Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Συχνά στα βιβλία μυθοπλασίας δηλώνεται κι υποβάλλεται στον αναγνώστη το ύφος και το είδος του βιβλίου που κρατάνε στα χέρια τους με μια περιγραφή στον υπότιτλο, με μια κατάλληλη εικόνα για εξώφυλλο, ίσως ακόμα και με μια αμφίσημη περιγραφή στο οπισθόφυλλο. Εδώ λοιπόν έχοντας έλθει αντιμέτωποι μ’ όλα αυτά έχουμε προετοιμαστεί να διαβάσουμε ένα μυθιστόρημα μυστηρίου.
Η υπόθεση έχει να κάνει με μια τυχαία μακάβρια ανακάλυψη μιας νεαρής γυναίκας στο κοιμητήριο που έχει θάψει τη μητέρα της, ένα πτώμα που βρίσκεται να έχει κλαπεί από τον ψυκτικό θάλαμο του Ιατροδικαστή και τα ερωτήματα που αιωρούνται να οδηγούν σε εγκαταλελειμμένα σπίτια σ ένα μικρό φανταστικό χωριό που μόνο μυστικά ξέρει να διαφυλάττει. Την υπόθεση αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν δυο νεαρές, μορφωμένες, δραστήριες φίλες κάτι που αποτελεί μια πρώτη ευχάριστη διαφοροποίηση απ’ τα φθαρμένα κλισέ των τρομερών Επιθεωρητών με τις φοβερές τους ικανότητες, των δαιμόνιων ντετέκτιβ με τις υπερφυσικές δυνάμεις, ή των περίεργων μοναχικών τύπων που φιλοδοξούν να γίνουν ήρωες, που κατακλύζουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα του συρμού.
Η διαφοροποίηση της «Νυχτοφόρου Ζωής» συνεχίζεται με την παράθεση αποσπασμάτων πολύ προσεκτικά επιλεγμένων από διάφορα συναφή αναγνώσματα στα οποία έχει εντρυφήσει ο συγγραφέας απολύτως συναφή με την πλοκή του κεφαλαίου στην αρχή του οποίου έχουν τοποθετηθεί. Η πρακτική αυτή δεν είναι καινοφανής αλλά η διαφορά έγκειται στο ότι είναι τόσο προσεκτικά διαλεγμένα ώστε η πλοκή συνεχίζει να εκτυλίσσεται και μέσα σ’ αυτά!
Ολοκληρώνοντας την υπογράμμιση των διαφορών του βιβλίου αυτού θα πρέπει να αναφερθούμε και στο ύφος και την ατμόσφαιρά του.
Γίνεται άμεσα αντιληπτό απ’ τον αναγνώστη απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες ότι πρόκειται να βυθιστεί σε αχαρτογράφητα νερά γοτθικού τρόμου και πηχτό σκότος ακαθόριστου μυστηρίου. Δεν θα είναι δηλαδή απλά ένα αστυνομικό αίνιγμα που καλείται να λύσει.
Ένα σημείο που δεν γίνεται να μην αναφερθεί είναι η γλώσσα του κειμένου. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Παναγιωτίδης ξεφεύγει πολύ απ’ αυτό που χρησιμοποιεί ή έστω μπορεί να κατανοήσει ο μέσος αναγνώστης. Μπορεί η πρόθεση του συγγραφέα να ήταν ν’ ανεβάσει το επίπεδο του βιβλίου ή με αυτό τον τρόπο να δηλώσει ότι θέλει να απευθυνθεί σ’ ένα κοινό ανώτερου μορφωτικού επιπέδου, ωστόσο αυτή η εκζήτηση αποπνέει μια οίηση που ενδεχομένως ν’ αποξενώνει τον αναγνώστη. Πώς περιμένεις να έχεις μαζί σου τον αναγνώστη θέτοντας ένα τόσο χοντρό στρώμα πάγου ανάμεσα του και στον αφηγητή της ιστορίας;
Οι αναγνώστες όμως που θα διεξέλθουν επιτυχώς αυτό το «πρόσκομμα» θα αποζημιωθούν με μια ενδιαφέρουσα ιστορία για την εκτύλιξη της οποίας θα χρησιμοποιηθούν πλούσια, ενδιαφέροντα κι εν πολλοίς άγνωστα, ιστορικά στοιχεία απότοκο της εμφανούς εμβρίθειας του συγγραφέα και αποτέλεσμα της προφανούς έρευνας στην οποία αποδύθηκε.
Το ευσύνοπτο βιβλίο «Ζωή Νυχτοφόρος» τυπώθηκε σε πολυτελές χαρτί και παραδόθηκε με πολυτελές εξώφυλλο φιλικό στην αφή, από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, προσφέροντας έτσι στους αναγνώστες ένα στολίδι για τη βιβλιοθήκη τους. Κάποια θεματάκια στην επιμέλεια δεν είναι ικανά να θαμπώσουν το συνολικό αποτέλεσμα.
Το βιβλίο κλείνει με ένα Επίμετρο το οποίο και συνεχίζει να ρίχνει φως στην αφομοίωση της ιστορίας ακόμα και μετά το εμβληματικό «Τέλος» που κι αυτό ως κλισέ απουσιάζει. Συνολικά, πρόκειται για ένα βιβλίο που θα προσληφθεί και θ’ αξιολογηθεί διαφορετικά απ’ τον κάθε ένα αναγνώστη ξεχωριστά.
3,0/5,0