Γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης,
Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με την λέξη κριτική. Ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με την Τέχνη, και εν προκειμένω μ΄ αυτό που λέγεται κριτική λογοτεχνίας. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι η τύχη ενός έργου τέχνης μπορεί να καθορισθεί από την κριτική που θα του ασκηθεί. Τώρα που τα γράφω αυτά έρχεται στο νου μου ο καημός και η πίκρα του Γ. Σεφέρη που μέχρι να καταξιωθεί το έργο του, όπως κι ο Γκάτσος, κι ο Ελύτης, άκουσαν και διάβασαν τα μύρια όσα απίθανα για τη δουλειά τους. Ήρθε και στο νου μου επίσης και η κριτική που άσκησε στο έργο του Νίτσε ‘’η γέννηση της τραγωδίας’’, ο πολύ μεγάλος φιλόλογος Βιλαμόβιτς. Το εκμηδένισε, το ξετίναξε, το πέταξε στα σκουπίδια κυριολεκτικά. Δές όμως τώρα την θέση που έχει στα παγκόσμια γράμματα το έργο του Νίτσε! Πίσω απ΄ αυτό το έργο στήθηκε ολόκληρη σκέψη και γεννήθηκαν διανοητές. Δεν θυμάμαι αν είπε ο Νίτσε την περιβόητη φράση του ‘’να κοιτάζεις την επιστήμη με τα μάτια της Τέχνης και την Τέχνη με τα μάτια της ζωής’’, πρίν ή μετά την κριτική του Βιλαμόβιτς. Είναι όμως μια καλοπληρωμένη απάντηση στην επιστήμη της φιλολογίας, όταν αυτή αδυνατεί να κοιτάξει κατάματα ένα έργο λογοτεχνίας απευθείας στην καρδιά του. Αυτά λοιπόν που θα γραφούν για το βιβλίο του Παναγιώτη είναι σκέψεις (μ΄ αρέσει αυτή η λέξη) επάνω του. Σκέψεις δικές μου, κατάδικές μου, που δεν παινεύονται όμως για τ΄ αλάθητό τους.
Το βιβλίο του Παναγιώτη είναι υπέροχο. Είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα δομημένο πάνω σε έξη αυτοτελείς ιστορίες οι οποίες εκβάλλουν σ΄ ένα πανέμορφο σύνολο. Ένα σύνολο στο οποίο μπορείς να δεις την ιστορία του λαού μας στον εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά χρόνια, δοσμένα μέσα από τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των ηρώων του.
Άλλωστε, αν το καλοσκεφτείς, τι νομίζεις πως είναι η ιστορία; Η ιστορία δεν είναι τίποτ΄ άλλο παρά ο βαθύτερος ‘’καημός του ενός’’, όπως θα ΄λεγα αν ήμουν Στέλιος Ράμφος, και το βάσανο και η λαχτάρα του, που όμως γίνονται δικά μας και μας καθορίζουν σαν λαό. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πάνος κάνει κάτι τέτοιο. Το ΄χει ξανακάνει με το έργο του ‘’Καλά μόνο να βρείς’’. Όλες οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται όπως είπα, στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και στα μετεμφυλιακά χρόνια. Με συγκίνησε πολύ αυτό το βιβλίο γιατί μέσα απ΄ τις γραμμές του ξανάζησα ιστορίες που άκουγα απ΄ τους γονείς μου, παρόμοιες μ΄ αυτές. Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι βαριά, καταθλιπτική. Διαβάζοντάς το ένιωσα έντονα το ψυχοπλάκωμα και την θλίψη που ένιωσα διαβάζοντας το ‘’Κιβώτιο’’ του Αρ. Αλεξάνδρου. Ένα ψυχοπλάκωμα που γέννησε μέσα μου η αποφορά κ΄ η δυσοσμία της κομματικής καμαρίλας. Όμως ο Πάνος, σ΄ αντίθεση με το ‘’Κιβώτιο’’, τραβάει την προσοχή μας αλλού. Την τραβάει στην ομορφιά ή μάλλον στην λαχτάρα της ζωής, όπως αυτή ζωγραφίζεται μέσα απ΄ την τρυφερότητα, την αγάπη, την αλληλεγγύη, και το νοιάξιμο ανάμεσα στους ανθρώπους κι ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα (νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που η άλογη φύση, τα ζώα, έχει τέτοια παρουσία σε έργο του Παναγιώτη). Έτσι, εκεί που πάει να μαυρίσει η ψυχή σου, νάσου ο Άρης ο σκύλος, να σου θυμίζει λίγο τη σχέση του Γιωβάν με τον Μάγκα (Τα μυστικά του Βάλτου). Και τότε το μυαλό σου κολυμπάει στην καθαρότητα και στην αθωότητα. Και να, και η Ασπρούλα, η κατσίκα που στην κοιλίτσα της ξεκουράζονταν και κοιμόταν όταν ήταν μικρός ο αντάρτης. ‘’…Είναι όμορφα όμως εδώ. Τα κλαδιά κουνιούνται απ΄ τον αέρα. Μια κουκουβάγια κρώζει. Δεν υπάρχει πόλεμος, δεν υπάρχουν εχθροί, δεν υπάρχουν όπλα. Η φύση αδιαφορεί για τα ανθρώπινα’’. ‘’Η φύση αδιαφορεί για τα ανθρώπινα…’’, να η λαχτάρα για τη ζωή.
Ο κυριότερος όμως λόγος που με συγκίνησε το βιβλίο, είναι, πως μέσα από τα λόγια του, μές΄ απ΄ το δράμα των ηρώων του, ένιωσα έντονα αυτό που ονομάζω ‘’μεγάλος πόνος της Αριστεράς’’.
Που για την ακρίβεια είναι ο μεγάλος πόνος των απλών ανθρώπων της. Ο μεγάλος, τόσο κατά την διάρκεια του εμφυλίου όσο και κατά την διάρκεια των μετεμφυλιακών χρόνων, πόνος, που νιώσαν στο πετσί τους όλοι αυτοί που μείναν εδώ και φάγαν τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τις εκτελέσεις και την καταφρόνια του ‘’επιτηρούμενου’’ τότε ελληνικού κράτους. Σπιτικά διαλυμένα, παιδιά ‘’ορφανά’’ από μάνα και πατέρα μιας κι οι δυο τους σέρνονταν στις φυλακές και τις εξορίες. Ο μεγάλος τέλος πόνος των ‘’δηλωσιών’’ (όπως με ενάργεια τους περιγράφει ο Πάνος στο δεύτερο κεφάλαιο). Των ανθρώπων που για δικούς τους προσωπικούς λόγους ‘’απαρνήθηκαν’’ ιδέες και συντρόφους για να στηρίξουν το ρημαγμένο σπιτικό τους. Όλους αυτούς που οι υπόλοιποι, στα ένδοξα χρόνια της εφηβικής και νεανικής μας αλαζονείας, όλοι εμείς οι ‘’γνήσιοι ‘’ –τρομάρα μας- αριστεροί τους βλέπαμε με ‘’μισό μάτι’’. Όλους αυτούς που κουβαλούσαν στις καμπούρες τους την ‘’ανίερη’’ πράξη τους που στοιχειωμένη πια τους έτρωγε τα τζιγέρια.
Και κάθεσαι κι αναρωτιέσαι τώρα εσύ, που ήταν η Αριστερά σ΄ όλον αυτόν τον πόνο. Θα σου πω εγώ που ήταν. Ήταν στην Τασκένδη και σφάζονταν ή στην Ρουμανία και διασπάζονταν. Η Αριστερά πού το μόνο που έμαθε καλά στη ζωή της, είναι να κουνάει επιτιμητικά το αλαζονικό της χέρι κι ακόμα πιο δηκτικά το δείκτη του, πουλώντας ιδεολογική ανωτερότητα στον δεισιδαίμονα κι ‘’αμόρφωτο’’ λαό, που κρεμάστηκε ο δόλιος επάνω της. Βλέπεις, αυτή ήταν η ‘’φωτεινή πρωτοπορία’’. Βλέπεις, οι Γούσιοι, οι Βλαντάδες, και διάφορα άλλα αμύριστα μπουμπούκια κάτι παραπάνω ξέραν. Και γι όλα αυτά αναρωτιέται ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο. ‘’Νιώσαν καθόλου προδομένοι; Αισθάνονταν πως χάνονταν μάταια; Υποψιάστηκαν ότι υπήρχε κάποιο λάθος σ΄ όλα αυτά;’’ Και για όλα αυτά ο ήρωας του τελευταίου κεφάλαιου διαπιστώνει δραματικά πως ‘’Πρώτη φορά ένιωθε τόσο προδομένος’’. Και όμως ο αγνός κόσμος της Αριστεράς περίμενε. Περίμενε όπως ο ήρωας του τελευταίου κεφάλαιου. Περίμενε διερωτώμενος, ‘’θάρθει άραγε η μάνα του να τον σκεπάσει όταν θα τον εκτελούν’’. Η μάνα, η Αριστερά, για μένα δεν ήρθε ποτέ να του απαλύνει τον πόνο, να τον ‘’σκεπάσει’’.
Ο Παναγιώτης γράφει ωραία ο άτιμος. Το μεγάλο του όπλο όπως θα διαπιστώσεις είναι ο άριστος χειρισμός της ελληνικής γλώσσας. Τώρα αν σ΄ αυτό προσθέσεις και τον μύθο του βιβλίου που ο Πάνος τον κατέχει καλά, τότε έχεις να κάνεις με ένα πολύ όμορφο έργο. Ένα έργο που έχω την βάσιμη υποψία, πως είναι το καλύτερό του.