/Βιβλιοκριτική: Σκέψεις επάνω στην ποίηση του Νικηφόρου Βυζαντινού

Βιβλιοκριτική: Σκέψεις επάνω στην ποίηση του Νικηφόρου Βυζαντινού

Γράφει ο Θωμάς Ε. Μαρής, δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, LLM Vrije Universiteit Brussel

Κυρίες και Κύριοι

Είναι μεγάλη τιμή απόψε να καλούμαι να δώσω ένα μικρό σχόλιο σχετικό με την ποίηση του Νικηφόρου Βυζαντινού, με τον οποίο με συνδέει προσωπική φιλία και αμοιβαία εκτίμηση για πάνω από τριάντα πέντε χρόνια. Είναι επίσης μεγάλη τιμή να μιλώ σε αυτήν την ιστορική αίθουσα.

Ο παιδικός μου φίλος, Πάνος, είχε την καλοσύνη να με τιμήσει δωρίζοντάς μου πρόσφατα τα τελευταία του βιβλία με τις ποιητικές του συλλογές «Ψυχής Ανάλεκτα», «Άσματα Νεκρικά» και «Ανάμεσα σε δύο πολέμους» των οποίων την καλαίσθητη έκδοση επιμελήθηκε ο ίδιος. Τις ποιητικές αυτές συλλογές ανέγνωσα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση το καλοκαίρι που μας πέρασε. Είχα ήδη έλθει σε επαφή με το πρώτο του έργο τιτλοφορούμενο «από το Εγώ στην Αιωνιότητα», όταν σε μια συνάντησή μας πριν από αρκετά χρόνια, μου είχε δώσει το πρώτο του αυτό βιβλίο στο οποίο είχε επιλέξει ποιήματα από την μέχρι τότε ποιητική του παραγωγή. 

Βεβαίως η επαφή μου με την ποίηση του Νικηφόρου Βυζαντινού τοποθετείται ακόμη πιο παλιά μέσα στο χρόνο, όταν διάβαζα τις πρώτες  ποιητικές του προσπάθειες τις οποίες δημοσίευε σε φιλολογικά blogs και περιοδικά στο διαδίκτυο. 

Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να πώ δυο λόγια ως αναγνώστης, όσο μπορώ αμερόληπτος, σχετικά με την ποίηση του Νικηφόρου Βυζαντινού. Τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η ποίησή του φαίνονται εκ πρώτης όψεως απαισιόδοξα  : O θάνατος, η φθορά, οι χαμένες ελπίδες, οι χαμένες αγάπες, οι μάταιες αγάπες, η αναπόληση άλλων, καλύτερων κόσμων και εποχών της ανθρωπότητας, εποχών αθωότητας ψυχής, ειλικρίνειας πνεύματος και ήθους,  οι οποίες φαίνεται να παρήλθαν ανεπιστρεπτί και γυρίζουν πίσω μόνον ως αναμνήσεις – φαντάσματα. Πολλές φορές στην ποίησή του η οργή ξεχειλίζει για το ψέμα και την υποκρισία της εποχής μας οι οποίες καταβύθισαν τον κόσμο μας στο επίπεδο της παρακμής και της σήψης την οποία ο ποιητής, ορισμένες φορές, δεν διστάζει να παρουσιάζει με λεπτομέρεια.

Και όμως, θα ήταν τουλάχιστον επιπόλαιο να χαρακτηρίσει κανείς την ποίηση του Νικηφόρου Βυζαντινού συλλήβδην ως απαισιόδοξη. Ο ποιητής έχει στόχο και δεν τον κρύβει, ούτε μασά τα λόγια του: Λέει στους αναγνώστες  : Καραδοκεί ο θάνατος, το πέρας της φυσικής ζωής, γι’ αυτό ό,τι κάνεις, ό,τι επιδιώκεις και ό,τι σκέπτεσαι φίλτατε αναγνώστη θα πρέπει να συνδέεται με κάποιες σταθερές που δεν είναι άλλες από τις αιώνιες και πανανθρώπινες αξίες.

 Δεν είναι ανέλπιδη αυτή η προσπάθεια του ποιητή να αφυπνίσει τα πνεύματα, υπενθυμίζοντάς ότι η ζωή για να μην περάσει ανούσια πρέπει να υπηρετεί αξίες καθώς, το μόνο που απομένει, είναι εν τέλει το παράδειγμα προς τους άλλους. 

Στο ποίημά του «Ζωή» (Άσματα Νεκρικά) ο ποιητής αναφέρει:

 

Στιγμές, στιγμές μου φαίνονται οι ζώντες νεκρωμένοι

και οι νεκροί πως χαίρονται που είναι πεθαμένοι,

Μου μοιάζει ο κόσμος μνήμα εδώ

Δίχως καμιάν πνοή, 

Σιχαίνομαι και να τον δώ που δεν μετανοεί.

 

H μετάνοια εδώ δεν περιορίζεται σε μια τυπική ηθικο-θρησκευτική αλλαγή του ανθρώπου. Πρόκειται για μια  έκκληση, η οποία περιλαμβάνει όλους, ακόμη και τον ίδιο τον ποιητή για γενική αλλαγή πλεύσης και έναυσμα δράσης σε σύνδεση με αξίες όπως η ειλικρίνεια, η αλληλεγγύη, η αναγνώριση της ατομικότητας, η αποστροφή στην ομογενοποίηση, η αναγνώριση του Ελληνικού πνεύματος ως επαρκές και ασφαλές καταφύγιο στον σύγχρονο ορυμαγδό της ζωής. Αποτελεί προειδοποίηση για να μην ξοδεύεται η ζωή ανούσια και άσκοπα, όπως προκύπτει από το ποίημα «Υπαρξις ΙΙ» που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Ψυχής Ανάλεκτα»  :

 

«Την ύπαρξή μας σβήνουμε

Τον χρόνο μας σκορπάμε

Και την ανία κρύβουμε, 

Μ’ ασήμαντα μεθάμε

 

Την ύπαρξή μας κρύβουμε, 

Για μια ημέρα ακόμα, 

Τα όνειρα μας πνίγουμε, 

βαθιά μέσα στο χώμα!

 

 Ό ίδιος ο ποιητής δίνει το στίγμα του, προτρέποντας σε έντονη και δημιουργική δράση, ζητώντας από τους αναγνώστες να ακολουθήσουν με συνέπεια τα όνειρα και τους στόχους που θέτουν στη ζωή, όπως ακριβώς κάνει ο νέος και αφθαρτος (ακόμη) άνθρωπος. Φαίνεται δε ότι και ο ίδιος θαυμάζει όσους ακολουθούν με συνέπεια της ιδέες τους, όπως προκύπτει και από το επίγραμμά του «Επίγραμμα Νεκρικόν» προς τον Ελληνολάτρη λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλο που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Άσματα Νεκρικά». Αφιερώνει ξανά και ξανά την λογοτεχνική του προσπάθεια σε όσους έδρασαν δημιουργικά, προσπάθησαν να αποτυπώσουν και να κοινοποιήσουν  την δική τους οπτική για τον κόσμο μέσα στα περιορισμένα πλαίσια της ζωής, έστω και εάν οι προσπάθειές τους δεν στέφθηκαν με αναγνώριση ή επιτυχία, όπως φαίνεται από τα ποιήματα που αφιερώνει σε νέους- άγνωστους στο ευρύ κοινό ποιητές, όπως το ποίημα «Αυλαία» (στην ποητική συλλογή Ανάλεκτα) που αφιερώνει στον ποιητή Αντώνη Ξενάκη. 

O ίδιος ο Νικηφόρος Βυζαντινός παλεύει, προσπαθεί, απογοητεύεται από την γενικευμένη αδιαφορία και άδικη απαξίωση, δεν το βάζει όμως κάτω. Αναγνωρίζει τις δυνάμεις της μοίρας –  της ειμαρμένης, ως ισχυρές και αστάθμητες παραμέτρους στον αγώνα της ζωής κάθε ανθρώπου. Αναγνωρίζει το φαινομενικό πέρας, τον φυσικό θάνατο, ξέρει όμως ότι το παιχνίδι δεν παίζεται, ούτε κρίνεται ολοκληρωτικά εκεί, αλλά κρίνεται στο επέκεινα  :

 

Ο ιδιος ο ποιητής στο ποίημα «Ο χρόνος» που περιλαμβάνεται στην συλλογή «Ψυχής ανάλεκτα» αναφέρει  :

 

«Eίναι ο χρόνος διαβάτης

Που περνά βιαστικά

Και της μοίρας εργάτης

Που κανείς δεν κοιτά».

 

Ο ίδιος όμως αναφέρει σε άλλο ποίημά του (Πως θέλω να πεθάνω

 

«Τις στιγμές που ΄μαι μόνος και ζητώ την αλήθεια

Δίχως άλλων βοήθεια, μόνο εγώ και ο Θεός

Του ζητώ να μου δείξει, πως για εμέ θα απολήξει 

Το παιχνίδι της μοίρας και ο αγώνας αυτός»

 

Ο ποιητής ευθέως εκφράζει την αγωνία του για την κατάληξη του αγώνα του. Παρόλα αυτά, αγωνίζεται. Δεν παραιτείται. Γενικότερα, θα έλεγε κανείς ότι ο ποιητής δέχεται ότι ο  χρόνος (της ζωής) είναι της (τελικής) μοίρας εργάτης, όμως ο αγώνας είναι εκεί και συνεχίζεται όσο ζεί ο άνθρωπος.  Ένας αγώνας που ο κάθε άνθρωπος αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει με εντιμότητα και συνέπεια, ένας αγώνας που θα επαναλαβάνεται αιώνια για να δικαιωθούν όσα πραγματικά αξίζει να υπηρετήσει η ανθρώπινη φύση. Και αυτά είναι οι άφθαρτες και αιώνιες αξίες (αγάπη, ομόνοια, δικαιοσύνη και άλλες) στις οποίες πρέπει να μετέχει κάθε άνθρωπος όσο ζεί συνδέοντας έτσι την ζωή του με το αιώνιο και το άφθαρτο, τον αυθύπαρκτο Λόγο που διέπει την αέναη και κυκλική πορεία του κόσμου αυτού.

 

Στο ποίημά του «Απολογισμός» ο ποιητής αναφέρει  :

 

Eίναι στιγμές που αναπολώ με πόνο στην ψυχή 

το να μπορούσα να άρχιζα ξανά από την αρχή

να σβηνα λέει μονομιάς ό,τι έκανα ως λάθη

και να’ ξερα από την αρχή, τα παντα που έχω μάθει»

 

Ο ποιητής γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Παρόλα αυτά η διάθεσή του να αγωνισθεί και πάλι αν του δοθεί η ευκαιρία, διορθώνοντας τα προηγούμενα λάθη, δεν αμφισβητείται.

Η ζωή λοιπόν κατά τον Νικηφόρο Βυζαντινό, είναι πνοή, είναι διαρκής αγώνας, είναι αναστοχασμός και αναθεώρηση και νέα πορεία.  

 

Με προσεκτική λοιπόν ανάγνωση θα ήταν λάθος να χαρακτηρίσει κανείς απαισιόδοξο τον Βυζαντινό. Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι στο ποίημά του «Φθινοπωρινό» που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Ψυχής Ανάλεκτα». Εκεί διαβάζει κανείς  :

 

«Διέβης τον Ρουβίκωνα,

Πια γυρισμό δεν έχει

Φυλλομετράς κάθε στιγμή

Κι ο νούς σου πάντα τρέχει

 

Πίσω στις μέρες τις παλιές

Μέρες ευτυχισμένες, 

Που μοιάζουν τωρα πλέον πιά

Για πάντα   ξεχασμένες.

 

Κι αν της ζωής σου εσκέπασε 

Μια φθινοπώρου αχτίδα,

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά

Μην χάνεις την ελπίδα

Γιατί η ζωή μας ξεγελά

Κι εκεί που φέρνει θλίψη,

Πάλι ξανά χαμογελά

Κει που μας λιώνει η πλήξη

 

Κι’ αν έφτασες μεσόστρατα

Κι’ αν έσβησαν τα χνάρια πια της πρότερής σου νιότης

Μένουν ακόμα να φανούν,

Όσο κι αν άργησαν να ρθούν,

Πολλά καρδιοχτυπήματα ως μιας αγάπης πρώτης.

 

Ο ποιητής λοιπόν μας λέει απερίφραστα: H ελπίδα δεν σβήνει ποτέ, η ζωή μπορεί και πάλι να μας χαμογελάσει. Kαι μάλιστα ακόμα και όταν έχεις διαβεί τον Ρουβίκωνα, όταν φαίνεται δηλαδή να έχεις λάβει αποφάσεις οριστικές και αμετάκλητες, όταν η ίδια η ζωή σου σε έχει οδηγήσει σε τέτοια μονοπάτια από τα οποία θεωρείς ότι δεν μπορείς να πισωγυρίσεις. Και τότε ακόμη, πάλι, η ζωή, απρόβλεπτη μπορεί να δώσει διέξοδο, αρκεί να της χαμογελάσεις, αρκεί  να νιώσεις τα πολλά καρδιοχτυπήματα της πρώτης αγάπης.

 

Στο ποίημα «Ρεμβασμός» που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Ανάμεσα σε δύο πολέμους» ο ποιητής αναφέρει  :

 

Eκεί που η θλίψη κατακλύζει την ψυχή μου 

Και η αγωνία του θανάτου με σκοτίζει

Τα όνειρα που κυβερνούν την ύπαρξή μου

Έρχονται εδώ και η ζωή μου πάλι ανθίζει

 

Είναι στιγμές που θα σταθώ στο ακρογιάλι

Με του ανέμου την πνοή να με αγγίζει

Σαν ονειρεύομαι εσέ πάλι και πάλι

Κι αναπολώ νοσταλγικά ο,τι αξίζει.

 

Ο,τι αξίζει λοιπόν βρίσκεται μπροστά μας, γύρω μας, στα πιο απλά πράγματα, στην ίδια την φύση, πίσω από την οχλοβοή του κόσμου και μένει να τα δούμε, να τα αναγνωρίσουμε, να τα αγγίξουμε, να τα κρατήσουμε. Να κρατήσουμε «ο,τι πραγματικά αξίζει» από το όνειρο της ζωής.

 

Καταλήγοντας,  θα ήθελα, με πραγματική ταπεινότητα, να προσθέσω και κάτι ακόμα που έχω αναγνωρίσει στο ποιητικό έργο του Νικηφόρου Βυζαντινού. 

 

(όπως βλέπετε αναφέρομαι στο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του φίλου μου Πάνου, όταν γράφει – καθώς, η επιλογή του καλλιτεχνικού ψευδωνύμου πολλές φορές υπονοεί ότι ο άνθρωπος που επιχειρεί να γράψει ποίηση, όταν γράφει και απευθύνεται προς εμάς, δεν μας μιλάει πια ως απλός άνθρωπος. Κάνει μια απόπειρα να μεταβεί στην ιδεατή σφαίρα της καλλιτεχνίας μέσα από την ποίηση, αναφέρεται σε εμάς ως άλλος – όπως ο ηθοποιός – ως ένας αφηγητής που βρίσκεται εντός της καλλιτεχνικής του μέθεξης).

 

 Είναι η άρρηκτη σύνδεση της ποίησής του Nικηφόρου με την ιδέα του κύκλου, της αέναης επιστροφής, των αρχαίων Ελλήνων, σε έναν κόσμο άφθαρτο και αιώνιο που υπάρχει και θα υπάρχει πέρα από τον πρόσκαιρο βίο των ανθρώπων.

  

 

Στο ποίημα «Στον κήπο» που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «‘Ασματα Νεκρικά» ο ποιητής αναφέρει  :

 

Απομεσήμερο στον κήπο

Και μεις ανέμελες ψυχές

Που φωνασκούν σε κάθε κτύπο

Και ζουν αμέριμνες ζωές

 

Παίζουν και τρέχουν, κυνηγιούνται

Ομάδες ή μοναχικά

Μισιούνται πάλι ή αγαπιούνται

Αρσενικά και θηλυκά

Κι όταν τα ανέμελα παιδάκια 

Θα τα μαζέψουν οι γονείς

Μόνος θα μεινει πάλι ο κήπος

Σαν να μην πέρασε κανείς

 

Ο κήπος, η αιωνιότης

Και τα παιδάκια όλοι εμείς

Ο χρόνος άτεγκτος στρατιώτης

Και το παιχνίδι της ζωής».

 

Το πρώτο πράγμα που μου ήλθε στο μυαλό όταν διάβασα αυτό το ποίημα ήταν ο Ηράκλειτος. 

Ο Ηράκλειτος είχε πεί για τον αιώνιο κόσμο  :

«Ο κόσμος αυτός που ζούμε είναι ίδιος πάντα, δεν τον έφτιαξε κανείς ούτε θεός ούτε άνθρωπος, πάντοτε ήταν και είναι και θα είναι, φωτιά για πάντα ζωντανή, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Είναι το «αειζωο πύρ».

 Ο ίδιος ο Hράκλειτος αναγνωρίζοντας την αδυναμία των απλών ανθρώπων που ζούν στην καθημερινότητα να αντιληφθούν την αλήθεια για τον προϋφιστάμενο, ενιαίο, και αιώνιο κόσμο που διακήρυσσε είχε επίσης πεί  :

 «Αιών παίς εστί, πεσσεύων. Παιδός η βασιλήι».

Το οποίο στην μετάφραση – ανάλυση του Γεώργιου Διανέλλου Γεωργούδη στο εξαιρετικό βιβλίο του «Ηράκλειτος Εφέσιος Κείμενα» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Θεσσαλίας, μεταφράζεται ως εξής  :

«H διάρκεια της ζωής είναι παιδί που παίζει μετακινώντας τις λίθινες ψηφίδες. Η βασιλεία του παιδιού».

Ο μύθος λοιπόν αναφέρει ότι ο Ηράκλειτος το είπε αυτό όταν κάποτε έτυχε να δει κάποια παιδιά να παίζουν το παιχνίδι των πεσσών, προσπαθώντας να μετακινήσουν τα πέτρινα βοτσαλάκια και συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιο θα κερδίσει το παιχνίδι. 

Το ίδιο ίσχυε κατά τον Ηράκλειτο και για τις ζωές των ανθρώπων. Όλοι προσπαθούμε στην διάρκεια της ζωής μας να προωθήσουμε τους στόχους και τα σχέδιά μας μεσα στο μικρό βασίλειο του Εγώ μας, σαν τα παιδάκια που παίζουν με πάθος το παιχνίδι προσπαθώντας το καθένα να κερδίσει.  

 Ωστόσο, οι στόχοι και σκοποί μας αυτοί, όσο μεγάλοι και σημαντικοί και εάν μας φαίνονται, για εμάς ή τις οικογένειές μας, είναι στην πραγματικότητα μικροί, πρόσκαιροι και ασήμαντοι μπροστά στην αιωνιότητα, όπως ακριβώς είναι το πρόσκαιρο παιχνίδι των παιδιών που παρατηρούσε ο Ηράκλειτος. Ένα παιχνίδι το οποίο θα το επαναλάμβαναν με σιγουριά, την επόμενη κιόλας ημέρα, τα ίδια ή κάποια άλλα παιδιά στον ίδιο ή άλλο χώρο.

Το ποίημα «Στον κήπο» του Νικηφόρου Βυζαντινού, εκφράζει και αποδεικνύει για εμένα με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, την ευθεία και άρρηκτη σύνδεσή του ποιητή με την ανωτερω αρχαία ελληνική σκέψη. 

 

 Ο Νικηφόρος Βυζαντινός, μας λέει δηλαδή ποιητικά, αυτό που διατύπωσε με μια μόλις φράση του ο Ηράκλειτος, ότι ακόμη και αν αλλάζουν τα αενάως μεταβαλλόμενα σχήματα, η ουσία βρίσκεται πάνω από το εγώ του καθενός, δηλαδή πέρα και πάνω από τον πρόσκαιρο βίο της ζωής του ανθρώπου, είναι αιώνια και αναλλοίωτη, υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει.  

 Είναι ο κήπος του ποιήματος, και μας το αναφέρει ρητά ο Βυζαντινός στο ποίημά του  : ο κήπος  είναι η αιωνιότητα που βρίσκεται πέρα και πάνω από το καθημερινό παιχνίδι των παιδιών, δηλαδή όλων ημών. Ο κήπος θα υπάρχει πάντοτε και θα βρίσκεται εκεί για να φιλοξενήσει κάθε φορά το παιχνίδι της ζωής. Και δεν είναι ο κήπος του Επίκουρου, της ευχαρίστησης και του ωφελιμισμού, αλλά ο κήπος ενός «Ηράκλειτου», μια αιώνια πλατφόρμα ανθρώπινων αξιών, μια πλατφόρμα ουσίας, που διέπεται από τους δικούς της νόμους και η οποία λειτουργεί πέρα και πάνω από τις ζωές των ανθρώπων. 

 Έτσι ερμηνεύω λοιπόν τα θέματα και τα μηνύματα που θέτει ο φίλος μου ο Νικηφόρος Βυζαντινός με την ποίησή του και θέλει να μεταβιβάσει σε όλους εμάς μέσα από αυτήν.

Είναι θέματα και μηνύματα σημαντικά, επίκαιρα, άμεσα συνδεδεμένα με την ζωή και το πέρας της, που έχουν τεθεί, τίθενται και θα τίθενται και στο μέλλον και επομένως αξίζουν την προσοχή μας. Τον ευχαριστώ που με κατέστησε κοινωνό της ποίησής του, τον συγχαίρω για την προσπάθειά του αυτή και του εύχομαι ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες.  Σας ευχαριστώ και εσας πολύ για την υπομονή σας να με ακούσετε.

 

(Εισήγηση η οποία αναγνώστηκε στην Εθνική Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών με αφορμή την παρουσίαση έργων του Ποιητή τον Οκτώβριο του 2022)