/Μεγαλώνοντας το κείμενο
Booksthess

Μεγαλώνοντας το κείμενο

Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας

Γκαστρωμένες λέξεις

Ολοκληρώνεται στα γαλλικά η μετάφραση ενός μυθιστορήματός σου, και διαπιστώνεις μια διαφορά στις λέξεις που σε ξαφνιάζει: το ελληνικό πρωτότυπο αριθμεί 62.719 λέξεις, ενώ το γαλλικό αντίστοιχό του 68.870. Δηλαδή πάνω από έξι χιλιάδες λέξεις περισσότερες. Η μετάφραση ήταν όσο το δυνατόν πιστή – και όμως, το βιβλίο “γκαστρώθηκε”.

Αναζητάς την αιτία και διαπιστώνεις πως δεν πρόκειται για εξαίρεση, αλλά για φαινόμενο επαναλαμβανόμενο: η μετάφραση από τα ελληνικά προς τα γαλλικά οδηγεί σχεδόν πάντα σε αύξηση του αριθμού των λέξεων κατά 8% έως 15%.

Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται συστηματικά και σε μεταφράσεις πεζογράφων στα Γαλλικά όπως ο Δημήτρης Χατζής, ο Στρατής Τσίρκας ή η Μαργαρίτα Καραπάνου. Οι γαλλικές εκδοχές των έργων τους περιέχουν συχνά εκατοντάδες ή και χιλιάδες λέξεις περισσότερες από το ελληνικό πρωτότυπο, χωρίς ουσιώδεις παρεκκλίσεις στο περιεχόμενο.

Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό;

Η ελληνική σύνταξη είναι πιο πυκνή και οικονομική. Μία πρόταση μπορεί να ενσωματώνει χρόνο, πρόσωπο, διάθεση και κατάσταση με μια λέξη (π.χ. «θυμόταν»), ενώ στη γαλλική αυτό απαιτεί περιφραστικές δομές («il se souvenait» – «αυτός ανακαλούσε στη μνήμη του»).

Επιπλέον, πολλές ελληνικές λέξεις έχουν πολλές σημασίες και είναι μεταφορικές, πράγμα που επιτρέπει στον συγγραφέα να συμπυκνώνει.

Παράδειγμα: η λέξη φως μπορεί να σημαίνει κυριολεκτικά το φως του ήλιου, αλλά και μεταφορικά: «το φως της αλήθειας», «ήρθε στο φως», «είδε το φως του κόσμου» ή ακόμη «το φως της ζωής του».

Ακόμη έχουμε συμπύκνωση πολλαπλών νοημάτων: Στο ελληνικό λογοτεχνικό ύφος, μία λέξη μπορεί να φέρει μαζί εικόνα, συναίσθημα και νοηματική παρήχηση. Αυτό στη γαλλική συχνά πρέπει να αποδοθεί με περισσότερες λέξεις για να εξηγηθεί γιατί η γαλλική είναι λιγότερο «υπονοητική» και πιο «δηλωτική».

Επί πλέον είναι δύσκολη η απόδοση της αμφισημίας. Ορισμένες φράσεις λειτουργούν επειδή κρατούν ανοιχτές περισσότερες αναγνώσεις. Παράδειγμα: «Έφυγε». Μπορεί να σημαίνει έφυγε από το δωμάτιο, από τη ζωή, από μια σχέση, από τον εαυτό του. Στη γαλλική, ο μεταφραστής οφείλει να διαλέξει ή να επεκτείνει, π.χ. «Il est parti», «Il s’en est allé», «Il l’a quittée», ανάλογα με το πλαίσιο.

Επίσης, η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιεί άρθρα, αντωνυμίες και προσωπικά ρήματα με τρόπο που υπονοεί περισσότερο απ’ ό,τι δηλώνει. Η γαλλική γλώσσα είναι ρητή: απαιτεί να ειπωθεί καθαρά αυτό που στα ελληνικά μπορεί να παραμείνει υπαινικτικό.

Υπάρχουν και υφολογικοί περιορισμοί. Η γαλλική λογοτεχνική γλώσσα έχει μακρά παράδοση ρυθμικής και κομψής διατύπωσης. Το λογοτεχνικό ύφος στη γαλλική δεν αντέχει την υπερβολική λιτότητα που συχνά χαρακτηρίζει τη νεοελληνική πρόζα. Εκφράσεις που λειτουργούν στο ελληνικό κείμενο χάρη στη μουσικότητα ή την αμφισημία τους, στη γαλλική χρειάζονται στήριγμα, εξήγηση ή αναπτυγμένο συμφραζόμενο.

Ένας Έλληνας πεζογράφος μπορεί να γράψει «κοίταξε και σώπασε» και η φράση να εμπεριέχει όλο το βάρος μιας ψυχικής κατάρρευσης. Στη γαλλική, συχνά απαιτείται επέκταση για να μεταφερθεί η δραματική ή συναισθηματική φόρτιση («Il la regarda, mais ne dit rien. Son silence était lourd, presque accablant.»).

Επί πλέον υπεισέρχονται και πολιτισμικοί παράγοντες. Η γαλλική λογοτεχνία έχει ισχυρή παράδοση λογικής, ανάλυσης και καθαρής ανάπτυξης. Το μη ειπωμένο, το αποσιωπημένο, που λειτουργεί στη νεοελληνική γραφή ως δραματουργικό εργαλείο, δεν έχει την ίδια θέση στη γαλλική αφήγηση. Ο αναγνώστης εκπαιδεύεται να ζητά καθαρότητα και επεξήγηση, όχι μόνο υπαινιγμούς.

Αυτό αναγκάζει τον μεταφραστή να αποδίδει ρητά πολλά από όσα ο Έλληνας συγγραφέας αφήνει να εννοηθούν. Το αποτέλεσμα είναι ένα «φούσκωμα» του λόγου, όχι από προχειρότητα ή φλυαρία, αλλά από την ανάγκη προσαρμογής του ύφους στον πολιτισμικό ορίζοντα προσδοκιών του γαλλόφωνου αναγνώστη.

Είναι όμως πρόβλημα αυτή η αύξηση; Χάνεται κάτι; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Από τη μια, η αύξηση λέξεων δεν σημαίνει αναγκαστικά απώλεια νοήματος. Μπορεί να σημαίνει προσαρμογή. Από την άλλη, η πύκνωση, η συμπύκνωση του λόγου – που είναι ουσιαστικό γνώρισμα της νεοελληνικής πρόζας – συχνά χαλαρώνει. Η φωνή παραμένει, αλλά η πνοή αλλάζει.

Το φαινόμενο της «γκαστρώματος» ενός κειμένου κατά τη μετάφραση έχει περιγραφεί και σε άλλες γλώσσες: η αγγλική ορολογία το αποκαλεί expansion, (διεύρυνση, αύξηση ή απλά γκάστρωμα των λέξεων) ενώ ο Antoine Berman, στο δοκίμιό του La traduction et la lettre, μιλά για την «επέκταση» ως ένα από τα «παραμορφωτικά αποτελέσματα» της μετάφρασης, όχι όμως πάντα με αρνητική χροιά. Η μετάφραση, λέει, δεν αναπαράγει απλώς το πρωτότυπο· το “ξεδιπλώνει”.

Ενδιαφέρον έχει πως αυτή η αύξηση δεν εμφανίζεται με την ίδια ένταση στις μεταφράσεις ελληνικών προς τα αγγλικά ή τα ισπανικά. Εκεί, η συγγένεια με την ελληνική ελλειπτικότητα, ή η μεγαλύτερη ανοχή σε υπονοούμενα και ασάφειες, επιτρέπει πιο σύντομες αντιστοιχίες. Η γαλλική, ωστόσο, δείχνει να ζητά πλήρη ανάπτυξη κάθε νοήματος.

Ίσως τελικά η μετάφραση να μην είναι ποτέ ούτε προδοσία ούτε πιστότητα. Είναι αναπνοή σε άλλο κλίμα. Είναι σαν να λέμε την ίδια λέξη με άλλη ανάσα και όμως, να εννοούμε ίδια βαθιά περιεκτικότητα. Η ίδια ιστορία, με άλλον ρυθμό. Η ίδια φωνή, με διαφορετική πνοή. Η λογοτεχνική μετάφραση δεν είναι ποτέ ίση σε μέγεθος με το πρωτότυπο, γιατί ποτέ δεν είναι ίδια το σημαίνον με το σημαινόμενο, ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες.