης. Θα έχετε επίσης ακούσει για τον «πλατωνικό έρωτα», όπως και για το πόσο ελεύθερη ήταν η ερωτική συμπεριφορά στην Αθήνα του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. – τόσο η ετεροφυλική όσο και η ομοφυλοφιλική. Οι εταίρες, οι νεανικοί έρωτες, οι ερωτικές φιλίες μεταξύ ανδρών: όλα αυτά ήταν κομμάτι μιας κουλτούρας που δεν ντρεπόταν για το σώμα.
Δεν θα σας ζαλίσω με κατεβατά φιλοσοφικού περιεχομένου περί έρωτος και δημιουργίας. Απλώς θα κάνω κάποια ανθρώπινα σχόλια – όσο επιτρέπει η φιλολογία. Και πάντα με απέραντο σεβασμό στον «Φιλόσοφο των Φιλοσόφων».
Η ερωτική πλευρά του Πλάτωνα είναι αινιγματική πέρα ως πέρα. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, κανείς δεν αναφέρθηκε άμεσα σε αυτήν – εκτός από τον Διογένη Λαέρτιο· και εκείνος φειδωλά, σχεδόν διστακτικά:
«Ἦν σώφρων καὶ ἐγκρατὴς τῶν ἐρωτικῶν»
(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, Πλάτων 3.29)
Η φράση συνήθως ερμηνεύεται ως αποχή από σαρκικές σχέσεις ή, τουλάχιστον, ως αυστηρή πειθαρχία απέναντι στην επιθυμία. Δεν πρόκειται για φιλοσοφική θέση, αλλά για ένα είδος βιογραφικής υποσημείωσης – κι όμως, είναι το μόνο σχόλιο που διαθέτουμε.
Η σιωπή γύρω από την ερωτική του ζωή μοιάζει να υπήρξε και να παραμένει ταμπού. Ενώ γνωρίζουμε τόσα για τη σκέψη, τη δράση, τις μαθητείες, τα ταξίδια του και τις πολιτικές του φιλοδοξίες, δεν έχει σωθεί καμιά μαρτυρία για την πιο απλή και ανθρώπινη διάσταση της ύπαρξής του: αν αγάπησε, αν συνδέθηκε ερωτικά με γυναίκα ή άντρα, αν είχε έστω μια σωματική περιπέτεια. Ούτε ο ίδιος, ούτε οι σύγχρονοί του, ούτε οι μεταγενέστεροι βιογράφοι μιλούν για αυτό. Σαν να είχε σιωπηρά αποφασιστεί πως ο έρωτας του Πλάτωνα είναι κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί – ή κάτι που δεν επιτρεπόταν να υπάρξει.
Έτσι γεννήθηκε μια ιδιότυπη χριστιανική αγιογραφία προ του Χριστιανισμού: ο Πλάτων ως ασώματος φιλόσοφος, ως υπεράνθρωπος του Λόγου, αποκομμένος από το σάρκινο και το πάσχον. Ένας «εραστής» της ιδέας του Έρωτα, μα όχι του σώματος. Η αποσιώπηση αυτή μοιάζει με τη σύγχρονη σιωπή γύρω από την ερωτική ζωή κάθε Πάπα ή Πατριάρχη – σαν να φοβόμαστε ότι η σάρκα ακυρώνει το πνεύμα, πως η ανθρώπινη εμπλοκή απειλεί τη θεσμική αυθεντία.
Και η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αυτή η εμμονική απώθηση της σάρκας στο όνομα του πνεύματος έχει και άλλους ιστορικούς συγγενείς. Ο Ωριγένης, θεολόγος του 3ου αιώνα μ.Χ., για να προστατευθεί από τον πειρασμό, κυριολεκτικά αυτοευνουχίστηκε. Η θεολογική του αγωνία μεταβλήθηκε σε βιολογική ακύρωση – σε μια πράξη απόλυτης απομάκρυνσης από το ερωτικό. Εδώ ο έρωτας εμφανίζεται ως κίνδυνος που πρέπει να μεταστοιχειωθεί, όχι να βιωθεί.
Στον αντίποδα, ο Πέτρος Αβελάρδος, θεολόγος-φιλόσοφος του 12ου αιώνα, τόλμησε να ζήσει σωματικά τον έρωτα με τη νεότερη Ελοΐζα. Για αυτή τη σχέση, όχι μόνο στιγματίστηκε· ευνουχίστηκε κατ’ εντολή του θείου της, που θεώρησε την πράξη σκάνδαλο και ύβρη. Στον Αβελάρδο η σάρκα δεν αφαιρείται εκούσια, όπως στον Ωριγένη, αλλά τιμωρείται παραδειγματικά. Η επιθυμία δεν μεταφράζεται σε ιδέα, όπως στον Πλάτωνα, αλλά σε τραυματικό, βίαιο τέλος. Ο ένας φιλόσοφος κοίμισε το σώμα εκ των προτέρων· ο άλλος πλήρωσε επειδή το τίμησε.
Αντίθετα, ο Αριστοτέλης, λιγότερο ουράνιος από τον δάσκαλό του, δεν απέφυγε τα εγκόσμια δεσμά: παντρεύτηκε την Πυθιάδα, συγγενή του τυράννου Ερμία, και απέκτησε μαζί της μια κόρη. Μετά τον θάνατό της, συνδέθηκε με την Ερπυλίδα — ίσως απελεύθερη, ίσως απλώς σύντροφο χωρίς τυπικό γάμο — με την οποία απέκτησε τον Νικόμαχο. Την μνημονεύει με φροντίδα στη διαθήκη του, ζητώντας να της αποδοθούν όσα της ανήκουν και να τύχει της τιμής που της αρμόζει.
Ο Αριστοτέλης, που έθεσε τη λογική στην υπηρεσία της ηθικής, δεν παρέλειψε να αγαπήσει, να ζήσει, να τεκνοποιήσει· να αφήσει πίσω του όχι μόνο μαθητές, αλλά και οικογένεια. Και μολονότι φημολογείται — χωρίς ιστορική τεκμηρίωση — ότι απαγόρευσε στην Ερπυλίδα να ξαναπαντρευτεί, είναι βέβαιο πως την τίμησε, την προστάτευσε, και άφησε στη μνήμη της το πιο ανθρώπινο ίχνος ενός στοχαστή: μια στοργική διαθήκη, και ίσως μια φιλοσοφική παρακαταθήκη για τον γιο του — τα ίδια τα Ηθικά Νικομάχεια.
Και ο Πλάτων; Τίποτα. Ούτε μια ιστορία, ούτε ένας αδιέξοδος έρωτας, ούτε μια ρομαντική υποψία. Μονάχα η σιωπή – η αρχαία, αδιαπέραστη σιωπή του φιλοσόφου που ύμνησε τον Έρωτα αλλά και η σύγχρονη. Ίσως τελικά να τον κατανίκησε. Ή να τον φοβήθηκε. Ίσως, όμως, να τον μετέθεσε τόσο ριζικά στο πεδίο του απόλυτου, ώστε να μην χωρούσε πλέον σε σάρκα.
Δεν θα καταπιαστώ με τη σύγχρονη φιλολογία – ιδίως των φεμινιστριών, ορισμένων ψυχαναλυτών και της queer θεωρίας. Αν το κάνω, θα υποβιβάσω το θέμα στο επίπεδο τηλεοπτικής πρωινής εκπομπής και κουτσομπολιού. Σε κάθε περίπτωση, ο Πλάτων δεν αρνείται τον έρωτα επειδή όρισε ως άβατο το υπνοδωμάτιο.
Μετά τον Διογένη Λαέρτιο, σχεδόν κανείς δεν αναμετρήθηκε με τη σιωπή γύρω από την ερωτική ζωή του Πλάτωνα. Εδώ, το επιχειρήσαμε – χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς αγιογραφίες, αλλά με απόλυτο σεβασμό, όπως αρμόζει σε έναν φιλόσοφο που ύμνησε τον Έρωτα και τον ανύψωσε τόσο πολύ, ώστε να τον αφήσει πίσω του.
Και όσο κι αν αναλύουμε το θέμα, δεν μπορούμε να τον ξεγυμνώσουμε πλήρως. Ο έρωτας του Πλάτωνα, τελικά, ήταν ίσως ο πιο απόλυτος. Γιατί ανήκε αποκλειστικά στον ίδιο.