Γράφει ο Νίκος Ναούμης, πολιτικός επιστήμονας – συγγραφέας
Η λογοτεχνία, όπως κάθε μορφή τέχνης, δεν γεννιέται μόνο από λέξεις και πλοκές. Γεννιέται από εμπειρίες, από σιωπές και πάθη, από το σώμα που σπαρταράει μπροστά στο άγνωστο.
Στον σημερινό κόσμο, η τεχνητή νοημοσύνη προβάλλει ως εργαλείο ικανό να συνθέσει κείμενα με απίστευτη ταχύτητα και συχνά με εντυπωσιακή συνοχή. Είναι, όμως, αρκετό αυτό για να μιλήσουμε για λογοτεχνία;
Δεν αρνούμαι το προτέρημά της, τον χρόνο. Σε δευτερόλεπτα μπορεί να παραγάγει κείμενα που ένας συγγραφέας θα χρειαζόταν ώρες, μέρες ή μήνες. Μπορεί να προτείνει ιδέες, να προσφέρει γλωσσικές εναλλακτικές, να μιμηθεί στυλ και ύφος. Στον κόσμο της πληροφορίας και της παραγωγικότητας, αυτό μοιάζει ανεκτίμητο. Ωστόσο, η λογοτεχνία δεν είναι μηχανιστική αποτύπωση μοτίβων. Είναι το προσωπικό αποτύπωμα του δημιουργού.
Είναι η στιγμή που η λέξη παύει να υπακούει στη λογική και υποτάσσεται στον παραλογισμό του έρωτα, στον φόβο της απώλειας, στη χαρά μιας μνήμης που αναδύεται ξαφνικά. Η μηχανή μπορεί να περιγράψει το πάθος με ακρίβεια. Δεν μπορεί, όμως, να νιώσει το ρίγος. Δεν μεταφέρει τον κόμπο στο στομάχι, τον ιδρώτα της προσμονής, το τυχαίο βλέμμα που αλλάζει μια ζωή. Αυτά δεν προγραμματίζονται από έναν κώδικα. Είναι εμπειρίες που σφραγίζουν τον άνθρωπο και δίνουν στις λέξεις το αληθινό τους βάρος.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις δυνατότητες. Όπως κάθε εργαλείο, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γίνει πολύτιμη όταν χρησιμοποιείται με μέτρο. Δεν αντικαθιστά τον συγγραφέα, αλλά μπορεί να σταθεί δίπλα του. Να τον βοηθήσει να αναζητήσει νέους δρόμους, να του προσφέρει υλικό για πειραματισμό, να γίνει αφορμή για διάλογο. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: ποιος κρατά το τιμόνι της δημιουργίας;
Διότι, όταν η μηχανή γράφει μόνη της, το αποτέλεσμα είναι μια ψυχρή μίμηση. Όταν, όμως, ο άνθρωπος τη χρησιμοποιεί χωρίς να παραδίδει την ψυχή της γραφής, τότε μπορεί να γεννηθεί κάτι γόνιμο.
Πιστεύω ακράδαντα, ότι η λογοτεχνία δεν κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Μπορεί να μεταμορφωθεί, να δοκιμάσει νέες μορφές, αλλά η ουσία της θα μείνει αλώβητη.
Γιατί είναι ανάγκη βαθιά: να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, να αναμετρηθούμε με την ύπαρξή μας, να μοιραστούμε ιστορίες που αγγίζουν τον άλλον.
Η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει σώμα, δεν έχει μνήμη, δεν έχει πληγή. Μπορεί να κατασκευάσει, αλλά όχι να βιώσει. Η λογοτεχνία, όμως, είναι βίωμα. Είναι το άγγιγμα της εμπειρίας που δεν μιμείται, αλλά γεννιέται.
Συμπερασματικά, το μέλλον, λοιπόν, βρίσκεται στη χρυσή τομή.
Ούτε απόρριψη, ούτε άκριτη αποθέωση. Παν μέτρον άριστον. Να αξιοποιήσουμε τη δύναμη του εργαλείου χωρίς να χαθεί η ανθρώπινη φωνή. Να σεβαστούμε το πάθος που δίνει ζωή στις λέξεις, γνωρίζοντας πως καμία μηχανή δεν θα αντικαταστήσει ποτέ την καρδιά που χτυπά.
Υπέροχος χωρίς ίχνος κολακείας. Μπράβο!