Γράφει ο Νίκος Ναούμης, Πολιτικός Επιστήμονας – Συγγραφέας
Διαβάζω περίπου πενήντα βιβλία, μπορεί και παραπάνω κάθε χρόνο. Διαβάζω επίσης εκατοντάδες κριτικές και περιλήψεις βιβλίων. Ποτέ, δεν παρασύρομαι ωστώσο από τις κριτικές ή τις πολλές διαφημίσεις με τις οποίες κάποιος εκδότης προσπαθεί να δελεάσει το κοινό.
Διαλέγω βιβλία με βάση τα ενδιαφέροντα μου και όχι αν είναι ευπόλητα. Έχω τις εμμονές μου με κάποιους συγγραφείς και δύσκολα θα με πείσει κάποιος να διαβάσω Έλληνα συγγραφέα. Όχι, μια χαρά γράφουν οι Έλληνες συγγραφείς. Έχουν όμως ένα ελάττωμα. Γράφουν τόσο… επιτηδευμένα, που πλέον με κουράζει αυτό το στυλ. Τα βιβλία είναι σαν τα άλογα. Για να καταλάβεις τη δύναμη τους, πρέπει να τα αφήσεις ελεύθερα, να τρέξουν με τη ψυχή τους.
Παραβαίνοντας όλους τους «κανόνες» που έχω ορίσει στον εαυτό μου για την αγορά ενός βιβλίου, έπεσα στην παγίδα μιας… «τσιχλόφουσκας»!
Μια τσιχλόφουσκα η οποία έσκασε με κρότο στα μούτρα μου, κάνοντας με να σαστίσω.
Τι κοινό μπορεί να έχουν οι ζωές μιας γυμνάστριας, μιας νοικοκυράς και μιας μαθήτριας λυκείου; Φαινομενικά τίποτα. Οι δρόμοι τους όμως διασταυρώνονται και περιπλέκονται τόσο πολύ, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να βγάζει το συμπέρασμα ότι οι τρεις αυτές γυναίκες είναι τα τρία διαφορετικά πρόσωπα μίας προσωπικότητας.
Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των τριών αυτών γυναικών. Ο εθισμός τους από αυτά, τις οδηγούν στο να αλλοτριωθεί η προσωπικότητα τους. Η δίψα για αναγνώριση από τη μία και η ανάγκη για αληθινή επικοινωνία από την άλλη, δεν επιτρέπουν στις τρεις ηρωΐδες να αντιληφθούν εγκαίρως το χάσμα που ανοίγεται μπροστά τους αδηφάγο και απειλητικό. Η ζαχαρένια πραγματικότητα που έχουν πλάσει στο μυαλό τους, μοιάζει τόσο πολύ με μία τσιχλόφουσκα, που τις μαγεύει με την ομορφιά της. Η μοίρα όμως κάθε τσιχλόφουσκας είναι να σκάει με κρότο…
Δεν είχα διαβάσει κάτι ποτέ πριν από την εν λόγω συγγραφέα. Παραβαίνοντας όμως τους κανόνες και τα στερεότυπα που είχα στο μυαλό μου, ενέδωσα όπως έγραψα παραπάνω στις σειρήνες του marketing αλλά και των πολλών επαίνων που συνόδευαν την «τσιχλόφουσκα» και αγόρασα το νέο βιβλίο της Ειρήνης Βαρδάκη, που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις BELL.
Δύσκολα θα έβαζες μια ταμπέλα στο τι είδους έργο είναι η «τσιχλόφουσκα». Θα έλεγα πως είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, με αρκετά στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ.
Ένα είδος κειμένου που έχει κατακτήσει τις αγορές βιβλίου στο εξωτερικό και που δειλά – δειλά, κάνει την εμφάνιση του και στην πατρίδα μας.
Η γραφή του κειμένου μοναδική. Η πλοκή της ιστορίας αριστοτεχνική. Ο ρυθμός του έργου καταιγιστικός. Η γλώσσα του, σκληρή μα τόσο αληθινή. Η Ειρήνη Βαρδάκη μέσα από το κείμενο της, θίγει θέματα σύγχρονα όπως το booling στα σχολεία, τις παγίδες στο διαδίκτυο, τις ερωτικές αλλά και οικογενειακές σχέσεις που έχουν αλλάξει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια.
Με γλώσσα χειμαρρώδη και σύγχρονη, δεν διστάζει να γράψει αυτά που όλοι σκεφτόμαστε χωρίς να φοβάται να χρησιμοποιήσει τις λέξεις με τον τρόπο που τις μεταχειρίζεται ο καθένας μας. Βγαίνει εκτός ορίων, χωρίς αυτό να προκαλεί ή να ενοχλεί. Η ελληνική γλώσσα άλλωστε είναι τόσο πλούσια, που είναι αμαρτία να την περιορίζουμε, εμποδίζοντάς της να ξεδιπλώσει των χείμμαρο των συναισθημάτων που μπορεί να προκαλέσει.
Αν γράψω κάτι παραπάνω, ίσως θεωρηθεί πλεονασμός. Εκείνο που σίγουρα δεν θεωρώ πως είναι πλεονασμός, είναι αν διακινδυνεύσω την πρόβλεψη πως η Ειρήνη Βαρδάκη είναι χαρισματική συγγραφέας και τα έργα της θα μας απασχολούν για πολλά χρόνια ακόμα.
Τέλος, θα ήθελα να συγχαρώ τις εκδόσεις BELL για την ευκαιρία που δίνει σε νέους και άγνωστους Έλληνες, ταλαντούχους συγγραφείς, οι οποίοι συμβαδίζουν με την εποχή και τα διεθνή δεδομένα στον χώρος της λογοτεχνίας.