/Βιβλιοκριτική: Σήψη πίσω από το χαμόγελο (Μαργαρίτα Χαντζιάρα)

Βιβλιοκριτική: Σήψη πίσω από το χαμόγελο (Μαργαρίτα Χαντζιάρα)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας

Πρόκειται για το δεύτερο μόλις αστυνομικό μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Χαντζιάρα που εκδίδεται μέσα σε δύο χρόνια από το προηγούμενό της προδίδοντας μια συγγραφική ορμή που δικαιολογείται πλήρως κι απ’ τη φρεσκάδα στο στυλ που υιοθετεί στα βιβλία της. 

Πρωταγωνίστρια και πάλι είναι η Αρχιεπιθεωρήτρια με την Ελληνική καταγωγή και όνομα Έμιλυ Χατζηπέτρου. Η υπόθεση τοποθετείται και πάλι στο Λονδίνο και τις πέριξ αυτού περιοχές. Φυσικά δεν πρόκειται να μπούμε σε άλλες λεπτομέρειες που ειδικά σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να προδίδουν κρίσιμα σημεία της πλοκής. Το μόνο που ίσως αξίζει να σημειώσουμε είναι το διάχυτο Ελληνικό στοιχείο στο βιβλίο, όπου εκτός από το Ελληνικό όνομα της πρωταγωνίστριας βλέπουμε τον πατέρα της να διαβάζει ένα Ελληνικό βιβλίο και τη δίδυμη αδερφή της να κάνει διακοπές σε ένα Ελληνικό νησί. 

Μιλήσαμε πιο πάνω για το φρέσκο στυλ συγγραφής της Χαντζιάρα. Αυτό γίνεται ευχερώς αντιληπτό αν αναλογιστεί κανείς ότι πάει κόντρα σε όλα τα στερεότυπα που έχουμε συνηθίσει στα βιβλία αυτού του είδους και δεν υιοθετεί κανένα από τα γνωστά κλισέ. Για παράδειγμα, η πρωταγωνίστρια είναι γυναίκα, είναι ρεαλιστικός χαρακτήρας με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό που θα την καθιστούσε έκκεντρη, αντικοινωνική, και πάντως «κατεστραμμένη». Οι διάλογοι είναι σε γλώσσα βατή και οπωσδήποτε της καθομιλουμένης του μέσου αναγνώστη χωρίς βερμπαλιστικούς εντυπωσιασμούς. Επίσης, δεν υπάρχουν ανούσιες περιγραφές και περιττά πλατειάσματα κάτι που σίγουρα είναι αξιοσημείωτα θετικό.

Σε αντίθεση με την πλειονότητα των Ελλήνων συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων που προσπαθούν αγωνιωδώς να επιδείξουν συνάφεια με το τάδε ή το δείνα ρεύμα, γνώση των τάδε ή των δείνα Σκανδιναβών, Σκοτσέζων ή Αμερικανών ομότεχνών τους, και αντιγραφή εύκολων πεπατημένων,

η Χαντζιάρα έρχεται να προσφέρει μια ήρεμη γραμμική τριτοπρόσωπη αφήγηση που στοχεύει στην εκτύλιξη της ιστορίας και μένει εκεί. Δε θα τη δούμε να κομπάζει για την βαθιά της έρευνα και τους τεχνικούς όρους που έμαθε απ’ αυτήν, ούτε τα υψιπετή κοινωνικά της σχόλια με στόχο ν’ αλλάξει την κοινωνία γύρω μας. Ο έμπειρος αναγνώστης αστυνομικών ίσως παρατηρήσει μια «υπερανάλυση» των χαρακτήρων που του στερούν τη χαρά το κάνει ο ίδιος αλλά οπωσδήποτε θ’ αποζημιωθεί από το στακάτο αφηγηματικό στυλ και τη γρήγορη εξέλιξη, για να περάσει η παρατήρηση αυτή σε δεύτερο πλάνο. Στο κείμενο υπάρχουν σημεία που ο υπερβάλλον λυρισμός δεν συνάδει με την ατμόσφαιρα του βιβλίου αλλά επίσης δεν αποτελούν ζήτημα που απομειώνει σε τίποτα την απόλαυση της ανάγνωσης. 

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε κινηματογραφικό στυλ κι είναι έτοιμο να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη χωρίς αξιόλογες σεναριακές επεμβάσεις! Τα προσεγμένα “cut” της «κάμερας» προσδίδουν έναν ρυθμό στην αφήγηση που απολαμβάνεις να παρακολουθείς. Η ένταση της δράσης κλιμακώνεται ήπια και πάντως σε κανένα σημείο δεν νιώθεις να σε εμπαίζει η συγγραφέας ωθώντας σε συμπεράσματα με μόνο στόχο να τα ανατρέψει λίγες σελίδες παρακάτω. Η ομοιότητα με το στυλ της Αγκάθα Κρίστι που ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι αναγνώρισαν έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την «κινηματογραφικότητα» στη συγγραφή του βιβλίου αφού πολλά βιβλία της μεγάλης Βρετανίδας συγγραφέως έχουν μεταφερθεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο. 

Το βιβλίο τελειώνει με ένα τέλος τόσο προκλητικά «ανοιχτό» που τολμώ να εικάσω ότι η ασυγκράτητη πένα της Χαντζιάρα έχει ήδη συγγράψει τη συνέχειά του. Περιμένοντας με αδημονία τη συνέχεια των περιπετειών της Χατζηπέτρου μη χάσετε την ευκαιρία να απολαύσετε μια ιστορία που εξηγεί γιατί η «ΣΗΨΗ» μπορεί ενίοτε να βρίσκεται στην ίδια πρόταση με το «ΧΑΜΟΓΕΛΟ». 

4,0/5,0