Γράφει ο Νίκος Ναούμης, πολιτικός επιστήμονας – συγγραφέας
Αν κάποιος αναζητήσει τις κριτικές που κάνω από τον παρόντα δικτυακό τόπο, θα συμπεράνει, και με το δίκιο του, ότι δεν διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα. Κάθε άλλο θα του απαντήσω. Δύο στα τρία βιβλία που επιλέγω, είναι αστυνομικά.
Ωστόσο, αποφεύγω, για πολλούς λόγους να γράψω κάτι. Ο πιο σημαντικός, να μην προδώσω την πλοκή του κειμένου, άθελα μου.
Με αυτές τις γραμμές, θα ήθελα να πω παρόλα αυτά, δυο πράγματα για ένα ξεχωριστό αστυνομικό μυθιστόρημα, από τον ταλαντούχο συγγραφέα Χρήστο Μαρκογιαννάκη, το οποίο κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μίνωας.
Πρώτα απ’ όλα, ας δούμε την υπόθεση του έργου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Δύο νεκροί, στον 5ο όροφο της Νομικής Σχολής Αθηνών, στον Τομέα Εγκληματολογίας. Η “Οχιά”, κατά κόσμον καθηγήτρια Λαμπρινή Σιώμου και ο υποψήφιος διδάκτορας Άγγελος Κονδύλης εντοπίζονται δολοφονημένοι στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα. Ο αστυνόμος Χριστόφορος Μάρκου, παλιός γνώριμος των θυμάτων, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τον διπλό φόνο. Με τη βοήθεια ενός “πασπαρτού” καλείται να ανακαλύψει μέσα σε ένα λαβύρινθο μυστικών, κινήτρων, κρουσμάτων διαπλοκής και προσωπικών εμπαθειών ποιος και γιατί μετέτρεψε τον χώρο του Τομέα σε σκηνικό αστυνομικού θρίλερ.
Όπως παρατηρούμε, η υπόθεση είναι λίγο εώς πολύ, αναμενόμενη για ένα βιβλίο αυτής της κατηγορίας. Κατά τη δική μου άποψη όμως, το βιβλίο αυτό, είναι περισσότερο ένα θρίλερ που παίζει με την ψυχολογία του αναγνώστη, παρά ένα ανελέητο κυνήγι ενός δολοφόνου που βρίσκεται κρυμμένος πίσω από τις λέξεις.
Συνήθως, στα αστυνομικά μυθιστορήματα, ο ένοχος αποκαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου. Σε αυτό, δεν γίνεται κάτι τέτοιο και εκεί βρίσκεται η γοητεία του…
Κύριο χαρακτηριστικό του κειμένου, είναι το σκοτεινό του περίγραμμα και η βαριά του ατμόσφαιρα. Όσοι διαβάζετε γαλλική λογοτεχνία και αρκετή ρώσικη, θα καταλάβετε τι εννοώ.
Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, με μεγάλη λογοτεχνική δεξιοτεχνία, μας πιάνει από το χέρι και μας παρασέρνει στον βυθό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεγυμνώνει τους ήρωές του και αποκαλύπτει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ευαλωτότητας. Ίσως, κάπου συναντήσουμε και τον δικό μας εαυτό κρυμμένο μέσα στις σελίδες του έργου του… Προσωπικά, κάπου είδα τον δικό μου εαυτό κι ας κρυβόμουν πίσω από τα δάχτυλα μου κάνοντας ότι δεν βλέπω τι γίνεται όπως όταν έκανα ως παιδί…
Τέλος, το βιβλίο αυτό, με άγγιξε συναισθηματικά, διότι στη Νομική της Αθήνας, πρόλαβα να ζήσω τρία όμορφα φοιτητικά χρόνια. Τόσα πρόλαβα. Η απώλεια της όρασης μου κατά τη διάρκεια του έκτου εξαμήνου, δεν με άφησε να χαρώ παραπάνω τη γοητεία που εξέπεμπε το κτήριο αυτό. Προσπαθούσα να θυμηθώ βέβαια αν υπήρχε πέμπτος όροφος όταν διάβασα τον τίτλο. Δεν έχω άνοια, ακόμα, ευτυχώς. Πέμπτος όροφος, δεν υπάρχει αν θέλετε να ξέρετε! Εκείνο που υπάρχει, είναι ένα καλογραμμένο ψυχολογικό θρίλερ με αστυνομικές προεκτάσεις κατά την ταπεινή μου γνώμη, το οποίο και συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβάσετε αυτό το καλοκαίρι.