/X. Nτ. Θορώ: Γιατί πήγα να ζήσω σε μια καλύβα στο δάσος

X. Nτ. Θορώ: Γιατί πήγα να ζήσω σε μια καλύβα στο δάσος

Τον Ιούλιο του 1845, ένας νεαρός απόφοιτος του Χάρβαρντ, ο μετέπειτα Αμερικανός συγγραφέας Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ξεκίνησε να ζήσει για ένα χρόνο σε μια καλύβα στο δάσος. «Ήθελα», γράφει –και ταρακουνά τον σύγχρονο άνθρωπο–, «όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ».

Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά, να αντιμετωπίσω μονάχα τα ουσιώδη της ζωής και να δω αν θα μπορούσα να μάθω όσα είχε να μου διδάξει, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ. Δεν ήθελα να ζήσω οτιδήποτε δεν ήταν ζωή – το να ζει κανείς είναι τόσο πολύτιμο – ούτε ήθελα να παραιτηθώ, εκτός πια κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο.

Ήθελα να γευτώ μια ζωή γεμάτη και να ρουφήξω όλο της το μεδούλι, να ζήσω με τρόπο τόσο αυστηρό και σπαρτιάτικο ώστε να τρέψω σε άτακτη φυγή οτιδήποτε δεν ήταν ζωή, να ανοίξω ένα φαρδύ διάδρομο ανάμεσα στα στάχυα της με το δρεπάνι μου, να τη στριμώξω σε μια γωνιά, να τη ρίξω όσο πιο χαμηλά γίνεται και, αν τότε αποδεικνυόταν ευτελής, να καταγράψω όλη αυτή την αυθεντική ευτέλεια και να τη δείξω στον κόσμο· ή, αν ήταν θεσπέσια, να τη γνωρίσω από πρώτο χέρι, έτσι ώστε στο επόμενο ταξίδι μου να είμαι σε θέση να δώσω μια πιστή περιγραφή της. […]

Έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης – να τσαλαβουτήσουμε κάποιες φορές σε βάλτους όπου παραμονεύει ο νυχτοκόρακας και η αγριόκοτα, να ακούσουμε το βροντερό κρώξιμο της βαλτομπεκάτσας· να μυρίσουμε το σπαθόχορτο που θροΐζει στον άνεμο, στα μέρη όπου μονάχα τα πιο άγρια και μοναχικά πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους, εκεί όπου το κουνάβι σέρνεται με την κοιλιά στο έδαφος. Ενώ επιθυμούμε με όλη μας την ψυχή να εξερευνήσουμε και να μάθουμε τα πάντα, την ίδια στιγμή απαιτούμε να μείνουν τα πάντα μυστηριώδη και ανεξερεύνητα, να είναι απείρως άγριες η στεριά και η θάλασσα, αχαρτογράφητες και ακατανόητες και οι δυο τους, αφού δεν είναι σε θέση ο άνθρωπος να τις εξιχνιάσει. Τη Φύση δεν τη χορταίνουμε ποτέ μας.

Εγκαταστάθηκα στο σπίτι μου την 4η Ιουλίου, μόλις τέλειωσε η τοποθέτηση των σανιδιών και της σκεπής. Είχα ενώσει τα σανίδια πολύ προσεκτικά μεταξύ τους, έτσι που το οικοδόμημα να είναι απόλυτα αδιαπέραστο από τη βροχή. Πριν όμως τα βάλω, ξεκίνησα να χτίζω την καμινάδα, την οποία θα τελείωνα μετά το φθινοπωρινό τσάπισμα, πριν αρχίσει να κρυώνει ο καιρός τόσο ώστε να είναι απαραίτητη η φωτιά για ζεστασιά. Ως τότε μαγείρευα έξω, στο έδαφος, νωρίς το πρωί. Aυτός ο τρόπος μαγειρέματος εξακολουθεί να μου φαίνεται πιο σωστός και ευχάριστος από τον συνηθισμένο. Αν τυχόν κι έπιανε βροχή πριν τελειώσω το ψήσιμο του ψωμιού μου, έφτιαχνα ένα πρόχειρο σκέπαστρο από σανίδια πάνω από τη φωτιά και καθόμουν από κάτω, να παρακολουθώ το καρβέλι μου να ψήνεται. […]

O άνθρωπος που χτίζει το δικό του σπίτι έχει πολλά κοινά με το πουλί που φτιάχνει τη φωλιά του. Ποιος ξέρει, αν οι άνθρωποι κατασκεύαζαν τις κατοικίες τους με τα ίδια τους τα χέρια και αν έβρισκαν απλούς και τίμιους τρόπους για να εξασφαλίσουν τροφή για τους εαυτούς τους και για τις οικογένειές τους, ίσως η ποιητική ικανότητα να αναπτυσσόταν παγκοσμίως, όπως συμβαίνει με τα πουλιά, που όλα τους τραγουδούν όντας απασχολημένα με το χτίσιμο της φωλιάς και την εξεύρεση της τροφής. […]

Θα μπορούσα να πω ότι άρχισα να κατοικώ στ’ αλήθεια στο σπίτι μου από τη στιγμή που ξεκίνησα να το χρησιμοποιώ όχι μόνο για καταφύγιο, αλλά και για τη ζεστασιά που πρόσφερε. Είχα ένα ζευγάρι σιδερένια στηρίγματα για τα ξύλα στο τζάκι και με ευχαριστούσε να βλέπω την καπνιά να μαζεύεται στο πίσω μέρος της καμινάδας που είχα χτίσει. Σκάλιζα τη φωτιά με δικαιολογημένη ικανοποίηση. Η κατοικία μου ήταν μικρή, δεν έφτανε ούτε για να φιλοξενήσει έναν αντίλαλο· όμως στα μάτια μου φάνταζε μεγάλη, μια και αποτελούνταν από ένα και μοναδικό δωμάτιο και βρισκόταν μακριά από τους πλησιέστερους γείτονες. Όλα τα καλά που διαθέτει ένα σπίτι βρίσκονταν συγκεντρωμένα στο ένα εκείνο δωμάτιο: κουζίνα, κάμαρα, σάλα και καθιστικό μαζί. Κι έτσι απολάμβανα μαζεμένα όλα όσα χαίρεται ο γονιός, το παιδί, ο αφέντης και ο υπηρέτης, όλοι δηλαδή όσοι ζούνε σ’ ένα σπίτι. […]

Oι δουλειές του σπιτιού ήταν κι αυτές μια ευχάριστη ενασχόληση. Όποτε έβλεπα το πάτωμά μου βρώμικο ξυπνούσα νωρίς και, αφού έβγαζα έξω στο γρασίδι όλα μου τα έπιπλα, το στρώμα και τη βάση του κρεβατιού, κατάβρεχα το πάτωμα, το πασπάλιζα με ψιλή λευκή άμμο από τη λίμνη κι έπειτα το έτριβα με μια σκούπα ώσπου να γίνει ολόλευκο και πεντακάθαρο. Και ως την ώρα που οι χωρικοί έπαιρναν το πρωινό τους ο ήλιος είχε στεγνώσει το σπίτι μου αρκετά ώστε να μπορώ να ξαναβάλω τα πράγματά μου μέσα κι έτσι η μελέτη μου δε διακοπτόταν σχεδόν καθόλου. Τα έπιπλα και τα αντικείμενα του νοικοκυριού μου συνέθεταν μια ευχάριστη εικόνα έτσι όπως ήταν σωριασμένα στο γρασίδι, σαν την πραμάτεια των γύφτων, με το τραπέζι μου με τα τρία πόδια, από το οποίο δεν είχα κατεβάσει τα βιβλία, την πένα και το μελανοδοχείο, να στέκεται καταμεσής στα πεύκα και τις καρυές. Μου φαινόταν σαν να χαίρονταν και τα ίδια που έβγαιναν από το σπίτι, και σαν να δυσανασχετούσαν όταν άρχιζα να τα κουβαλάω ξανά μέσα.

Ώρες-ώρες έμπαινα στον πειρασμό να φτιάξω μια τέντα και να καθίσω εκεί έξω. Άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω να βλέπω τον ήλιο να καθρεφτίζεται πάνω στα πράγματα αυτά και να ακούω τον άνεμο ελεύθερο να φυσάει γύρω τους. Τα πιο οικεία μας αντικείμενα δείχνουν πολύ πιο ενδιαφέροντα έξω από το σπίτι παρά μέσα σ’ αυτό. Ένα πουλί κάθεται σ’ ένα κλαρί εκεί κοντά, βότανα φυτρώνουν κάτω από το τραπέζι και οι κληματσίδες μιας βατομουριάς τυλίγουν τα πόδια του· πευκοβελόνες, αγκάθια από κάστανα και φύλλα από αγριοφραουλιές βρίσκονται σκορπισμένα ολόγυρα. Mοιάζει σαν να είναι αυτός ο λόγος που τα μοτίβα αυτά από τη φύση άρχισαν να σκαλίζονται πάνω στα έπιπλά μας, στα τραπέζια, στις καρέκλες και στα κρεβάτια μας – το γεγονός ότι κάποτε όλα αυτά τα έπιπλα είχαν σταθεί καταμεσής στη φύση. […]

Κάποιες φορές, τα πρωινά του καλοκαιριού, μετά το συνηθισμένο μπάνιο μου, καθόμουν στο ηλιόλουστο κατώφλι μου από την αυγή ως το μεσημέρι, βυθισμένος στην έκσταση της ονειροπόλησης, ανάμεσα στα πεύκα, τις καρυές και τα σουμάκια, μέσα σε μια μοναξιά και μια ησυχία που τίποτε δε διέκοπτε, ενώ τριγύρω τα πουλιά τραγουδούσαν ή φτερούγιζαν αθόρυβα καθώς περνούσαν μέσα από το σπίτι. Ώσπου ο ήλιος που άρχιζε να πέφτει από το δυτικό μου παράθυρο ή ο θόρυβος που έκανε το κάρο κάποιου ταξιδιώτη στη μακρινή δημοσιά μου θύμιζε το πέρασμα του χρόνου.

Μεγάλωνα τις ώρες εκείνες, όπως μεγαλώνει το καλαμπόκι μέσα στη νύχτα – και αυτό ήταν για μένα κάτι πολύ πιο ευεργετικό από οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία. Δεν ήταν χρόνος που αφαιρούνταν από τη ζωή μου αλλά, αντίθετα, χρόνος που προσετίθετο σ’ εκείνον που μου είχε ορίσει η μοίρα. Συνειδητοποίησα τι ακριβώς εννοούν οι Ανατολίτες όταν αναφέρονται στο διαλογισμό και στην εγκατάλειψη των εργασιών. Τον περισσότερο καιρό δεν ασχολιόμουν με το πώς περνούσαν οι ώρες. Η ημέρα προχωρούσε σαν να είχε μοναδικό σκοπό να φωτίσει κάποια δική μου εργασία· τη μια στιγμή ήταν πρωί και ορίστε, έπειτα από λίγο ήταν βράδυ, χωρίς να έχω καταφέρει τίποτε το αξιομνημόνευτο. Αντί να τραγουδώ κι εγώ σαν τα πουλιά, χαμογελούσα σιωπηλά με την αδιάκοπη καλή μου τύχη. Όπως εγώ άκουγα το τιτίβισμα του σπουργίτη που καθόταν στην καρυά μπροστά στην πόρτα μου, έτσι κι εκείνος μπορεί να άκουγε να βγαίνει μέσα από τη φωλιά μου το πνιχτό μου γελάκι και το υπόκωφο τραγούδισμά μου.

Oι ημέρες μου δεν ήταν οι ημέρες της εβδομάδας, δεν έπαιρναν το όνομά τους από παγανιστικές θεότητες, δεν ψιλοκόβονταν σε ώρες, ούτε τις ροκάνιζαν οι χτύποι του ρολογιού. Γιατί ζούσα όπως οι Ινδιάνοι Πούρι, για τους οποίους λένε ότι «για το χθες, το σήμερα και το αύριο δεν έχουν παρά μόνο μία λέξη και τη διαφορά στο νόημα την εκφράζουν δείχνοντας πίσω για το χθες, μπροστά για το αύριο και προς τα πάνω για το σήμερα». Δεν αμφιβάλλω ότι για τους συχωριανούς μου δεν ήμουν παρά ένας αργόσχολος· αν όμως με είχαν κρίνει τα πουλιά και τα λουλούδια με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, δε θα με είχαν βρει κατώτερό τους. Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος πρέπει να αναζητά τα ενδιαφέροντά του μέσα του.

Η ημέρα από τη φύση της είναι πολύ ήρεμη και δεν πρόκειται να τον κακολογήσει για την οκνηρία του. Αυτός ο τρόπος ζωής είχε τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με τις ζωές όσων ήταν υποχρεωμένοι να ψάχνουν αλλού για ψυχαγωγία, στις παρέες και στα θέατρα: η ίδια η ζωή μου είχε γίνει η ψυχαγωγία μου και ποτέ δεν έπαυε να μου χαρίζει κι από κάτι καινούργιο. Ήταν ένα θεατρικό έργο με πολλές πράξεις και χωρίς τέλος. Αν ζούσαμε πάντοτε πραγματικά και αν ρυθμίζαμε τις ζωές μας σύμφωνα με τον καλύτερο τρόπο που είχαμε μάθει, ποτέ δε θα υποφέραμε από ανία. Αν ακολουθείς το πνεύμα σου προσεκτικά, δε θα πάψει να σου δείχνει κι από μια νέα προοπτική κάθε ώρα που περνά.

Όταν ξανοίχτηκα για πρώτη φορά με βάρκα στη λίμνη Oυόλντεν, περιβαλλόταν ολότελα από πυκνά και ψηλά πεύκα και δρυς και σε κάποιους από τους όρμους της άγριες κληματσίδες είχαν τυλίξει τα δέντρα που φύτρωναν κοντά στο νερό, σχηματίζοντας κρεβατίνες κάτω από τις οποίες μπορούσε να περάσει η βάρκα. Oι λόφοι που σχηματίζουν τις όχθες της είναι τόσο απόκρημνοι και η βλάστηση πάνω τους τόσο πυκνή τον καιρό εκείνο, που κοιτάζοντας από τη δυτική άκρη προς τα κάτω είχες μπροστά σου την εικόνα ενός αμφιθεάτρου, όπου θαρρείς θα λάβαινε χώρα κάποια παράσταση που η υπόθεσή της εκτυλισσόταν μέσα στο δάσος.

Πέρασα πολλά καλοκαιριάτικα πρωινά, όταν ήμουν πιο νέος, με τη βάρκα μου ακυβέρνητη, να πλέει κατά πώς ήθελε ο Ζέφυρος, έχοντας κωπηλατήσει ως τη μέση της λίμνης, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στα καθίσματα, ονειροπολώντας, ώσπου με ξυπνούσε το τράνταγμα της βάρκας που άγγιζε την άμμο και σηκωνόμουν για να δω σε ποια όχθη με είχε ρίξει η μοίρα.

Εκείνες τις μέρες η αργία ήταν για μένα η πιο ελκυστική και παραγωγική μορφή εργασίας. Πολλά ήταν τα πρωινά που εξαφανιζόμουν, προτιμώντας να περνώ με τον τρόπο αυτό τις πιο πολύτιμες ώρες της ημέρας. Ήμουν πλούσιος τότε, όχι σε χρήμα αλλά σε ηλιόλουστες ώρες και καλοκαιριάτικες ημέρες και τις ξόδευα απλόχερα. Και δε μετανιώνω που δε σπατάλησα περισσότερο καιρό στο εργαστήρι ή στην έδρα του δασκάλου. Όμως από τότε που έφυγα μακριά από τις όχθες αυτές, οι ξυλοκόποι ενέτειναν το καταστροφικό τους έργο κι έτσι για πολλά χρόνια δε θα μπορώ πλέον να περιπλανιέμαι μέσα στα πυκνά δάση που υπήρχαν κάποτε εδώ, σταματώντας πού και πού στα λιγοστά ξέφωτα από τα οποία μπορούσες να διακρίνεις την επιφάνεια της λίμνης. Η Μούσα μου δικαιολογείται να σωπαίνει από εδώ και πέρα. Πώς να περιμένεις από τα πουλιά να τραγουδήσουν όταν έχουν χαθεί τα περιβόλια τους;

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ «Walden ή Η ζωή στο δάσος», εκδόσεις Κέδρος 2007, μετάφραση Βασίλης Αθανασιάδης.

andro