Η συγγραφέας Βούλα Γκεμίση απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος “Σιωπηλές Κραυγές”.
- Κυκλοφόρησε το νέο σας μυθιστόρημα “Σιωπηλές Κραυγές” από τις εκδόσεις Carmelasbooks. Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Το μυθιστόρημα μου «Σιωπηλές Κραυγές» βασίζεται κυρίως στην παθητική στάση των γυναικών. Στην ποικιλομορφία της κακοποίησης, στις διαφορετικές μορφές της. Μέσα στην ιστορία μου προσπάθησα να αναπτύξω κάθε μορφή κακοποίησης και θέλω να πιστεύω ότι ο αναγνώστης διαβάζοντας την θα αποκομίσει ένα πολύτιμο δώρο κοινωνικού προβληματισμού. Όταν έγραφα την ιστορία αυτή, το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι θα πρέπει να γραφτεί πάνω σε μία ρεαλιστική εκδοχή. Οι πρωταγωνίστριες ήθελα να θυμίζουν γυναίκες της διπλανής πόρτας και οι ιστορίες τους να είναι ιστορίες που λίγο – πολύ έχουμε ακούσει όλοι μας. Αυτό που προσπάθησα να διαφοροποιήσω είναι το δέσιμο της πλοκής αλλά και την ακραία μορφή κακοποίησης έτσι ώστε να αποδοθεί προστατευμένα στις σκληρές σκηνές του.
Είναι ένα μυθιστόρημα που σκιαγραφεί τρεις διαφορετικές γενιές, τρεις διαφορετικές ιστορίες που έχουν μία κοινή μοίρα. Ο συνδετικός κρίκος των ιστοριών πιστεύω ότι αφήνει ένα πικρόγλυκο συναίσθημα προς το τέλος αλλά πολλές φορές στη ζωή μας η λύτρωση μπορεί να έχει αυτή την αίσθηση. Το φερόμενο «happy end» διαφοροποιείται έτσι και αλλιώς και στην ίδια τη ζωή.
- Σκιαγραφήστε μας τις κεντρικές ηρωίδες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Η πρώτη ιστορία είναι η ιστορία της Μαριάννας. Είναι μία φοιτήτρια, η οποία εγκαταλείπει τη σχολή της αναζητώντας τη μεγάλη ζωή μέσα από μία λάθος επιλογή που θα την φέρει αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η φαινομενική ματαιοδοξία της, η μοναχικότητα της, η απομόνωση και ο συναισθηματικός ευνουχισμός όμως έχει αρκετά δείγματα εσωτερικών ψυχικών αποθεμάτων, ανακαλύπτει επίσης μία συναισθηματική μεθοδικότητα και έναν δυναμισμό που θα την οδηγήσει σταδιακά προς την λύτρωση.
Η δεύτερη ηρωίδα μου είναι η Μάρθα, η οποία προσπαθεί να βρει την ευτυχία, αναζητάει τρόπους να αποδεσμευτεί από την δική της μοναξιά μέσα σε έναν γάμο που ουσιαστικά έχει τελειώσει. Το ερωτικό κάλεσμα όμως που θα την κάνει να πάρει αποφάσεις ζωής γίνεται η αυτοκαταστροφή της. Αυτή η ιστορία γνωρίζω ότι προκαλεί έντονα συναισθήματα θυμού προς τον αναγνώστη. Δεν έγινε εσκεμμένα, όμως οι αναγνώστες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχουν γυναίκες σαν την Μάρθα που αγκαλιάζουν τη δειλία, την ανυπαρξία και την άβουλη στάση τους προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι οι γυναίκες που δεν έχουν κανέναν δυναμισμό και δύσκολα παίρνουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Η Μάρθα είναι η πιο παθητική ηρωίδα. Φυσικά όταν θα διαβάσει κάποιος όλο το βιβλίο ίσως να είναι σε θέση να τη δικαιολογήσει. Πολλές γυναίκες γαλουχίζονται τελικά από την ίδια τη ζωή στο να ακολουθούν αυτόν τον συναισθηματικό χαοτικό μονόδρομο.
Η τρίτη πρωταγωνίστρια είναι η Άννα – Μαρία, ανήκει σε μία άλλη γενιά. Η ηρωίδα αυτή ζει με αναμνήσεις και σε όλη την διαδρομή της ζωής της αυτό που τη συντροφεύει είναι ένα τεράστιο «γιατί». Οι απαντήσεις όμως δίνονται όλες από τις εξελίξεις και εκείνη νιώθει ανήμπορη να ανταπεξέλθει μπροστά στις δυσκολίες. Γίνεται παρατηρητής των γεγονότων κρατώντας αρχικά μία συνειδητή απόσταση. Είναι αρκετά εσωστρεφής, ταπεινόφρων, μοναχική και τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι η βαθιά πίστη και αφοσίωση των αγαπημένων της προσώπων. Η όλη στάση της αποδίδεται σταδιακά μέσα στην ιστορία της με μία γλυκιά ταπεινότητα, με μία ακλόνητη αγάπη όταν η αγκαλιά της γίνεται ασπίδα ζωής. Είναι εκείνη που θα αγκαλιάσει συνειδητά το σκοτάδι, παραμένοντας μέσα σε αυτό, για να σκορπίσει απλόχερα φως.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Νιώθω ότι δεν θα μπορούσα να προσεγγίσω αντικειμενικά καμία ιστορία μου. Είμαι συναισθηματικά δεμένη μαζί τους. Αν συμβεί αυτό ίσως θα πρέπει πρώτα να έχει περάσει αρκετό διάστημα. Έχει ενδιαφέρον για εμένα η «φωνή» του αναγνώστη και γίνομαι πάντα καλή ακροάτρια όταν θα μοιραστεί κάποιος μία κριτική, ένα σχόλιο για το έργο μου.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι ο τρόπος που έχω γράψει την ιστορία μου θα τον βάλει στη διαδικασία να αναζητήσει την ψυχοσύνθεση των ηρώων πίσω από τις λέξεις και ότι η ιστορία θα είναι ικανή να του περάσει έντονα κοινωνικά μηνύματα και προβληματισμούς. Ίσως το να σκεφτεί κάποιος ότι μέσα από αυτή την ιστορία μπορεί να γίνει καλύτερος άνθρωπος να είναι κύριος στόχος μου. Το να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο το αίσθημα της εν συναίσθησης σε κάθε μεμονωμένη αναγνωστική περίπτωση είναι ένα μεγάλο επίτευγμα για οποιονδήποτε δημιουργό.
- Πόσο μπορεί η λογοτεχνία να βοηθήσει στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων της σύγχρονης γυναίκας;
Η λογοτεχνία πάντα θα είναι ένα δυνατό χαρτί απέναντι σε οποιοδήποτε κοινωνικό πρόβλημα. Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς την τέχνη του λόγου, την ποίηση, το τραγούδι ή την αποτύπωση των εικόνων. Οποιοδήποτε μέσο επικοινωνίας είναι σπουδαίος τρόπος έκφρασης και πιστεύω στην δυναμική των λέξεων. Είναι ένα σημαντικό κομμάτι άλλωστε πάνω στο οποίο βασίζεται ολόκληρη η ψυχολογία. Αυτό από μόνο του σημαίνει πάρα πολλά. Χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία σαν μέσο ή εργαλείο για να ξεδιπλώσουμε, να αποτρέψουμε, να προλάβουμε, να καταπολεμήσουμε ή να αγκαλιάσουμε οποιοδήποτε πρόβλημα. Η σύγχρονη γυναίκα όσο δυναμική και ανεξάρτητη και αν είναι, χρειάζεται αυτό το μέσο, είναι βασικό χρέος μας να χρησιμοποιούμε οποιαδήποτε μορφή τέχνης για να ενθαρρύνουμε ή να υπενθυμίζουμε πόσο σπουδαίο είναι το έργο της σύγχρονης γυναίκας μέσα σε μία απαιτητική αλλά και χαοτική κοινωνία.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Η ενασχόληση μου με την συγγραφή πιστεύω ότι λειτούργησε υποσυνείδητα. Κάπως ενστικτωδώς λοιπόν οδηγήθηκα εκεί. Στην πορεία ανακάλυψα ότι είχα βρει έναν τρόπο αυτοφροντίδας. Έγινε το δώρο προς τον εαυτό μου. Θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου να γράφει στίχους και ποίηση, ήταν το μεράκι του. Έγραφα από πολύ μικρή ιστορίες και γύρω στα δεκαέξι όταν έπεσε ένα από τα διηγήματα μου στα χέρια του, με αγκάλιασε συγκινημένος και με έβαλε να του υποσχεθώ ότι κάποια στιγμή θα το έβλεπα πιο σοβαρά. Σε εκείνον λοιπόν οφείλω την ενασχόληση μου με την συγγραφή και μπαίνοντας στη διαδικασία να δημοσιοποιήσω τις ιστορίες μου νιώθω ότι ξεπληρώνω μία κοινή μας υπόσχεση. Αν δεν είχα μέσα μου αυτό το κίνητρο, πολύ πιθανόν να συνέχιζα να γράφω μόνο για εμένα.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία πάντα για εμένα θα σημαίνει «φως». Αν χάσουμε τη δύναμη του λόγου τότε σε ένα μεγάλο μέρος θα έχουμε αποτύχει σαν ανθρωπότητα. Είναι η βαθύτατη έννοια μιας εσωτερικής αφύπνισης, ένα συνεχές ψυχικό εσωτερικό κάλεσμα που είναι ικανό να σε φέρει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό, με γνώριμες και άγνωστες πτυχές του. Είναι μία εσωτερική πάλη που χτίζει ναι μεν αυτοάμυνες αλλά πολλές φορές ξεγυμνώνει τις αθέατες σκοτεινές πλευρές που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Όποιος καταπιάνεται με την τέχνη του λόγου θα πρέπει να το κάνει με σύνεση και να γνωρίζει εξαρχής ότι είναι μία καθημερινή εξάσκηση του νου και της καρδιάς, προπονείται η λογική αλλά και το συναίσθημα. Αυτό είναι, για εμένα, το πιο γοητευτικό και ελκυστικό στοιχείο της λογοτεχνίας.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο επειδή πιστεύω ότι πρώτα από όλα δεν τους καλλιεργείται αυτό το ερέθισμα από το σπίτι και το σχολείο. Όταν βλέπεις ότι δρομολογούμαστε όλο και περισσότερο μπροστά από τις οθόνες και η ενασχόληση μας με αυτές δεν είναι εποικοδομητικές τότε είναι πιο εύκολο να οδηγηθούμε σε αυτές τις επιλογές. Επίσης, πολλά σχολεία πια δεν ενδιαφέρονται να αναδείξουν ή να δημιουργήσουν σχολικές βιβλιοθήκες. Τα παιδιά λοιπόν με τη σειρά τους και δικαιολογημένα, προσεγγίζουν το βιβλίο σαν υποχρέωση και όχι σαν ψυχαγωγία. Τα πάντα περιορίζονται γύρω από το πώς θα βρούμε εύκολες λύσεις σε όλα, δεν προωθείτε η μαγεία στο να προπονήσουμε το μυαλό μας ή να αναπτύξουμε τη φαντασία μας. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν ότι με το να τροφοδοτείς τη δημιουργική φαντασία σου εξελίσσεσαι σε πολλά επίπεδα ραγδαία, ανοίγουν τα πεδία αντίληψης και εμβαθύνεις στον εσωτερικό κόσμο το δικό σου αλλά και των γύρω σου.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Το έντυπο βιβλίο έρχεται αντιμέτωπο με την ψηφιακή εποχή και για αυτό το λόγο πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια το έντυπο θα βιώσει έναν αργό θάνατο. Τα βιβλία αρκετά χρόνια τώρα έχουν μεταπηδήσει στην ηλεκτρονική και ηχοακουστική μορφή. Είναι τα λεγόμενα ebooks και audiobooks, τα οποία συνεχώς κερδίζουν έδαφος στην αγορά. Πιστεύω ότι στην αγορά της Ελλάδας το κοινό είναι ακόμα σε ένα στάδιο προσαρμογής και η εμπειρία μου, μου δείχνει ότι απέναντι μας έχουμε ακόμα ένα ανεκπαίδευτο κοινό. Το κοινό αυτό διατηρεί ακόμα την ρομαντική εκδοχή στην αίσθηση των σελίδων ή τη μυρωδιά του βιβλίου όμως σταδιακά, και μέσα στα επόμενα χρόνια αυτό, πιστεύω ότι θα αλλάξει. Ένας φανατικός βιβλιοφάγος κατά βάση θέλει να φτιάχνει συλλογές στη βιβλιοθήκη του, πλέον θα έρθουν τα λεγόμενα βιβλία «νέας γενιάς» που θα μπορεί ο αναγνώστης να τα τοποθετεί σε ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες για να τα έχει πάντα και παντού διαθέσιμα μαζί του ανά πάσα ώρα και στιγμή μέσω κινητού, laptop ή tablet.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
- Το «Άνθρωποι Του Ψέυδους» του διάσημου ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα Πεκ Σκοτ. Είναι ένα βιβλίο που βασίζεται πάνω στην ανάλυση και τις μορφές που έχει το «κακό» γύρω μας.
- Ένα άλλο βιβλίο που θα ήθελα μαζί μου είναι «ο Ηλίθιος» του Ντοστογέφσκι. Μου αρέσει η εννοιολογική απόδοση του συγγραφέα για το πώς ο κόσμος αντιλαμβάνεται την έννοια της καλοσύνης και της απλότητας σε μία κοινωνία που τις έννοιες αυτές τις αποδέχεται σαν έλλειψη ευφυίας. Αυτό το βιβλίο παραμένει επίκαιρο, διαχρονικό γιατί το ίδιο συναντάμε ακόμα και σήμερα στην κοινωνία μας.
- Θα συνέχιζα με Ντοστογιέφσκι και το κλασικό αριστούργημα «Έγκλημα και Τιμωρία». Πιστεύω ότι πίσω από τις λέξεις υποβόσκει ένα τεράστιο ψυχολογικό υπόβαθρο που αφορά όλους μας και ο κορυφαίος συγγραφέας το αποδίδει εξαιρετικά μέσα από τους ήρωες, την σύνθεση και την εξέλιξη της ιστορίας.
- Επόμενη επιλογή θα ήταν σίγουρα το «Η Γκιλοτίνα του Ναυπλίου» του Φαίδων Κυριακού. Είναι από τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς και τον θεωρώ πολύ ταλαντούχο. Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται μία ιστορία μοναδική με δύο θανατοποινίτες, οι οποίοι περιμένουν την εκτέλεση τους. Είναι καλογραμμένο και θα ήθελα να το διαβάζω ξανά και ξανά όσα χρόνια και αν περάσουν. Έχει αναφορές στις τραγικές Ελληνικές Επαναστάσεις αλλά και στον σπουδαιότερο λόγο ύπαρξης του ανθρώπου, την επιβίωση και όλα αυτά σε μία δύσκολη και τραυματική εποχή.
- Ένα ακόμα βιβλίο που θα είχα μαζί μου είναι το «Στη Γη Της Αιώνιας Θλίψης», ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με έντονα δυστοπικά στοιχεία από έναν ταλαντούχο σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα, τον Γιάννη Κυζιρόπουλο. Είναι ένα βιβλίο που σε μεταφέρει στο μέλλον, για την ακρίβεια σε ταξιδεύει στο 2030, σε μία εποχή που η λέξη «επιβίωση» γίνεται μία συνεχής μάχη ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Η μέχρι τώρα εμπειρία μου, μου διδάσκει ότι η ζωή έχει κάνει μία σημαντική συμφωνία και των δύο. Πιστεύω σε αυτό που ορίζει η μοίρα και κάποια γεγονότα είναι αναπόφευκτο να μην συμβούν. Δεν ξέρω ποιο αόρατο χέρι κινεί το νήμα της μοίρας κάθε ανθρώπου όμως δεν πιστεύω ότι κάποια γεγονότα στη ζωή μας γίνονται τυχαία. Η τύχη θα έρθει στην πόρτα σου όταν η μοίρα θα της αφήσει χώρο και ίσως αυτό συμβαίνει μόνο όταν ο χρόνος έχει να σου ξεπληρώσει κάτι. Πιστεύω επίσης στην εργατικότητα, στη σκληρή δουλειά και στην αφοσίωση και όταν έρθει η τύχη τότε οφείλεις να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να καταλάβεις ότι αυτό είναι ένα ουσιαστικό ξεπλήρωμα του χρόνου, σαν δώρο από την ίδια τη ζωή.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Κάποτε υπήρξα περισσότερο ρομαντική στη ζωή μου, όχι πλέον. Με την πάροδο των χρόνων, και λόγω των βιωμάτων μου, αγκάλιασα περισσότερο την ρεαλιστική εκδοχή μου και αυτό με κάνει να ανεβαίνω συνεχώς επίπεδα στο να γίνομαι πιο συνειδητοποιημένη, όμως, αυτή η διαδικασία μου στέρησε αρκετά την πλευρά της ανεμελιάς. Προσπαθώ να διαφυλάξω ένα κομμάτι μέσα μου που να βασίζεται στο ρομαντισμό και να μην το ξεχνάω γιατί πιστεύω, ότι στην εποχή που ζούμε χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό. Τείνει να εξαλειφθεί και ειδικά οι νέες γενιές θα στερηθούν αυτή την πλευρά της ζωής, ίσως όχι απαραίτητα από δική τους επιλογή. Ο ρομαντισμός δίνει μία άλλη διάσταση στην καθημερινότητα μας, μας κάνει πιο ανθρώπινους, και αν και δεν τον ασπάζομαι στην υπερβολή του, αν υπάρχει με μέτρο, μόνο κερδισμένοι μπορούμε να βγούμε συναισθηματικά.
Σας ευχαριστώ θερμά για αυτή την όμορφη συζήτηση. Εύχομαι ολόψυχα δημιουργική συνέχεια στο έργο σας και να αγκαλιάζετε με όποιο τρόπο τη σπουδαία τέχνη που υπηρετούμε, τη δύναμη του λόγου.