/Πού να σταματήσω;
2 Χρονια 1 25

Πού να σταματήσω;

Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας

ΤΕΛΟΣ

Παρακολουθώ εδώ και πέντε χρόνια, δίπλα από το σπίτι μου, μια οικοδομή να αναγείρεται. Είναι μεγάλη, σαν τρεις με τέσσερις πολυκατοικίες μαζί. Πολλά διαμερίσματα· δύσκολη και απαιτητική κατασκευή. Όμως σιγά-σιγά πλησιάζει στο τελείωμα. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες μετακομίζουν, αν και ακόμη το ισόγειο παραμένει καλυμμένο με λαμαρίνες – κάποιες εκκρεμότητες θα υπάρχουν στα υπόγεια γκαράζ.

Ο ιδιοκτήτης του καφέ σκέφτεται τους νέους ενοίκους και ότι θα αυξηθεί μελλοντικά η δουλειά του. Ο περιπτεράς στη γωνία λογαριάζει κι αυτός τους τζίρους που θα μεγαλώσουν. Το ίδιο κι ο άλλος με το μίνι μάρκετ, οι γείτονες φοβούνται μη χαθούν πολύτιμες θέσεις πάρκινγκ στη γειτονιά, κι εγώ κοιτάζω την οικοδομή και σκέφτομαι…

Πόσο πιο δύσκολο είναι να κατασκευάσεις ένα τέτοιο μεγαθήριο από το να συνθέσεις στο κεφάλι σου (γιατί ακόμη δεν υπήρχε γραφή διαδεδομένη και εύχρηστη) μια ολόκληρη Ιλιάδα ή μια Οδύσσεια; Ή πόσο πιο δύσκολο είναι από το να γράψεις τους Άθλιους, αν είσαι ο Ουγκώ, ή το Πόλεμος και Ειρήνη, αν είσαι ο Τολστόι; Χωρίς γραφή ο Όμηρος, χωρίς υπολογιστές ο Ουγκώ και ο Τολστόι· κι ο αρχιτέκτονας με πλήθος βοηθούς και βοηθήματα. Παλεύει πρώτα με αρχιτεκτονικές ιδέες, φτιάχνει σχέδια και μακέτες τις οποίες καταστρέφει όταν κάτι δεν του αρέσει, καταλήγει και αναθέτει σε μηχανικούς και εργολάβους την υλοποίηση. Κι αναλαμβάνουν μπετατζήδες, κτιστάδες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μπογιατζήδες και άλλοι.

Με τον Όμηρο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς έγινε, αλλά ο Βίκτωρ Ουγκώ καταπιάστηκε με τους Άθλιους σε δύο στάδια: ξεκίνησε να γράφει το έργο το 1845, το άφησε για πολλά χρόνια (λόγω εξορίας και άλλων συγγραφικών έργων), και το ξαναέπιασε το 1860, για να το ολοκληρώσει το 1862. Δηλαδή: δέκα εφτά χρόνια από τη σύλληψη μέχρι την έκδοση και περίπου δύο χρόνια εντατικής συγγραφής στο τέλος. Κυρίως το δούλεψε στην εξορία και στο σπίτι του. Το έγραφε με το χέρι, συχνά σε μεγάλα τετράδια και με αναρίθμητες διορθώσεις. Ήταν πολύ οργανωτικός, με σχεδιαγράμματα και σημειώσεις για κάθε χαρακτήρα.

Ο Λέων Τολστόι με το Πόλεμος και Ειρήνη ασχολήθηκε περίπου έξι χρόνια. Το ξεκίνησε το 1863 και το ολοκλήρωσε το 1869. Το έργο γράφτηκε σε πολλαπλές εκδοχές, με συνεχείς διορθώσεις. Ο Τολστόι λέγεται ότι έκανε εφτά ή οχτώ διαφορετικά προσχέδια του έργου! Αρχικά έγραφε με το χέρι, με τη βοήθεια της συζύγου του Σοφίας, η οποία αντέγραφε καθαρά τις σελίδες. Λέγεται ότι η Σοφία αντέγραψε ολόκληρο το έργο τουλάχιστον εφτά φορές με το χέρι!.

Το ενδιαφέρον είναι πως κι οι δύο αυτοί συγγραφείς εργάστηκαν αρκετά πιο δύσκολα με το μυαλό και το χέρι απ’ ό,τι ένας σημερινός συγγραφέας με υπολογιστή. Πόσο μάλλον από έναν αρχιτέκτονα με εργολάβους, εργοδηγούς, εργάτες, γερανούς και μηχανήματα.

Κι όταν όλοι κάποτε φτάνουν στο κρίσιμο σημείο, πρέπει να αποφασίσουν: Αρκετά. Τώρα τελείωσα. Αλλά υπάρχει σε όλα ένα αντικειμενικό σημείο που να λες τέλος;

Γράφουμε με το ένστικτο, όχι με τον χάρακα ή το ζύγι. Ό,τι αξίζει να σταθεί ως λόγος κουβαλά μέσα του έναν αόρατο όγκο. Κάτι σαν μέτρο, αλλά χωρίς μεζούρα. Δεν είναι μαθηματικό πρόβλημα· ούτε υπάρχει συνταγή. Το τι και πόσο θα προσθέσεις, και τι και πόσο θα αφαιρέσεις, δεν μαθαίνεται σε καμιά σχολή. Είναι ένστικτο και ταλέντο· είναι ο εσωτερικός σου δαίμων που αποφασίζει και όχι η στατικότητα ή κάποια μαθηματική εξίσωση.

Από κάποιο σημείο και ύστερα κάθε λέξη που προσθέτεις ξεχειλώνει το κείμενο. Σαν μια όμορφη γυναίκα που κάθεται με τις ώρες στον καθρέφτη και στολίζεται. Λίγο-λίγο με τα στολίδια μετατρέπεται σε κραυγαλέα, και χάνει τη χάρη της. Από όμορφη γυναίκα γίνεται σαν πόρνη- όχι με την ηθική έννοια αλλά με την αισθητική. Από λεπτή, αέρινη και θελκτική, γίνεται φανταχτερή και πρόστυχη. Όσο προσθέτει βαφές και στολίδια τόσο χάνει την ομορφιά της.

Και κάθε λέξη που αφαιρείς ενέχει το ρίσκο της καταστροφής. Το κείμενο χάνει την ισορροπία του, όπως ένας τρούλος που στηρίζεται με ακρίβεια σε κάθε του τόξο, σε κάθε πέτρα. Αν του αφαιρέσεις ένα πετραδάκι, κινδυνεύει να καταρρεύσει. Το ποίημα, το διήγημα, το μυθιστόρημα, όλα αυτά δεν στέκονται με μέτρημα· στέκονται με υλικές λέξεις. Κάθε λέξη είναι ένας λίθος που φέρει όγκο και βάρος. Η αφαίρεση, αν δεν είναι ευφυής, οδηγεί σε ευνουχισμό. Η υπερβολή στην προσθήκη καταντάει επίδειξη.

Το τέλειο κείμενο, όπως και η τέλεια αρχιτεκτονική, ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα. Ζητάμε την απόλυτη οικονομία που μόνο η αρμονία μας παρέχει: να βρούμε το όριο που δεν θα έχει ούτε την υπερβολή ούτε θα είναι λειψό και να νιώσουμε τη δύναμη και τη χάρη του. Δεν είναι ποτέ εύκολο. Γιατί υπάρχει μόνο ένστικτο να σε καθοδηγεί. Και μια φωνή μέσα σου να ακουστεί: Σταμάτα εδώ.

Τα σημεία στίξης δεν υπήρχαν εξ’ αρχής. Όμως με τον καιρό η ανάγκη να διαχωρίζεται το νόημα και να διευκολύνεται η ανάγνωση (ειδικά σε δημόσια ανάγνωση ή διδασκαλία) γίνεται επιτακτική. Οι αρχαίοι Έλληνες ηθοποιοί πρώτοι αρχίζουν να ζητούν από τους Τραγικούς συγγραφείς κάποια σημεία στις κεφαλαιογράμματες τραγωδίες για να διευκολύνονται στην ανάγνωση και στη φωνητική εκφορά. Πριν οι Αλεξανδρινοί λόγιοι ανακαλύψουν τα σημεία στίξης, οι ηθοποιοί τα απαιτούν γιατί είχαν καταλάβει τη χρησιμότητά τους.

Η αναγκαιότητα της τελείας προέκυψε πολύ αργότερα – όταν είδαν την ανάγκη να βάλουν σε ένα κείμενο κάποιο σύμβολο που να σημαίνει: ως εδώ και όχι άλλο;

 

Πρώτος ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (3ος αι. π.Χ.) εισάγει τους πρώτους κανόνες γραφής και ορισμένα σύμβολα. Είναι βιβλιοθηκάριος στην Αλεξάνδρεια και μεταξύ των άλλων εισάγει τρεις τελείες σε διαφορετικό ύψος:

χαμηλή τελεία ( . ) → κόλον: μικρή παύση

μεσαία τελεία ( · ) → κομμά: μεγαλύτερη παύση

ψηλή τελεία ( ˙ ) → πλήρης διακοπή

Όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν ευρέως τότε· ήταν κυρίως για λογίους. Η τελεία, στην μορφή όπως την ξέρουμε, καθιερώνεται σταδιακά μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα μ.Χ. στα λατινικά και βυζαντινά χειρόγραφα, με βάση την αλεξανδρινή παράδοση του Αριστοφάνη. Από τον Μεσαίωνα και μετά έχουμε την χαμηλή τελεία (.) που παίρνει τη σημερινή λειτουργία ως τέλος της πρότασης. Η τελεία είναι μια κατασκευασμένη συμφωνία: δεν έχει φωνητική βάση, δεν αποτυπώνει φυσική παύση όπως το κόμμα, αλλά δηλώνει νόημα: μέχρι εδώ είπα ό,τι ήθελα να πω. Ή έχτισα ό,τι ήταν να χτίσω.