Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Με το «Βαθύ Ρήγμα», από τις εκδόσεις Πνοή, ο Τόλης Αναγνωστόπουλος εισήλθε στη χορεία των μυθιστοριογράφων. Αποφασιστική είσοδος – είχαν προηγηθεί απόπειρες σε άλλα είδη συγγραφής, καλά προετοιμασμένη ώριμη από καιρό, όπως προδίδουν ο τίτλος κι η θεματολογία του.
Το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή είναι λιτό κι αποτρεπτικό εικονοπλαστικών περιγραφών.
Είναι ένα μισογκρεμισμένο διαμέρισμα από σεισμό και μερικοί άνθρωποι σε διαφορετικό βαθμό εγγύτητας προς το θάνατο. Κατά συνέπεια το βάρος θα πέσει στους διαλόγους μεταξύ των επιζησάντων.
Από εκεί λοιπόν αρχίζουν κι οι συμβολισμοί. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένα πετυχημένο στέλεχος μιας εταιρίας με διεθνή δραστηριότητα, απόλυτα αυτάρκης, δεσποτικός με τους υφισταμένους του, αλλά μοναχικός στην προσωπική του ζωή την οποία διάγει μέσα στη χλιδή αλλά και την αποξένωση απ’ τους ανθρώπους. Βρίσκεται εν ολίγοις στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Η δεύτερη ηρωίδα του βιβλίου είναι μια πόρνη πολυτελείας που έφτασε μέσω του trafficking στην Ελλάδα αφού ένας κακοποιητικός σύζυγος την εγκατέλειψε στην Ουκρανία κλέβοντάς της και τη μοναδική της κόρη. Εδώ προφανώς πρόκειται για τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Μέσω των διαλόγων που παρακολουθούμε, κι αφού αντιπαρέλθουμε όλα τα κλισέ του επαγγέλματος και της ζωής και των δύο, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να κοιτάξουμε μέσα στις ψυχές τους. Δυο ψυχές που ξεφλουδίζονται σαν το κρεμμύδι μπροστά τα μάτια του ασθμαίνοντος αναγνώστη. Υπάρχουν στιγμές ακραίας συναισθηματικής φόρτισης, ψυχικής έντασης καθώς και αγωνίας που κλιμακώνεται όμορφα.
Μέσω της αυτοκάθαρσης των ηρώων του και της κατάδυσης στα μύχια των ψυχών τους, ο συγγραφέας καταφέρνει να μας μιλήσει πρώτα απ’ όλα για τη φενάκη της ψεύτικης ισχύος του χρήματος, τη θλιβερή πομφόλυγα του φαίνεσθαι και το πόσο κραυγαλέα και εκκωφαντικά αυτή σπάει αργά ή γρήγορα.
Η ανάγκη δημιουργίας σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, οποιουδήποτε βαθμού, αναδεικνύεται με δραματικό τρόπο στα παραδείγματα που λαμβάνει ο συγγραφέας. Αν σταθούμε λίγο περισσότερο στα μηνύματα του βιβλίου θα αναγνωρίσουμε το βιτριολικό σχόλιο του Αναγνωστόπουλου πάνω στη διάβρωση της σύγχρονης κοινωνίας. Η αποθέωση της συσσώρευσης υλικών αγαθών, ο κομπασμός για τα εφήμερα, υλικά υποστυλώματα του θορυβώδους εγωισμού του σύγχρονου ανθρώπου που καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος μπροστά στην πείσμονα διατράνωση από την ίδια τη ζωή ότι οι ηθικές αξίες κι οι ειλικρινείς φιλικοί ή οικογενειακοί δεσμοί είναι αυτά που μετράνε τελικά. Σκηνή ανθολογίας στο βιβλίο το σημείο όπου ο ημιθανής πρωταγωνιστής επενδύει τις τελευταίες του δυνάμεις για να προσεγγίσει το κινητό του με τα ελάχιστα αποθέματα μπαταρίας μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι δεν έχει κανέναν που να μπορεί να θεωρήσει ως φίλο για να τον ειδοποιήσει να φέρει βοήθεια και τελικά θα εξαντλήσει τη μπαταρία του κινητού του ανάβοντας το φακό για να βλέπει την άλλη ηρωίδα με την οποία συνομιλεί κι έχει ανοίξει την ψυχή του. Υψηλή δραματουργία που μπορεί να φέρει δάκρυα στα μάτια του αναγνώστη αφού τώρα πια φτάσαμε στην καρδιά του κρεμμυδιού, για να παραμείνουμε σ’ αυτή την αλληγορία.
Ανάμεσα στους πραγματικούς διαλόγους με τη γυναίκα που βρίσκεται δίπλα στον πρωταγωνιστή παρεμβάλλονται φανταστικοί διάλογοι με ένα υφιστάμενό του που είχε ψυχρά και κυνικά απολύσει, τέχνασμα που μας βοηθάει να γνωρίσουμε τους δύο ήρωες του βιβλίου χωρίς τη συνηθισμένη κι εν πολλοίς ανιαρή τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα.
Στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχει κι από ένα τσιτάτο από αναγνώσματά του που θέλει να επιδείξει ο συγγραφέας όπως επέτασσε η μόδα της εποχής (αλήθεια ποιος και γιατί ξεκίνησε αυτή τη μόδα; ) χωρίς να γίνεται αντιληπτή κάποια σύνδεση με τα γεγονότα του κεφαλαίου που ακολουθεί.
Αν κανείς ήθελε να «διυλίσει τον κώνωπα» θα παρατηρούσε ότι ο συγγραφέας χειρίστηκε το υλικό του κάπως βιαστικά. Ενώ ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση ενός μεγάλου θέματος βιάστηκε να πηδήσει σε συμπεράσματα και καταγγελίες ενώ ταυτόχρονα άφησε την αίσθηση ότι τον διακατείχε και ένα άγχος να βγει η έξυπνη χιουμοριστική ατάκα που μάλλον απομείωνε τη δραματουργία της στιγμής παρά προσέθετε την ευχάριστη έκπληξη που προσδοκούσε.
Αποτιμώντας το «Βαθύ Ρήγμα» θα λέγαμε ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη στο βαθμό που μας οδηγεί να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν θέματα σοβαρά, επίκαιρα και κοφτερά που ένας προσεκτικός κι εμβριθής συγγραφέας μπορεί να προσεγγίσει και να διεξέλθει με τρόπο όχι απαραίτητα σοβαροφανή ή πληκτικό.
4,0/5,0